Skip to main content

Η στρατηγική επιλογή της επιστημονικής υπεροχής και η κρίση του ευρωπαϊκού και αμερικανικού μοντέλου

Υπάρχει μια διαφορετική πολιτική επιλογή μεταξύ Κίνας, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωση

Αναστάτωση προκάλεσε η κυκλοφορία του πρώτου ρομπότ συνομιλίας (chatbot) της κινεζικής εταιρείας DeepSeek, το οποίο κατάφερε μέσα σε μόλις μία εβδομάδα να ξεπεράσει σε downloads στην αμερικανική αγορά το πρωτοπόρο μέχρι τότε ChatGPT της αμερικανικής OpenAI.

Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς συνέβη σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών και εμπορικών εντάσεων σηματοδοτώντας ένα νέο κύκλο ανταγωνισμού στον τομέα των τεχνολογιών αιχμής μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ.

Ο ανταγωνισμός αυτός δεν περιορίζεται μόνο στη σφαίρα της εμπορικά αξιοποιήσιμης καινοτομίας αλλά εκτείνεται ακόμα και στον τομέα της βασικής έρευνας, γεγονός που αντανακλάται στις τιμές του δείκτη “Έντασης Έρευνας & Ανάπτυξης” (ΕΕΑ), ο οποίος αντιστοιχεί στις δαπάνες για Ε&Α ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σε αντιπαραβολή με την ΕΕ όπου ο δείκτης αυτός είχε ελάχιστη μεταβολή την τελευταία δεκαετία, αυξανόμενος από 2.08% το 2013 σε 2.22% το 2023, στην Κίνα ο δείκτης ΕΕΑ αυξήθηκε από 2.01% σε 2.60% την ίδια περίοδο, ξεπερνώντας σταθερά την Ευρώπη από το 2019, ενώ στις ΗΠΑ τα αντίστοιχα ποσοστά αυξήθηκαν από 2.73% σε 3.50%.

Η στρατηγική επένδυση της Κίνας στην ανώτατη εκπαίδευση και σε μεγάλα επιστημονικά εγχειρήματα είναι εμφανής και από τις επενδύσεις στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης και της βασικής έρευνας. Ενώ την τελευταία δεκαετία οι εν λόγω επενδύσεις έχουν μείνει σχεδόν σταθερές σε ΕΕ και ΗΠΑ (τόσο σε απόλυτα νούμερα όσο και σε ποσοστά του ΑΕΠ) στην Κίνα τα αντίστοιχα απόλυτα νούμερα έχουν υπερδιπλασιαστεί με τις σχετικές δαπάνες για την ανώτατη εκπαίδευση και τα μεγάλα επιστημονικά πειράματα να αυξάνονται σε 0.65% και 0.3% και του ΑΕΠ αντίστοιχα (από 0.48% και 0.15% το 2013).

Οι επενδύσεις αυτές συμπληρώνονται από το πρόγραμμα “Διπλής πρώτης θέσης” (Double first class) με το οποίο η κινεζική κυβέρνηση προωθεί την περαιτέρω ανάπτυξη κορυφαίων κινεζικών πανεπιστημίων συνολικά ή συγκεκριμένων κλάδων επιστήμης ειδικότερα, με την πρόσληψη καθηγητών διεθνούς κύρους και την κατασκευή νέων ερευνητικών κέντρων.

Τομείς αιχμής

Ως αποτέλεσμα η Κίνα πλέον πρωτοπορεί σε τομείς αιχμής, στους οποίους πριν από μια δεκαετία είχε ελάχιστη παρουσία, όπως

· η εξερεύνηση του διαστήματος, με αποστολές στη Σελήνη, τον Άρη, τη λειτουργία του διαστημικού σταθμού Tiangong και την κατασκευή του διαστημικού τηλεσκοπίου Xuntian,

· οι επιστήμες υγείας, με το China Brain Project που στοχεύει στη χαρτογράφηση του ανθρώπινου εγκεφάλου και την ανάπτυξη μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης εμπνευσμένων απ’ την αρχιτεκτονική του,

· η κβαντική πληροφορική, με το πρόγραμμα QUESS που στοχεύει στην ανάπτυξη της τεχνολογίας κβαντικής κρυπτογραφίας και τηλεμεταφοράς και την κατασκευή του πρώτου στον κόσμο δικτύου κβαντικής επικοινωνίας,

· η πυρηνική ενέργεια, με την κατασκευή του αντιδραστήρα σύντηξης EAST, ο οποίος κατέχει το ρεκόρ διατήρησης πλάσματος στις υψηλότερες θερμοκρασίες που έχουν επιτευχθεί,

· η φυσική στοιχειωδών σωματιδίων, με το πείραμα νετρίνων JUNO και τα υπό συζήτηση σχέδια για την κατασκευή του μεγαλύτερου επιταχυντή σωματιδίων (CEPC).

Οι μόνιμες θέσεις διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού στην Κίνα παρουσιάζουν αύξηση κατά 40% την τελευταία δεκαετία τη στιγμή που στην Ευρώπη η αύξηση αυτή περιορίζεται σε 15% ενώ στις ΗΠΑ ο αριθμός παραμένει σταθερός. Ειδοποιός διαφορά μεταξύ του κινεζικού μοντέλου κι αυτών της ΗΠΑ και της ΕΕ είναι ότι ενώ στην Κίνα οι επενδύσεις στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης προέρχονται κατά κύριο λόγο από’ τον κρατικό προϋπολογισμό, στις ΗΠΑ οι επενδύσεις αυτές είναι κατά μεγάλο μέρος ιδιωτικές ενώ στην Ευρώπη το ήμισυ των επενδύσεων προέρχονται από προγράμματα της ΕΕ όπως το Horizon 2020 και Horizon Europe (175 δις μέσω των τελευταίων έναντι του συνόλου 300 δις που διατίθενται συνολικά από τις χώρες της ΕΕ για την ανώτατη εκπαίδευση και 50 δις που διατίθενται για μεγάλα επιστημονικά πειράματα).

Παρόλο που τα προγράμματα αυτά παρέχουν άφθονη χρηματοδότηση μέσω επιχορηγήσεων ερευνητικών ομάδων, εκτιμάται ότι καλύπτουν μόνο το 10% περίπου του μόνιμου ακαδημαϊκού προσωπικού. Επιπλέον παρότι στο παρελθόν η απόκτηση μιας τέτοιας επιχορήγησης εξασφάλιζε σε πολλές περιπτώσεις τη μονιμοποίηση, πλέον κάτι τέτοιο τείνει να εκλείψει με αποτέλεσμα πολλοί επιστήμονες διεθνούς κύρους να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον ακαδημαϊκό χώρο.

Αποτελεί συνεπώς ερώτημα το αν και κατά πόσο αυτό το μοντέλο χρηματοδότησης είναι βιώσιμο και αρκετό για να καλύψει το έλλειμμα σε μόνιμες ακαδημαϊκές και ερευνητικές θέσεις.

To έλλειμμα καινοτομίας στην Ευρώπη αποτελεί το κεντρικό σημείο στο οποίο εστιάζεται η έκθεση Ντράγκι για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Η έκθεση αναδεικνύει ως μείζον ζήτημα την αναποτελεσματικότητα των κρατικών επενδύσεων στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης και της ανώτατης εκπαίδευσης, που οδηγεί στην ισχνή παρουσία ευρωπαϊκών πανεπιστημίων στις λίστες των κορυφαίων ιδρυμάτων – είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις 3 ευρωπαϊκά πανεπιστήμια βρίσκονται στη λίστα των 50 καλύτερων πανεπιστημίων παγκοσμίως (QS world ranking) σε αντίθεση με τα 21 των ΗΠΑ και τα 15 της Κίνας. Η έκθεση τονίζει ότι η έρευνα και η καινοτομία θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των στρατηγικών στόχων της Ευρώπης και συνεπώς η ενίσχυση της ανώτατης εκπαίδευσης τόσο με αυξημένη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων όσο και με αυξημένες σε αριθμό και όγκο επιχορηγήσεις από ανταγωνιστικά προγράμματα όπως το Horizon, είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής καινοτομίας.

Είναι εμφανές από τα παραπάνω ότι υπάρχει μια διαφορετική πολιτική επιλογή μεταξύ Κίνας, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Κίνα εστιάζει την τελευταία δεκαετία σταθερά στην ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης και των τεχνολογιών αιχμής με συνεχώς αυξανόμενες επενδύσεις και διεύρυνση των μόνιμων θέσεων επιστημονικού προσωπικού, με την Ευρώπη και ΗΠΑ να υστερούν.

Πού βρίσκεται η Ελλάδα;

Πού βρίσκεται η Ελλάδα σε αυτόν τον χάρτη; Με 1.49% στο δείκτη έντασης Ε&Α, η Ελλάδα βρίσκεται στη 14η θέση των χωρών μελών της ΕΕ. παρουσιάζοντας σημαντική βελτίωση σε σχέση με μία δεκαετία πριν. Παρόλα αυτά η χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Για τη σύγκριση των επενδύσεων διαφορετικών χωρών χρησιμοποιείται ο δείκτης της συνολικής δημόσιας δαπάνης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ανά ισοδύναμο πλήρους φοίτησης (FTE) φοιτητή, ο οποίος λαμβάνει υπόψη το διαφορετικό μέγεθος του φοιτητικού πληθυσμού των διαφόρων χωρών. Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει τους μισθούς των πανεπιστημιακών, δίδακτρα, κρατικές ή ιδιωτικές υποτροφίες, εξοπλισμό, κατασκευαστικά, λειτουργικά και διοικητικά κόστη. Ενώ λοιπόν ο μέσος όρος της ΕΕ για τον εν λόγω δείκτη κυμαίνεται μεταξύ 11 και 13 χιλιάδες Ευρώ τα τελευταία χρόνια, μάλιστα με συνεχή ανοδική πορεία, η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά

στις 3 τελευταίες θέσεις, δαπανώντας μόλις 2 με 2,4 χιλιάδες Ευρώ, δηλαδή 5 με 6 φορές κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ.

Καταλυτικό στοιχείο που επιτάχυνε την υποβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα ήταν η πολύ μεγάλη μείωση του αριθμού διδασκόντων που ξεκίνησε κατά την οικονομική κρίση και η έλλειψη χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ενώ στις χώρες της ΕΕ που συμμετέχουν στα μεγάλα ευρωπαϊκά πειράματα (CERN, ESA κλπ) υπάρχει σταθερή χρηματοδότηση της έρευνας τόσο μέσω τακτικών κρατικών επιχορηγήσεων όσο και μέσω ανταγωνιστικών προγραμμάτων, η χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ανταγωνιστικά προγράμματα (πχ ΕΛΙΔΕΚ) τα οποία καλύπτουν λιγότερο από το 10% των ήδη ελάχιστων θέσεων ερευνητικού προσωπικού και μόλις 1 στους 5 υποψήφιους διδάκτορες. Τέτοιες ελλείψεις σε προσωπικό και χρηματοδότηση όχι μόνο δυσχεραίνουν το ερευνητικό έργο της χώρας στο παρόν αλλά δρουν ανασταλτικά στη βελτίωση της θέσης της χώρας στην ΕΕ.

Τα πορίσματα από την έκθεση Ντράγκι είναι ξεκάθαρα: τα πανεπιστήμια είναι κεντρικός παράγοντας τόσο στην απευθείας παραγωγή καινοτομίας μέσω της έρευνας όσο και στην έμμεση παραγωγή καινοτομίας μέσω της εκπαίδευσης εργατικού δυναμικού υψηλής ειδίκευσης που στελεχώνουν κρίσιμους τομείς του τομέα έρευνας και ανάπτυξης. Κρίνεται λοιπόν αναγκαίο να προαχθεί η ενίσχυση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε κεντρική στρατηγική προτεραιότητα της ΕΕ. Παραμένει ως ερώτημα αν η Ελλάδα θα μπορέσει να ανακόψει την πτωτική πορεία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με μια πολιτική γενναίας χρηματοδότησης των πανεπιστημίων θέτοντας τα θεμέλια μιας πιο ισχυρής οικονομίας.

*Ο Σπύρος Αργυρόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Φυσικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μέλος κοινοπραξίας ATLAS του CERN