Γεννιέται σε έναν λόφο χρυσού, μεγαλώνει μέσα σε δαιδαλώδη αρχοντικά, ονειρεύεται να δει τον κόσμο στα πόδια του. Δεν διαλέγει στέμμα, διαλέγει μελάνι. Με όπλο τις εφημερίδες του χτίζει μια αυτοκρατορία που κάνει προέδρους να λυγίζουν και λαούς να χειροκροτούν πολέμους. Στο τέλος, όμως, θα μείνει μόνος.
Ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ γεννιέται στις 29 Απριλίου 1863, δίδυμος γιος του Τζορτζ Χερστ, χρυσωρύχου που κάνει περιουσία στα ορυχεία και πολιτική καριέρα στη Γερουσία. Δεν αργεί να δείξει ότι δεν θα αρκεστεί στο ρόλο του κληρονόμου. Στο Χάρβαρντ προκαλεί σκάνδαλα: διοργανώνει γιορτές με μπύρες στην πλατεία και στέλνει στους καθηγητές του… δοχεία νυκτός με τα πορτρέτα τους ζωγραφισμένα στον πάτο. Τον διώχνουν. Αλλά αυτός δεν πτοείται. Πηγαίνει να μαθητεύσει στον μεγαλύτερο ανταγωνιστή που θα συναντήσει ποτέ: τον Τζόζεφ Πούλιτζερ, που εκδίδει τη New York World.
Ο πόλεμος με τον μέντορά του
Το 1887 παίρνει στα χέρια του τον San Francisco Examiner, μια αποτυχημένη εφημερίδα που είχε αγοράσει ο πατέρας του για πολιτικούς λόγους. Μέσα σε δύο χρόνια, την κάνει κερδοφόρα.
Το 1895 αγοράζει τη New York Journal και κηρύσσει πόλεμο στον Πούλιτζερ. Κατεβάζει την τιμή στο 1 σεντ, στρατολογεί τα κορυφαία ταλέντα του ανταγωνιστή του και φέρνει στον Τύπο ό,τι πιο εντυπωσιακό έχει δει ποτέ η αγορά: έντονα χρώματα, εξώφυλλα γεμάτα εικόνες, εικονογραφημένα ένθετα, ψευδοεπιστημονικά άρθρα, κραυγαλέες επικεφαλίδες, φτηνό δράμα, σκανδαλοθηρία και τρομολαγνεία. Ο λαός ενθουσιάζεται. Οι διανοούμενοι φρίττουν. Ο Χιρστ χαμογελάει. Η «κίτρινη δημοσιογραφία» έχει μόλις γεννηθεί.
Το κοινό δεν διαβάζει απλώς εφημερίδες, τις ζει. Η New York Journal ξεσηκώνει την Αμερική εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας για τα σύνορα στη Νότια Αμερική. Ύστερα, απαιτεί πόλεμο με την Ισπανία. Και όταν δεν βρίσκει αρκετούς λόγους, τους επινοεί. Η υστερική του κάλυψη θεωρείται από πολλούς ότι συμβάλλει αποφασιστικά στο ξέσπασμα του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου το 1898. Ο ίδιος φέρεται να δηλώνει: “You furnish the pictures and I’ll furnish the war” («Εσύ δώσε μου τις εικόνες κι εγώ θα σου φέρω τον πόλεμο»).
Στην εξουσία…αλλιώς

Με πολιτικές φιλοδοξίες, κατεβαίνει υποψήφιος για πρόεδρος, για δήμαρχος, για κυβερνήτης της Νέας Υόρκης – και χάνει. Συχνά για λίγες ψήφους. Καταγγέλλει το κατεστημένο, πολεμά τα τραστ, αλλά δεν διστάζει να συμμαχήσει και με το Τάμανι Χολ, τη διαβόητη πολιτική μηχανή των Δημοκρατικών. Ο Χιρστ θέλει εξουσία. Όταν δεν του τη δίνει η ψήφος, τη χτίζει με μέσα ενημέρωσης.
Στη δεκαετία του ’20, είναι ο πιο ισχυρός εκδότης των Ηνωμένων Πολιτειών: ελέγχει 28 μεγάλες εφημερίδες, 18 περιοδικά, κινηματογραφικά στούντιο, ραδιοφωνικούς σταθμούς, πρακτορεία ειδήσεων.
Ζει με τη μούσα του, τη σταρ του σινεμά Μαριόν Ντέιβις, σε ένα παλάτι-παραμύθι στο Σαν Σιμεόν, χτισμένο με αρχιτεκτονικά μέρη και αντίκες απ’ όλη την Ευρώπη. Ο κόσμος μιλά για τον «καθεδρικό ναό της ματαιοδοξίας». Ο ίδιος τον αποκαλεί La Cuesta Encantada – Ο Μαγεμένος Λόφος.
H πτώση
Αλλά η Μεγάλη Ύφεση δεν τον λυπάται. Τα έντυπά του αρχίζουν να καταρρέουν. Το κοινό αλλάζει. Οι δημοσιογράφοι του ζητούν να προσαρμοστεί. Ο ίδιος επιμένει: «ο κόσμος θέλει να διαβάζει για αίμα, διαφθορά και προδοσία». Πουλάει πίνακες, χάνει εφημερίδες, και τελικά χάνει και τον έλεγχο του ίδιου του του βασιλείου. Το 1940, η Hearst Corporation δεν του ανήκει πια πραγματικά.
Τις τελευταίες του ημέρες τις περνά σε απομόνωση. Στις 14 Αυγούστου 1951, στις 9:50 π.μ., πεθαίνει στο σπίτι του στο Μπέβερλι Χιλς. Στο πλευρό του βρίσκονται και οι πέντε γιοι του – όλοι εκδότες. Ο γιατρός του δηλώνει: «πέθανε ήρεμα. Το σώμα του δεν άντεξε άλλες αγγειακές κρίσεις». Η σύζυγός του, Μίλισεντ, ενημερώνεται από το καλοκαιρινό της καταφύγιο στο Σαουθάμπτον. Η μούσα του, Μαριόν, απουσιάζει. ‘Εχει ήδη διαγραφεί από τις διαθήκες.
Ο τύπος πενθεί, αλλά μετρώντας τα εκατομμύρια. Η περιουσία υπολογίζεται σε 200 εκατομμύρια δολάρια. Οι διαθήκες αριθμούν 125 σελίδες. Το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας μπαίνει σε καταπιστεύματα: το ένα για την οικογένεια, το άλλο για φιλανθρωπικά ιδρύματα και πολιτιστικούς οργανισμούς. Ο ίδιος ζητά οι εφημερίδες του να μη πουληθούν. Θέλει να μείνουν για πάντα ενωμένες.
Και πώς «κυβερνά ακόμη και νεκρός»
Οι Los Angeles Times γράφουν: «Μέσα από την αυτοκρατορία του, συνεχίζει να κυβερνά – ακόμη και νεκρός».
Το Χόλιγουντ θα τον κάνει αθάνατο με τον Πολίτη Κέιν. Εκείνος απαρνιέται την ταινία. Αλλά όλοι καταλαβαίνουν ποιος είναι ο Κέιν. Ένας άνθρωπος που ζει για να αγαπηθεί από όλους και πεθαίνει κυνηγώντας τη σκιά μιας λέξης: Rosebud.