Του Γιάννη Μυλόπουλου, καθηγητή ΑΠΘ
Ο ορισμός των εννοιών της προόδου και της συντήρησης και η αποσαφήνιση του τι συνιστά μεταρρύθμιση και τι οπισθοδρόμηση, προϋποθέτουν να ξεκαθαριστεί πρώτα σε ποια πλευρά της ιστορίας βρίσκεται κανείς.
Στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστή η Θεωρία του Αλόγου και του Σπουργιτιού.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, στην οποία στηρίζεται και ο καπιταλισμός, ο οικονομικός φιλελευθερισμός δηλαδή και η σύγχρονη εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, αν η φροντίδα είναι η συντήρηση μόνο του αλόγου με όση βρώμη χρειάζεται, κάποιοι σπόροι θα περισσέψουν στο έδαφος για να ταϊστούν και τα σπουργίτια.
Είναι τα γνωστά ψίχουλα από το πλούσιο και φιλάνθρωπο τραπέζι που μένουν για να επιβιώσουν οι φτωχοί, αλλά και για να κοιμούνται με ήσυχη συνείδηση οι πλούσιοι και ισχυροί ότι έπραξαν το καθήκον τους.
Αν λοιπόν κανείς βλέπει την ιστορία από τη μεριά του αλόγου, τότε αναμφίβολα ό,τι τον τρέφει και του δίνει δύναμη είναι γι’ αυτόν προοδευτικό.
Αν όμως κανείς είναι σπουργίτι, τότε το να ζει με τα ψίχουλα από την τροφή των αλόγων συνιστά μείζονα αδικία και αποτελεί πράξη συντήρησης, αν όχι και οπισθοδρόμησης.
Καθώς έτσι όχι μόνο αναπαράγονται, αλλά και διευρύνονται οι ανισότητες μεταξύ των διαφορετικού μεγέθους ειδών της φύσης.
Είναι προφανές ότι η Θεωρία του Αλόγου και του Σπουργιτιού έχει διατυπωθεί από οικονομικά φιλελεύθερους. Όχι μόνο γιατί συναρτά την επιβίωση των αδύνατων σπουργιτιών με τα απομεινάρια της τροφής των αλόγων. Αλλά κυρίως γιατί μεταφέρει με αλληγορικό τρόπο το πεδίο της φύσης στο κοινωνικό πεδίο.
Προσπαθώντας με τον τρόπο αυτόν να εξισώσει τις δεδομένες διαφορές των ειδών του ζωικού βασιλείου, με τις διαμορφωμένες τεχνητά ανισότητες της κοινωνικής αρένας.
Η αντιστοίχιση όμως της φύσης με την κοινωνία, εκεί όπου όλοι οι άνθρωποι έχουμε τα ίδια μεγέθη, την ίδια νομική υπόσταση, τις ίδιες υποχρεώσεις και τις ίδιες ανάγκες, ουσιαστικά νομιμοποιεί τις κοινωνικές ανισότητες.
Αν λοιπόν κανείς είναι γεννημένος άλογο, τότε βλέπει τη συντήρηση, τη διατήρηση δηλαδή της υπάρχουσας κοινωνικής αδικίας, σαν τη μόνη επιλογή. Αφού επιδίωξή του είναι τα σπουργίτια να παραμείνουν είδη που από τη φύση τους μπορούν να συντηρηθούν και με τα ψίχουλα από τη δική του πλούσια τροφή.
Αν όμως κανείς έχει γεννηθεί κοινωνικά σπουργίτι, δεν ανήκει δηλαδή σε πλούσιο κράτος, σε κυρίαρχο φυλετικά είδος και σε πλούσια, ισχυρή και προνομιούχο οικογένεια, τότε η αμφισβήτηση και η ανατροπή των διαμορφωμένων, αλλά όχι και δεδομένων κοινωνικών ισορροπιών, είναι ισοδύναμη με την έννοια της προόδου.
Στη Θεωρία του Αλόγου και του Σπουργιτιού στηρίχθηκε και η γνωστή ιστορία των trickle–down economics.
Πρόκειται για τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, σύμφωνα με την οποία το τάισμα των αλόγων μιας κοινωνίας, η δραστική δηλαδή μείωση των φόρων της ολιγαρχίας και του μεγάλου κεφαλαίου, θα επιτρέψει να επιβιώσουν και τα… κοινωνικά σπουργίτια, οι φτωχοί δηλαδή και οι κοινωνικά αδύναμοι.
Μια θεωρία η οποία θεωρείται πλέον ξεπερασμένη, καθώς δεν επαληθεύτηκε ποτέ και πουθενά. Αφού εκεί όπου μειώθηκαν οι φόροι του μεγάλου κεφαλαίου δεν δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας, γιατί οι μεγάλες και ευνοημένες επιχειρήσεις φρόντισαν να μεταφέρουν τον πλούτο τους σε κράτη με μικρότερη φορολογία και με φτηνότερη εργασία ή ακόμη και σε ξένες τράπεζες προκειμένου να επωφεληθούν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες και οι οικογένειές τους.
Επιπλέον, τα trickle–down economics αποδυνάμωσαν όπου εφαρμόστηκαν τις δημόσιες δομές της Υγείας και της Παιδείας και μέσω αυτών μείωσαν ακόμη περισσότερο τις ευκαιρίες της χαμηλής και της μεσαίας τάξης να έχουν ίσες ευκαιρίες και να επιβιώσουν αξιοπρεπώς.
Η συντήρηση δηλαδή του ίδιου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου που θέλει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους αναπαρήγαγε, αν όχι και ενίσχυσε τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, προκαλώντας φτώχεια, οικονομική ύφεση, κοινωνική αδικία και δυστυχία.
Η ιστορία διδάσκει ότι αυτό που συνέβη στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, η οικονομική μεγέθυνση δηλαδή μιας ολιγαρχίας του πλούτου με αντίστοιχη μεγέθυνση των ανισοτήτων, δεν είναι συνώνυμο με τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας.
Γιατί ενώ η μεγέθυνση του πλούτου είναι ποσοτικό φαινόμενο που μετριέται με όρους οικονομικούς, η βιώσιμη ή αλλιώς η ισόρροπη οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά ανάπτυξη αξιολογείται με όρους τόσο ποσοτικούς, όσο όμως και ποιοτικούς.
Όπως είναι το δικαίωμα στην Υγεία και την Εκπαίδευση, η βελτίωση των Υποδομών και των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και η ισότιμη πρόσβαση στις ευκαιρίες της ανάπτυξης. Κι ακόμη αξιολογείται με όρους όπως η προστασία της φύσης και η διατήρηση της περιβαλλοντικής ισορροπίας.
Η κλιματική κρίση άλλωστε και οι τεράστιες φυσικές καταστροφές που τη συνοδεύουν, είναι κοινή παραδοχή σήμερα ότι οφείλονται στο μεγάλο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών στον πλανήτη.
Αυτό το χάσμα είναι που προκαλεί την εξάντληση των φυσικών πόρων, οι οποίοι στο πλαίσιο των trickle–down economics θεωρούνται ιδιωτικά αγαθά προς κατανάλωση προκειμένου να μεγεθυνθεί η οικονομία και όχι δημόσια αγαθά αναγκαία για την επένδυση σε μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη για όλους.
Η διεύρυνση των ανισοτήτων στον πλανήτη είναι λοιπόν που προκάλεσε τη διατάραξη και της περιβαλλοντικής ισορροπίας και οδήγησε στην κλιματική κρίση.
Γι’ αυτό και τα trickle–down economics θεωρούνται σήμερα διεθνώς ξεπερασμένα.
Η αποτυχία τους είναι η κύρια αιτία για τη μεγάλη στροφή της Αμερικανικής οικονομίας. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, έμπειρος στα οικονομικά από τα χρόνια που ήταν ακόμη αντιπρόεδρος του Ομπάμα, συνέδεσε την ηγεσία του με μια μεγάλη προοδευτική μεταρρύθμιση στις ΗΠΑ.
Προχώρησε σε μια μεγάλη στροφή της Αμερικανικής οικονομίας που θα επηρεάσει τα επόμενα χρόνια, λόγω του μεγέθους και της επιρροής της, το σύνολο των οικονομιών του πλανήτη.
Η επένδυση του δυσθεώρητου για τα μέχρι σήμερα δεδομένα ποσού των 1,85 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο κοινωνικό κράτος, στην Υγεία, την Παιδεία, τις Υποδομές, τα Δίκτυα των Μεταφορών και στις Δομές Κοινωνικής Αλληλεγγύης των ΗΠΑ, είναι η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που έγινε τις τελευταίες δεκαετίες στην κατεύθυνση της ανατροπής των ισορροπιών και των ανισοτήτων που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας.
Αυτή η μεγάλη μεταρρύθμιση της Αμερικανικής οικονομίας, κάτω από το πρίσμα της κλιματικής, της ενεργειακής και της υγειονομικής κρίσης που πλήττουν σήμερα την παγκόσμια οικονομία, αποκτά ιδιαίτερο νόημα και δίνει το στίγμα των αλλαγών που έρχονται τα επόμενα χρόνια στο οικονομικό πεδίο διεθνώς.
Το έκανε, άραγε, ο πρόεδρος των ΗΠΑ μόνο επειδή νοιώθει και ο ίδιος σαν σπουργίτι ή επειδή θέλησε να συνδέσει το όνομά του με το… τάισμα των σπουργιτιών;
Ή μήπως πίσω από τη μεγάλη στροφή της Αμερικανικής πολιτικής από τα νεοφιλελεύθερα trickle–down economics προς μια ισόρροπη ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο και «πράσινα» χαρακτηριστικά, κρύβεται μια νέα πολιτική αντίληψη που θέλει την οικονομική ανάπτυξη να συνδέεται με τη μείωση των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και με την αντιμετώπιση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων;
Η προφανής απάντηση στο ερώτημα δίνει και την απάντηση του τι είναι σήμερα πρόοδος και τι συντήρηση.