Skip to main content

Για ποια Ελίζα; Η ιστορία πίσω από τη μελωδία που αγγίζει την πιο τρυφερή χορδή μας

Ένα διαφορετικό story που ταξιδεύει στις νότες του χρόνου

Βιέννη, 27 Απριλίου 1810. Στην άκρη της πόλης, εκεί όπου οι ήχοι γίνονται σκιές, ένας άντρας κάθεται μπροστά στο πιάνο. Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, 40 ετών, κουβαλά ήδη το βάρος της φήμης αλλά και της μοναξιάς.

Τα αυτιά του βασανίζονται από έναν αδιάκοπο βόμβο – τον προάγγελο της κώφωσης που πλησιάζει αδυσώπητα. Με χέρια που τρέμουν ελαφρά, χαϊδεύει τα πλήκτρα.

Και τότε… γεννιέται. Μια απλή μελωδία, σχεδόν παιδική. Αθώα. Μία «μπαγκατέλα», κάτι ανάλαφρο, που όμως στο βάθος του κρύβει πόνο. “Für Elise”, γράφει βιαστικά στην κορυφή του χαρτιού. Ή τουλάχιστον αυτό βλέπει αυτός που χρόνια μετά θα το βρει.

Ποια ήταν η Ελίζα;

Η ταυτότητα της μυστηριώδους “Ελίζας” θα βασανίσει γενιές μελετητών και ονειροπόλων.

Μήπως ήταν η όμορφη σοπράνο Ελίζαμπετ Ρέκελ, η φίλη που κάποτε του έδωσε ελπίδα πριν φύγει για να παντρευτεί άλλον; Ή

μήπως ήταν ένα μικρό κορίτσι, μια δεκατριάχρονη πιανίστρια, για χάρη της οποίας έγραψε αυτό το γλυκό αποχαιρετιστήριο χαμόγελο στη ζωή;

Ήταν άραγε η Τερέζα Μαλφάτι, η μαθήτρια και ανεκπλήρωτος έρωτάς του, της οποίας την καρδιά δεν κατάφερε να κερδίσει;  Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα.

Το χειρόγραφο εξαφανίζεται. Μόνο μια μεταγραφή από έναν μουσικολόγο, τον Λούντβιχ Νολ, σώζεται για να μαρτυρήσει την ύπαρξή του. Κάποιοι λένε πως ο Νολ διάβασε λάθος τη λέξη – ότι ο Μπετόβεν είχε γράψει “Für Therese”, και όχι “Für Elise”. Ίσως, όμως, να μην έχει σημασία πια.

Γιατί η “Ελίζα” δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο.

Είναι η ανάμνηση μιας αγάπης που δεν άνθισε ποτέ. Είναι η νοσταλγία για κάτι που χάθηκε πριν καλά-καλά ξεκινήσει.  Είναι εκείνη η μελαγχολική γλύκα που κουβαλά η μελωδία σε λα ελάσσονα, απλή και διαυγής σαν δάκρυ.

Από ένα συρτάρι, στις καρδιές μας

Το χειρόγραφο μπαίνει σε ένα συρτάρι, όπως κρύβουμε τα πιο εύθραυστα πράγματα: χωρίς θόρυβο, χωρίς απαίτηση για δικαίωση. Και ο ίδιος συνεχίζει. Συνθέτει, θυμώνει, πονά, γελά σπάνια – πάντα μόνος.

Χρόνια αργότερα, κάποιος θα βρει το ξεχασμένο κομμάτι. Θα το παίξει σ’ ένα φθαρμένο πιάνο. Θα το αγαπήσει. Θα το αφήσει να ταξιδέψει.

Και έτσι, η μικρή αυτή μελωδία θα βρει δρόμους που ούτε ο ίδιος ο Μπετόβεν δεν φανταζόταν.
Θα γίνει ένα από τα πρώτα τραγούδια σε αδέξια παιδικά δάχτυλα, που μαθαίνουν πιάνο.

Αλλά και η ανάσα που σπάει τη σιωπή στα κρυφά απογεύματα. Η ανάμνηση ενός έρωτα που ίσως ποτέ δεν γεννήθηκε, αλλά πάντα υπήρχε.

Für alle (Για όλους)

Ο Μπετόβεν, με τα άκομψα ρούχα του και τα ατίθασα μαλλιά του, με τη θύελλα που κουβαλούσε μέσα του, ίσως γέλαγε αν ήξερε ότι αιώνες αργότερα οι άνθρωποι ακόμα θα αναρωτιούνταν για την «Ελίζα». Ίσως να χαιρόταν που ένα κομμάτι γραμμένο «ανάλαφρα» άφησε τόσο ισχυρό αποτύπωμα πίσω του.

Γιατί τελικά, το “Für Elise” δεν είναι για την Ελίζα.

Είναι για όλους εκείνους που κάποτε περίμεναν ένα χέρι να τους κρατήσει, που λαχτάρισαν μια αγκαλιά, για όλους εκείνους που συνεχίζουν να ελπίζουν, να αγαπούν, να σιγοτραγουδούν – ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα. Ένα μικρό, αθέατο δώρο.

Και αν κάποτε ακούσετε αυτή τη σύντομη μελωδία, μην αναρωτηθείτε για ποιο πρόσωπο γράφτηκε. Κλείστε απλά τα μάτια. Και θα το δείτε.