© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Τα γεωλογικά φαινόμενα στην περιοχή των Κυκλάδων συνεχίζονται με αμείωτη ένταση προκαλώντας ανησυχία για τους πιθανούς κινδύνους που τα συνοδεύουν. Δύο ερευνητικά άρθρα της Υπ. Δρ. Μαριλίας Γώγου, μέλος της ερευνητικής ομάδας του Καθηγητή Ευθύμη Λέκκα, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στις οποίες συμμετείχαν ο Υπ. Δρ. Εμμανουήλ Ανδρεαδάκης και η Καθηγήτρια Εύη Νομικού προχώρησαν σε προεπισκόπηση του κινδύνου τσουνάμι στην παράκτια ζώνη του νότιου Αιγαίου.
Η περιοχή μελέτης διαιρείται και αναλύεται σε 7 ζώνες κινδύνου με βάση το υψόμετρο κατάκλυσης, ομαδοποιώντας κατά αυτό τον τρόπο τα περισσότερα πιθανά σενάρια, λαμβάνοντας υπόψη τη γεωμορφολογία και τη γεωλογία της περιοχής μελέτης και κυρίως την ιστορικότητα των γεγονότων.
Με το πρόγραμμα ArcGIS, οι ζώνες αυτές υλοποιήθηκαν στη μελέτη των νησιών Φολέγανδρος, Σίκινος, Ηράκλεια, Σχοινούσα, Κουφονήσι, Κέρος, Αμοργός, Αστυπάλαια, Ανάφη και Σαντορίνη και των παράκτιων ζωνών τους. Ας δούμε συνοπτικά τι αναφέρουν οι μελέτες για τα τρία νησιά που φαίνεται να βρίσκονται αυτή την στιγμή πιο εκτεθειμένα στο υπό εξέλιξη γεωλογικό φαινόμενο.
⦁ Στη Σαντορίνη ο κίνδυνος είναι πιο εμφανής λόγω των μικρών κλίσεων και του υψομέτρου στην παράκτια ζώνη, κυρίως στην ανατολική και νοτιοανατολική πλευρά του νησιού. Στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής ένα πιθανό τσουνάμι θα μπορέσει να πλημμυρίσει τον κεντρικό ηλεκτρικό σταθμό του νησιού. Στην ίδια περιοχή, με ένα μεγαλύτερης έντασης τσουνάμι, θα επηρεαστεί και το αεροδρόμιο του νησιού, που βρίσκεται λίγο νοτιότερα. Σε όλη την ανατολική ακτή η τουριστική ανάπτυξη βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο καθώς βρίσκεται εντός της ζώνης. Για παράδειγμα στην περιοχή Καμάρι ο κεντρικός παραλιακός δρόμος πλημμυρίζει και το νερό διεισδύει μέσα από κτίρια και υποδομές αρκετά μέτρα πιο πάνω, ακόμα και με το πιο ήπιο σενάριο (0-3 μέτρα ύψος).
⦁ Οι ακτές της Ανάφης χαρακτηρίζονται περιμετρικά από σχετικά απότομες υψομετρικές κλίσεις, που κάνει το νησί περισσότερο προστατεύονται από ενδεχόμενο κίνδυνο τσουνάμι. Η εξαίρεση φαίνεται να είναι η περιοχή του λιμανιού όπου ορισμένες υποδομές, κυρίως λιμενικές και τουριστικές μπορεί να επηρεαστούν αναλόγως και από το ύψος του τσουνάμι.
⦁ Η παραλιακή ζώνη της Αμοργού χαρακτηρίζεται και από υψηλούς τομείς κινδύνου και από χαμηλού τομείς κινδύνου. Η νότια πλευρά του νησιού αποτελείται από απότομες βραχώδεις ακτογραμμές μεγάλου υψομέτρου χωρίς ιδιαίτερη παρουσία υποδομών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ενώ η βόρειο τμήμα χαρακτηρίζεται από ήπιες κλίσεις επιτρέποντας την νερό να διεισδύσει αρκετά μέτρα στην παράκτια ζώνη. Ωστόσο ο κίνδυνος στη νότια πλευρά δεν μπορεί να αγνοηθεί για δύο λόγους: πρώτον γιατί στον τελευταίο τσουνάμι του 1956 εκεί καταγράφηκαν τα μεγαλύτερα ύψη του τσουνάμι και δεύτερον βάσει δορυφορικών εικόνων είναι εμφανής η παρουσία παραλιών που χρησιμοποιούν οι λουόμενοι τους καλοκαιρινούς μήνες. Στη βόρεια πλευρά του νησιού, περιοχή Ραχιδίου και όρμος Αιγιάλης οι κατοικημένες περιοχές με υψηλή τουριστική ανάπτυξη και η παρουσία των δύο μεγαλύτερων λιμανιών του νησιού φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο.
⦁ Οι δύο έρευνες παράγουν σημαντικά αποτελέσματα για χρήση στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, καθώς και για την οργάνωση και λήψη κατάλληλων μέτρων ανά περιοχή. Μάλιστα, σε μια τρίτη έρευνα της Υπ. Δρ. Γώγου, με την συμμετοχή της Καθηγήτριας Ευελπίδου Νίκης και του καθηγητή Ευθύμη Λέκκα, που έγινε αποκλειστικά για το νησί της Νάξου, υποδεικνύεται η σημαντικότητα προστασίας και ενίσχυσης του φυσικού περιβάλλοντος, που μπορεί να λειτουργήσει ως φυσικό τοίχος προστασίας σε περίπτωση μικρής και μέτριας έντασης γεγονότων τσουνάμι στο νησί.
Η Υπ. Δρ. Γώγου Μαριλία, Ωκεανογράφος, Επιστημονικός Συνεργάτης Τμήματος Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Έρευνα & Διαχείριση φυσικών καταστροφών στη παράκτια ζώνη) μιλά στο Naftemporiki.gr για τον κίνδυνο εμφάνισης τσουνάμι στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της πολύ έντονης γεωλογικής δραστηριότητας.
Τι θα πρέπει να συμβεί για να δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο για την περιοχή τσουνάμι;
Η Ανατολική Μεσόγειος συνιστά μία από τις πλέον τσουναμογενείς περιοχές του κόσμου. Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό είναι η έντονη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή, καθώς και οι συνεχείς και απότομες εναλλαγές στην μορφολογία της παράκτιας ζώνης και του θαλάσσιου πυθμένα. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, έχουν καταγραφεί αρκετά περιστατικά, με τα πιο πρόσφατα να σημειώνονται το 1956 στην Αμοργό, το 2017 στην Κω και το 2020 στη Σάμο. Η γένεση των κυμάτων τσουνάμι “πυροδοτείται” είτε από μεγάλους σεισμούς (με μέγεθος > Mw 6.5-7) που πληρούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, είτε από υποθαλάσσιες ή/και παράκτιες κατολισθήσεις, οι οποίες μπορεί να προκύψουν μετά από σεισμική δραστηριότητα ή ηφαιστειακή έκρηξη.
Δεδομένης της κινητοποίησης που υπάρχει στην παρούσα φάση εξαιτίας της έξαρσης των φαινομένων προφανώς αν προκληθεί τώρα κάποιο τσουνάμι δεν θα πρέπει να αναμένουμε κίνδυνο απώλειας ανθρώπινων ζωών αλλά τις όποιες καταστροφές στο τοπικό περιβάλλον αλλά και υποδομές των νησιών. Παρόλα αυτά αντιλαμβανόμαστε πλέον ότι μπορεί να εκδηλωθεί κάποια στιγμή σε ανύποπτο χρόνο ένα τσουνάμι. Τι θα πρέπει να υπάρχουν πλέον ως προληπτικά μέτρα ασφάλειας στην περιοχή για να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να κινδυνέψουν ανθρώπινες ζωές;
Η εκτίμηση της διακινδύνευσης κατά την εκδήλωση ενός τσουνάμι εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ο χρόνος εκδήλωσης του γεγονότος αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες. Ενδεικτικά, το τσουνάμι στην Κω το 2017, αν και είχε ύψος μόλις 1,5 μέτρο, θα μπορούσε να προκαλέσει τουλάχιστον τραυματισμούς αν είχε συμβεί μεσημέρι του Ιουλίου, με τις παραλίες γεμάτες, και όχι στις 2 το πρωί. Ομοίως, το τσουνάμι στη Σάμο, με μέγιστο ύψος 3,3 μέτρα, θα είχε σοβαρότερες συνέπειες αν εκδηλωνόταν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και όχι στο τέλος Οκτωβρίου. Ο κίνδυνος είναι δεδομένος ανά πάσα στιγμή, όμως η διακινδύνευση μπορεί να μειωθεί σημαντικά μέσω της εφαρμογής μέτρων πρόληψης.
Εκτός από την ενίσχυση του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης μέσω της τοποθέτησης περισσότερων παλιρροιογράφων και της συντήρησης του δικτύου, ιδιαίτερης σημασίας είναι: ο σχεδιασμός διαδρομών και λύσεων διαφυγής, η σήμανση σημείων καταφυγής, η ενημέρωση του πληθυσμού και των επισκεπτών, η εκπαίδευση των σχολείων και του γενικού πληθυσμού, η υλοποίηση ασκήσεων ετοιμότητας, καθώς και η κατασκευή ήπιων έργων προστασίας της ακτογραμμής, όπου αυτά κρίνονται αναγκαία για την προστασία κρίσιμων υποδομών.
Η ερευνητική μας ομάδα εργάζεται συστηματικά πάνω σε τέτοιου είδους μέτρα και δράσεις, ενσωματώνοντας γνώσεις και εμπειρίες από τα μεγαλύτερα καταστροφικά γεγονότα του πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες, προσαρμόζοντάς τες στο γεωμορφολογικό περιβάλλον και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της χώρας.
Naftemporiki.gr