Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «JAMA Network Open» ερευνητική ομάδα αναφέρει ότι οι άνθρωποι που καταναλώνουν περισσότερες τροφές με υψηλά επίπεδα σε φλαβονοειδή, όπως τα μούρα, το τσάι, το κόκκινο κρασί και η μαύρη σοκολάτα, θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο άνοιας.
Η μελέτη αναφέρει ότι η αύξηση της πρόσληψης τροφών και ποτών πλούσιων σε φλαβονοειδή θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης της ανίατης ασθένειας κατά 28%. Ενώ η ηλικία και η γενετική συμβάλλουν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της νόσου, οι ερευνητές είπαν ότι τα στοιχεία έχουν δείξει ότι παράγοντες κινδύνου όπως η διατροφή μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη.
Η μελέτη δείχνει ότι τα φλαβονοειδή, που βρίσκονται κυρίως σε φυτικά τρόφιμα, έχουν μια σειρά από οφέλη για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων των αντιοξειδωτικών, αντιφλεγμονωδών και αντικαρκινικών ιδιοτήτων.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η κατανάλωση έξι επιπλέον μερίδων τροφών πλούσιων σε φλαβονοειδή την ημέρα, ιδίως μούρων, τσαγιού και κόκκινου κρασιού, συσχετίστηκε με 28% χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας» λέει ο Αεντίν Κάσιντι, καθηγητής του Κέντρου Βιώσιμων Διατροφικών Συστημάτων και του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Ασφάλεια Τροφίμων στο Πανεπιστήμιο Queen’s στο Μπέλφαστ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Τα ευρήματα
Τα φλαβονοειδή έχουν επίσης συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο χρόνιων ασθενειών όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, καθώς και με βελτιωμένη γνωστική λειτουργία. Στη νέα μελέτη οι ερευνητές ανέλυσαν διατροφικά δεδομένα από περισσότερους από 120.000 ενήλικες ηλικίας μεταξύ 40 και 70 ετών από τη βιοτράπεζα Biobank της Μ. Βρετανίας.
«Αυτά τα αποτελέσματα παρέχουν ένα σαφές μήνυμα για τη δημόσια υγεία καθώς υποδηλώνουν ότι ένα απλό μέτρο όπως η αύξηση της καθημερινής κατανάλωσης τροφίμων πλούσιων σε φλαβονοειδή μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας ιδιαίτερα σε πληθυσμούς υψηλού κινδύνου. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τη νόσο, επομένως οι προληπτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής και τη μείωση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν σημαντική προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία» λέει η Δρ. Έιμι Τζένιγκς της Σχολής Βιολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Queen’s, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Naftemporiki.gr