Με πολύ υψηλό επίπεδο σε ψηφιακές δεξιότητες, σε σχέση με άλλες 10 ευρωπαϊκές χώρες, εμφανίζονται οι Έλληνες εκπαιδευτικοί, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Ipsos – Opinion, για λογαριασμό του Ιδρύματος Vodafone.
Τα ευρήματα ξαφνιάζουν, ωστόσο, οι συμμετέχοντες στην έρευνα (συνολικά έγιναν 302 τηλεφωνικές συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, έπειτα από τυχαία επιλογή δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων) ουσιαστικά έκαναν αυτοαξιολόγηση. Και όπως σχολιάστηκε σχετικά και από τους ίδιους τους συντελεστές της έρευνας «οι Έλληνες είναι γαλαντόμοι όταν αυτοαξιολογούνται, δύσκολα επιλέγουν το κάτω του μετρίου».
Ειδικότερα, οι Leaders (με ευρύ ρεπερτόριο ψηφιακών στρατηγικών ικανοί να εμπνεύσουν και άλλους) και οι Experts (χρησιμοποιούν ποικιλία ψηφιακών τεχνολογιών με ικανότητα δημιουργικότητα και κρητικό πνεύμα) στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών στη διδασκαλία, αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία, 25% και 50% αντίστοιχα, έναντι μέσου όρου των 11 χωρών 10% και 38%.
Κανένας από τους εκπαιδευτικούς δεν είπε ότι δεν έχει καμία εμπειρία και ούτε πρόθεση να χρησιμοποιήσει την ψηφιακή τεχνολογία (4% ο μέσος όρος) ενώ 18% του δείγματος ανέφερε το απλούστερο ότι «έχει ξεκινήσει να χρησιμοποιεί την τεχνολογία» (έναντι μέσου όρου 32%).
Στο δείγμα το 51% ήταν άνδρες και το 49% γυναίκες με το 85% άνω των 40 ετών. Η μέση ηλικία ήταν αρκετά μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες χώρες.
Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί μάλιστα αισθάνονται και πολύ σίγουροι για τις ψηφιακές τους δεξιότητες, σε σχέση πάντα με τους συναδέλφους τους στις άλλες 10 χώρες που έγινε η ίδια έρευνα (Αλβανία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Τουρκία).
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 97% (έναντι μέσου όρου 86%) απάντησε ότι μπορεί να δημιουργήσει δικό του ψηφιακό περιεχόμενο και να το χρησιμοποιήσει μέσα στην τάξη. Το ίδιο ποσοστό (97%) έναντι μέσου όρου 89%, είπε πως γνωρίζει πως να κινηθεί με ασφάλεια και υπευθυνότητα στον ψηφιακό κόσμο συμπεριλαμβανομένης της κριτικής ενασχόλησης με τις πληροφορίες στο διαδίκτυο.
Ακόμη, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους στις άλλες χώρες οι Έλληνες εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται το ρόλο τους πολύ περισσότερο ως Συν-δημιουργοί (39%, έναντι μέσου όρου 16%) αναπτύσσοντας μεθόδους μάθησης και διδασκαλίας μαζί με τους μαθητές, παρά ως απλοί μεταφορείς γνώσης (12% έναντι μέσου όρου 40%) θεωρώντας ότι ο ρόλος τους αυτός θα ενισχυθεί περισσότερο στο μέλλον.
Ως κύρια πηγή πληροφόρησης γύρω από τις ψηφιακές τεχνολογίες αναφέρθηκε το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (75%) ακολουθούμενο από δίκτυα εκπαιδευτικών (68%) και από τα σεμινάρια κατάρτισης (68%), με το μέσο όρο 67%, 46% και 51% αντίστοιχα, ενώ το ίδιο το σχολείο αναφέρθηκε μόνο από το 26%, πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο (44%).
Το Ίδρυμα Vodafone προχώρησε στην εν λόγω έρευνα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του στους τομείς της Υγείας, της Εκπαίδευσης, της Κοινωνικής Ενσωμάτωσης. Στόχος, όπως τονίστηκε χθες κατά τη διάρκεια ειδικής εκδήλωσης για την παρουσίασή της ήταν να διερευνηθούν οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για το σχολείο του 21ου αιώνα.
Η Vodafone ανακοίνωσε χθες την έναρξη ενός νέου Εκπαιδευτικού Προγράμματος Σπουδών, σε συνεργασία με την ομάδα DAISSy του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), τον εκπαιδευτικό Μη Κερδοσκοπικό Οργανισμό Επιστήμη Επικοινωνία (SciCo) και την Ελληνογερμανική Αγωγή.
Μέσω του προγράμματος, διάρκειας 130 ωρών, οι εκπαιδευτικοί Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μελλοντικοί ή ενεργοί, θα λαμβάνουν πιστοποίηση καθώς και 5,2 ακαδημαϊκές μονάδες ECTS.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης για την παρουσίαση της έρευνας, πραγματοποιήθηκε και συζήτηση για το θέμα των ψηφιακών δεξιοτήτων στην εκπαίδευση, στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Ελλάδας και πρεσβευτής του Ιδρύματος Vodafone, Χάρης Μπρουμίδης, ο Διευθυντής Πληροφορικής του MIT Media Lab και πρεσβευτής του Ιδρύματος Vodafone, Μιχάλης Μπλέτσας, ο Καθηγητής, Κοσμήτορας Σχολής Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Αχιλλέας Καμέας και η Διάνα Βουτυράκου, Γενική Διευθύντρια και Συνιδρύτρια του Μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού Unique Minds.
Σε γενικές γραμμές όλοι συμφώνησαν ότι τα αποτελέσματα της έρευνας αντιπροσωπεύουν τη γνώμη και την αντίληψη των εκπαιδευτικών και φυσικά έχουν μια βαρύνουσα σημασία, αλλά προφανώς, δεν βασίζονται σε αντικειμενική μέτρηση της κατάστασης στα ελληνικά σχολεία. Στις παραμέτρους που συνυπολογίζονται για την ανάγνωση της έρευνας είναι και το γεγονός ότι έχει μεσολαβήσει η πανδημία με τους εκπαιδευτικούς να αναγκάζονται να έρθουν σε επαφή με την ψηφιακή τεχνολογία καθημερινά μη έχοντας άλλη επιλογή.