Το Facebook σκοπίμως παραβίασε νόμους ως προς τα προσωπικά δεδομένα και τον ανταγωνισμό και η λειτουργία του θα έπρεπε να τεθεί επειγόντως υπό πλαίσιο κανονισμών, σύμφωνα με ιδιαίτερα σκληρή αναφορά βουλευτών της Βουλής των Κοινοτήτων στη Μ. Βρετανία, όπου η εταιρεία και η ηγεσία της χαρακτηρίζονται ως «ψηφιακοί γκάνγκστερς».
Όπως αναφέρει ο Guardian, το τελικό report της Digital, Culture, Media and Sport Committee, μετά από 18μηνη έρευνα πάνω στην παραπληροφόρηση και τα fake news, κατηγορεί το Facebook πως σκόπιμα παρεμπόδισε τη διεξαγωγή της έρευνας, ενώ απέτυχε να αντιμετωπίσει ρωσικές προσπάθειες επηρεασμού εκλογών.
«Η δημοκρατία είναι σε κίνδυνο από την κακόβουλη και ασταμάτητη στόχευση των πολιτών με παραπληροφόρηση και προσωποποιημένες “σκοτεινές διαφημίσεις” από άγνωστες πηγές, που παρέχονται μέσω των μεγάλων πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιούμε καθημερινά» προειδοποίησε ο πρόεδρος της επιτροπής, Ντάμιαν Κόλινς.
Στο πλαίσιο της αναφοράς ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ιδρυτής και επικεφαλής του Facebook, κατηγορείται για περιφρόνηση προς το κοινοβούλιο, επειδή απέρριψε τρία αιτήματα προς τον ίδιο να εμφανιστεί ενώπιόν του, στέλνοντας αντ’ αυτού τρεις πιο χαμηλόβαθμους εργαζόμενους, που δεν ήταν σε θέση να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματα της επιτροπής. Παράλληλα, σημειώνεται πως ο βρετανικός εκλογικός νόμος πλέον δεν επαρκεί ως έχει, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική απειλή από ξένους παράγοντες, όπως πράκτορες της ρωσικής κυβέρνησης που έχουν ως στόχο τη δυσφήμηση της δημοκρατίας. Επίσης, στο πλαίσιο της αναφοράς απευθύνεται έκκληση προς τη βρετανική κυβέρνηση να πραγματοποιήσει ανεξάρτητη έρευνα πάνω στην «ξένη επιρροή, παραπληροφόρηση, χρηματοδότηση, χειραγώγηση ψήφων και τον διαμοιρασμό δεδομένων» στο δημοψήφισμα του 2014 για την ανεξαρτησία στη Σκωτία, στο δημοψήφισμα του 2016 για την ΕΕ και τις εκλογές του 2017.
Η συγκεκριμένη έρευνα είχε αρχίσει το 2017, λόγω των προβληματισμών για τα fake news και την ανεξέλεγκτη εξάπλωσή τους στα social media. Ακολούθως, «ανέβασε στροφές» λόγω του σκανδάλου συλλογής δεδομένων της Cambridge Analytica, όπου δεδομένα χρηστών συλλέγονταν από προφίλ στο Facebook για σκοπούς πολιτικών εκστρατειών, με στόχο την επηρεασμό τους.
Σύμφωνα με τον Guardian, η 108 σελίδων αναφορά είναι ιδιαίτερα σκληρή απέναντι στον κολοσσό των social media, τον οποίο κατηγορεί πως δίνει προτεραιότητα περισσότερο στα κέρδη των μετόχων του, παρά στα δικαιώματα των χρηστών του ως προς την προστασία των δεδομένων του. «Το Facebook συνεχίζει να επιλέγει το κέρδος σε βάρος της ασφάλειας δεδομένων, λαμβάνοντας ρίσκα για να δώσει προτεραιότητα στον στόχο τους να βγάζουν χρήματα από τα δεδομένα των χρηστών» σημειώνεται στο report. Επίσης, η εταιρεία κατηγορείται για συγκάλυψη διαρροών δεδομένων χρηστών. «Μας φαίνεται ξεκάθαρο πως το Facebook ενεργεί μόνο όταν δημοσιοποιούνται σοβαρές παραβιάσεις» αναφέρεται σχετικά, ενώ ιδιαίτερα έντονη είναι η προσωπική κριτική προς τον Ζάκερμπεργκ. Σε δήλωσή του, ο Κόλινς υποστηρίζει πως ο ιδρυτής του Facebook «επανειλημμένα αποτυγχάνει να δείξει τα επίπεδα ηγεσίας και προσωπικής υπευθυνότητας που αναμένονται από κάποιον που βρίσκεται στην κορυφή μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου».
Ακόμη, στο πλαίσιο της αναφοράς το Facebook κατηγορείται πως χρησιμοποιεί την κυρίαρχη θέση του στην αγορά για να συντρίβει τους αντιπάλους του, ενώ η επιτροπή παρέθεσε και νέα εσωτερικά έγγραφα της εταιρείας (τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της διαμάχης του Facebook με το Six4Three), βάσει των οποίων «υποδεικνύεται η σχέση μεταξύ των δεδομένων των φίλων και της οικονομικής αξίας της σχέσης των developers με το Facebook».
«Σε εταιρείες σαν το Facebook δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται να συμπεριφέρονται σαν “ψηφιακοί γκάνγκστερς” στον online κόσμο, θεωρώντας πως είναι πάνω και πέρα από τον νόμο» προειδοποιεί η αναφορά.
Η αντίδραση του Facebook ήρθε μέσω του Καρίμ Πάλαντ, public policy manager για το Ηνωμένο Βασίλειο, που είπε πως η εταιρεία «είναι ευχαριστημένη που συνέβαλε σημαντικά» στην έρευνα και είναι ανοιχτή σε θέσπιση «ουσιώδους πλαισίου κανόνων», ενώ στηρίζει την πρόταση για ανανέωση του εκλογικού νόμου.