Η ιστορία ξεκινάει στο Έσσεν, μέσα στη βροχή και τον καπνό. Ο Άλφρεντ Κρουπ γεννιέται σαν σήμερα, 26 Απριλίου 1812, σε μια γη που μοιάζει να ανήκει περισσότερο στη στάχτη παρά στους ζωντανούς.
Όταν ο πατέρας του πεθαίνει, του αφήνει κληρονομιά όχι χρυσάφι, αλλά έναν μυστικό τρόπο να φτιάχνεις χάλυβα – και μια εταιρεία έτοιμη να καταρρεύσει. Εκείνος είναι μόλις 14 ετών.
Ο Άλφρεντ φοράει το φορτίο σαν σκισμένο παλτό. Παίρνει το σφυρί και δεν το αφήνει ξανά. Αν και παιδί καταλαβαίνει ήδη πως δεν υπάρχει κάτι άλλο να τον σώσει – μόνο η δουλειά, το μέταλλο και η βούληση. Δουλεύει με πυρετώδη μανία. Κοιτάζει το χυτήριο να παίρνει ζωή, όπως κάποιος που ανάβει φωτιά σε άδειο σπίτι για να διώξει το κρύο.
Ο κόσμος αλλάζει γύρω του. Οι σιδηρόδρομοι ανοίγουν πληγές στη γη. Ο Κρουπ μυρίζεται το αίμα κάτω από τις ράγες και φτιάχνει ατσάλι που δεν σπάει, δεν υποχωρεί. Οι τροχοί και τα δαχτυλίδια του σπρώχνουν την Ευρώπη στο άγνωστο. Στα 39 του, εκθέτει στο Λονδίνο το μεγαλύτερο χαλύβδινο κομμάτι που έχει δει ποτέ ο άνθρωπος. Κανείς δεν θυμάται το όνομά του πριν. Μετά, κανείς δεν το ξεχνά.

Ο πόλεμος και ο Βασιλιάς των Κανονιών
Όμως το ατσάλι έχει φωνή. Και η φωνή του ζητάει πόλεμο. Ο Άλφρεντ φτιάχνει κανόνια για να αποδείξει την υπεροχή του. Τα προσφέρει σε βασιλιάδες που γελάνε. Δεν πειράζει. Ξέρει να περιμένει. Ξέρει πως κάποια μέρα, το αίμα θα χρειαστεί το ατσάλι του.
Και όταν έρχεται ο πόλεμος, οι σφαίρες του Κρουπ, γράφουν την Ιστορία.
Η Πρωσία αγοράζει. Η Γαλλία αιμορραγεί. Τα κανόνια του Κρουπ σπέρνουν τον θάνατο στο Σεντάν και χτίζουν έναν νέο κόσμο, φτιαγμένο από καπνό και συνθήκες παράδοσης.
Στο Έσσεν, το εργοστάσιο φουσκώνει σαν θηρίο. Δεκάδες χιλιάδες εργάτες ζουν και πεθαίνουν κάτω από τη βαριά του σκιά. Το Έσσεν μετατρέπεται σε δική του επικράτεια. Μια σκοτεινή πόλη μέσα στην πόλη, όπου 20.000 ψυχές δουλεύουν κάτω από τον ίσκιο της σφυρηλατημένης του εξουσίας.
Τα σπίτια τους, τα σχολεία τους, τα νοσοκομεία τους – όλα χτισμένα από τον Κρουπ. Όλα ανήκουν σε αυτόν. Και οι ίδιοι οι εργάτες του – οι “Kruppianer” – του ορκίζονται πίστη πιο ισχυρή κι από εκείνη που οφείλουν στον αυτοκράτορα.
Κλεισμένος σε ένα φρούριο φόβου
Μα όσο μεγαλώνει η δύναμή του, τόσο βαθαίνει και η μοναξιά του. Ο Άλφρεντ κλείνεται σε έναν κόσμο δικό του – γεμάτο φοβίες, ψυχαναγκασμούς και εμμονές.
Χτίζει τη Βίλα Χούγκελ, όχι ως κατοικία, αλλά ως φρούριο ενάντια σε κάθε πιθανή απειλή: καμία ξύλινη επιφάνεια (μην αρπάξει φωτιά), κανένα παράθυρο ανοιχτό (μη μπει μολυσμένος αέρας), κανένα αέριο μέσα στο σπίτι.
Η ίδια του η βίλα γίνεται φυλακή. Το ίδιο του το δημιούργημα τον αποστρέφεται, τον καταπίνει σιωπηλά.
Στο τέλος, τίποτα δεν τον σώζει από τον ίδιο του τον εαυτό. Παρά την αδιανόητη δύναμη που αποκτά – με πελάτες 46 έθνη και εργοστάσια που παράγουν δεκάδες χιλιάδες όπλα – ο Κρουπ παραμένει ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος: σε έναν κόσμο που κατασκεύασε ο ίδιος, από σίδερο, φωτιά και φόβο.

Η κληρονομιά και το τίμημα
Πεθαίνει το 1887, σε ένα Έσσεν που δεν ανασαίνει πια χωρίς τον ήχο των σφυριών του. Πίσω του αφήνει μια αυτοκρατορία από ατσάλι – και την κληρονομιά μιας βιομηχανικής μοίρας που δεν συγχωρεί και δεν ξεχνά. Οι δρόμοι της Ευρώπης θα ποτιστούν με το ατσάλι του για πολλές δεκαετίες ακόμα – σε πολέμους, σε επαναστάσεις, σε ερείπια.
Το όνομα Κρουπ δεν θα σβηστεί. Ούτε και το τίμημα που το συνοδεύει.