Ο Χάροντας είναι δορυφόρος του Πλούτωνα ανακαλύφθηκε από τον αστρονόμο Τζέιμς Κρίστι του Ναυτικού Παρατηρητηρίου των ΗΠΑ και ανακοινώθηκε επίσημα από τη Διεθνή Αστρονομική Ένωση στις 7 Ιουλίου του 1978, με την αρχική προσωρινή ονομασία S/1978 P 1. Είναι ο μεγαλύτερος δορυφόρος του Πλούτωνα και το όνομα προέρχεται από τον Χάροντα, τον πορθμέα του Άδη, ο οποίος μετέφερε με τη βάρκα του τους αποθανόντες από τη μια όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη.
Η απόσταση μεταξύ Χάροντα και Πλούτωνα είναι περίπου 19.640 χλμ. σε σύγκριση με τα 384.400 χλμ. που χωρίζουν κατά μέσο όρο τη Γη από τη Σελήνη. Ο Χάροντας είναι μεγάλος για δορυφόρος σε σχέση με τον Πλούτωνα, καθώς έχει σχεδόν το μισό μέγεθός του και το 11,6% της μάζας του. Επιπλέον, σύμφωνα με αστρονόμους, δεν περιφέρεται γύρω από τον Πλούτωνα, αλλά και αυτός και ο Πλούτωνας περιφέρονται γύρω από το κοινό κέντρο μάζας τους.
Για αυτούς τους λόγους, πολλοί αστρονόμοι θεωρούν ότι ο Πλούτωνας και ο Χάροντας αποτελούν έναν διπλό πλανήτη ή ακόμα και ότι ο δεύτερος θα έπρεπε να θεωρείται από μόνος του ένας πλανήτης – νάνος.
Νέες παρατηρήσεις που έγιναν στον Χάροντα από το ισχυρότερο διαστημικό τηλεσκόπιο, το James Webb, προσφέρουν στους επιστήμονες μια πληρέστερη κατανόηση σχετικά με τη σύνθεση και την εξέλιξη του Χάροντα.
Τα ευρήματα
Το James Webb ανίχνευσε διοξείδιο του άνθρακα και υπεροξείδιο του υδρογόνου – και τα δύο σε στερεή (κατεψυγμένη) μορφή στην επιφάνεια του Χάροντα. Τα δύο στοιχεία προστίθενται στον πάγο του νερού, τις ενώσεις που φέρουν αμμωνία και τα οργανικά υλικά που είχαν προηγουμένως εντοπισθεί στην επιφάνεια του δορυφόρου.
Ο ερευνητές με δημοσίευση τους στην επιθεώρηση «Nature Communications» λένε ότι η παρουσία υπεροξειδίου του υδρογόνου αποκαλύπτει την έκθεση σε κοσμική ακτινοβολία που έχει βιώσει ο Χάροντας με την πάροδο του χρόνου ενώ το διοξείδιο του άνθρακα είναι πιθανώς ένα αρχικό συστατικό που χρονολογείται από το σχηματισμό αυτού του διαστημικού σώματος πριν από περίπου 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια.
Το υπεροξείδιο του υδρογόνου σύμφωνα με τους ερευνητές σχηματίστηκε καθώς ο υδάτινος πάγος στην επιφάνεια του Χάροντα αλλοιώθηκε χημικά από την αέναη επίθεση της υπεριώδους ακτινοβολίας από τον Ήλιο καθώς και από ενεργητικά σωματίδια από τον ηλιακό άνεμο και από τις γαλαξιακές κοσμικές ακτίνες που διασχίζουν το Σύμπαν.
Αυτή η έρευνα μπορεί να θέσει τις βάσεις για μελλοντικές μελέτες για τη διερεύνηση της δυναμικής των εξωτερικών σωμάτων του ηλιακού συστήματος, της επιφανειακής τους σύνθεσης και των επιπτώσεων της ηλιακής ακτινοβολίας.
Naftemporiki.gr