Ενώ υπάρχει σε πλήρη εξέλιξη σε διεθνές επίπεδο το φαινόμενο της εκτεταμένης χρήσης κατά της παχυσαρκίας φαρμακευτικών ουσιών που είναι σχεδιασμένα για άλλες παθήσεις όπως το Ozempic που πρωταγωνιστεί σε αυτή την ιστορία ερευνητική ομάδα με επικεφαλής επιστήμονες του Πανεπιστήμιου του Εξετερ στη Βρετανία ανακάλυψε ένα γονιδιακό παράγοντα που συνδέεται με την παχυσαρκία ο οποίος οδηγεί το σώμα να καίει λιγότερες θερμίδες ενώ ηρεμεί.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ένας στους πέντε χιλιάδες ανθρώπους δεν διαθέτει δύο αντίγραφα ενός γονιδίου που ονομάζεται SMIM1 και αυτή η ομάδα η ομάδα ανθρώπων έχει σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρη. Οι άνθρωποι που δεν διαπιστώθηκε ότι δεν φέρουν αυτό το γονίδιο έχουν επίσης έναν σπάνιο τύπο αίματος που ονομάζεται Vel-αρνητικός, που σημαίνει ότι μπορεί να είναι δύσκολο για αυτούς να λάβουν μετάγγιση αίματος.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι αυτοί ξοδεύουν πολύ λιγότερη ενέργεια κατά την ανάπαυση ή τον ύπνο, που σημαίνει ότι δεν μπορούν να φάνε τόσο πολύ όσο ο υπόλοιπος πληθυσμός χωρίς να πάρουν βάρος. Οι επιστήμονες λένε ότι θα μπορούσαν τώρα να χρησιμοποιήσουν τεστ DNA για να εντοπίσουν άτομα με αυτή τη γενετική σύνθεση και να τους προσφέρουν βοήθεια για να αποφύγουν την αύξηση του βάρους.
Η βάση
Η μελέτη προσθέτει σε αυξανόμενα στοιχεία σχετικά με τη σημασία των γονιδίων στον προσδιορισμό του κινδύνου υπέρβαρων ή παχύσαρκων. Περιλάμβανε την ανάλυση του DNA σχεδόν 500.000 συμμετεχόντων στη βάση δεδομένων UK Biobank. Η UK Biobank θεωρείται η πιο σημαντική βάση δεδομένων έρευνας για την υγεία στον κόσμο.
Προηγουμένως, πιστευόταν ότι το γονίδιο SMIM1 επηρέαζε μόνο τον τύπο αίματος, αλλά οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι έπαιζε επίσης σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό. «Σε μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων, η παχυσαρκία προκαλείται από γενετικές παραλλαγές. Όταν συμβαίνει αυτό, μερικές φορές μπορεί να βρεθούν νέες θεραπείες για να ωφελήσουν αυτούς τους ανθρώπους. Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν την ανάγκη διερεύνησης της γενετικής αιτίας της παχυσαρκίας, επιλογής της καταλληλότερης και αποτελεσματικότερης θεραπείας, αλλά και μείωσης του κοινωνικού στίγματος που σχετίζεται με αυτήν» αναφέρει ο Ματία Φροντίνι καθηγητής κυτταρικής βιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Έξετερ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Naftemporiki.gr