Skip to main content

Συμβουλές κορυφαίων ψυχιάτρων για τη στήριξη των επιζώντων στο Παρίσι‏

Του Κώστα Δεληγιάννη

Εκτός από τους 129 νεκρούς, οι τυφλές επιθέσεις του ISIS στη γαλλική πρωτεύουσα άφησαν πίσω τους δεκάδες ακόμη επιζώντες, οι οποίοι έγιναν αυτόπτες μάρτυρες σε σκηνές φρίκης που χαράχθηκαν βαθιά στο μυαλό και την ψυχή τους.

Πώς θα πρέπει επομένως να οργανωθεί η ψυχολογική τους στήριξη, για να μπορέσουν να αφήσουν πίσω τους τις απίστευτα τραυματικές εμπειρίες που έζησαν;

Μία από τις πιο εμπεριστατωμένες απαντήσεις δίνει το άρθρο που δημοσίευσαν το 2007 μερικοί κορυφαίοι παγκοσμίως ψυχίατροι, όπου παραθέτουν τους βασικούς άξονες στους οποίους συμβουλεύουν πως θα πρέπει να βασισθεί μία τέτοια δομή.

Άξονες που έχουν αποκρυσταλλώσει από παλιότερες περιπτώσεις όπου χρειάστηκε να παρασχεθεί ψυχολογική στήριξη σε επιζώντες είτε από φυσικές καταστροφές είτε από κρούσματα μαζικής βίας, όπως οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι.

Έτσι, με βάση τις έρευνες που έχουν γίνει, το ποσοστό των ανθρώπων που θα χρειασθούν στήριξη από ειδικούς είναι περίπου 10-30%, αφού στους υπόλοιπους είναι απλώς θέμα χρόνου να «ξεθωριάσουν» τα ψυχικά τους τραύματα.

Ωστόσο, αυτό το 10-30% θα εμφανίσει αγχώδη συμπτώματα ή μετατραυματικό στρες (PTSD).

«Σε αυτό το στάδιο, για τους περισσότερους ανθρώπους το πιθανότερο είναι πως τα ψυχικά τους τραύματα θα επουλωθούν εντελώς φυσικά», λέει στο περιοδικό New Scientist ο Κρις Μπρούιν από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, ο οποίος βοήθησε να υλοποιηθεί το αντίστοιχο πρόγραμμα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο μετρό του Λονδίνου, το 2005.

«Η ανθρώπινη φύση είναι πολύ προσαρμοστική». Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι να βρεθεί ποιοι όντως είναι ευάλωτοι.

Ο Μπρούιν αναφέρει πως οι υπηρεσίες θα πρέπει να επικοινωνήσουν με τους αυτόπτες μάρτυρες περίπου τρεις μήνες μετά το συμβάν. Τότε, σε όσους διαπιστώσουν πως δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν, θα μπορούν να του προτείνουν να αποταθεί σε κάποιον επαγγελματία.

Πάντως, οι πολιτισμικές καταβολές φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο αντιμετώπισης.

Για παράδειγμα, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μαδρίτη το 2004 καταγράφηκαν πολύ υψηλότερα περιστατικά μετατραυματικού στρες απ’ ό,τι στο Λονδίνο ένα χρόνο αργότερα. Κάτι, ωστόσο, που ακόμη και σήμερα δεν έχει εξηγηθεί.

Σύμφωνα με το άρθρο, η βασική προτεραιότητα μετά από ένα τέτοιο συμβάν είναι να αισθανθούν οι επιζώντες ασφάλεια, αλλά και να διαμορφωθεί το κατάλληλο περιβάλλον που θα τους δώσει τη δυνατότητα να ξεπεράσουν το αρχικό σοκ.

Σημαντικό είναι επίσης να καταφέρουν να επικοινωνήσουν με τους φίλους και τους συγγενείς τους, για να τους μεταφέρουν πως είναι καλά.

«Στις επιθέσεις στο Λονδίνο, όλοι παρέμεναν ταραγμένοι επειδή δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κινητά τους τηλέφωνα», σημειώνει ο Μπρούιν.

Καλό «αντίδοτο» είναι όμως και η αίσθηση πως υπάρχει μία κοινωνική υπηρεσία, όπως μια τηλεφωνική γραμμή στήριξης, στην οποία θα μπορούν να αποταθούν όποτε το χρειασθούν.

Και τέλος, οι ειδικοί πρέπει να εμπνεύσουν ελπίδα, για να αποκατασταθεί η θρυμματισμένη εικόνα  του κόσμου που συχνά βιώνει ένας επιζών. Κάτι που, όσο κι αν ακούγεται δύσκολο, λειτουργεί στη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.

Αυτό που θα πρέπει να αποφύγουν όμως οι γαλλικές αρχές είναι να πιέσουν για κατάθεση τους αυτόπτες μάρτυρες. Αντίθετα, θα πρέπει να δώσουν σε κάθε ένα τον χρόνο που χρειάζεται, για να μπορέσει μόνος του να βάλει σε μία τάξη όσα έζησε.