Λονδίνο, 23 Απριλίου 1983. Ο Ρούπερτ Μέρντοχ λαμβάνει ένα τηλεφώνημα που θα έκανε κάθε εκδότη να παραλύσει.
Ο διακεκριμένος ιστορικός Χιου Τρέβορ-Ρόπερ, γνωστός και ως Λόρδος Ντέικρ, δηλώνει ξαφνικά ότι τα ημερολόγια του Χίτλερ – η μεγάλη αποκάλυψη που θα κοσμούσε το εξώφυλλο του Sunday Times την επόμενη μέρα – είναι πιθανότατα πλαστά.
Όχι μόνο έχουν ήδη τυπωθεί οι εφημερίδες, αλλά ο Μέρντοχ έχει πληρώσει αδρά για τα δικαιώματα. Οι αρχισυντάκτες στην Times περιμένουν οδηγίες. Η απάντηση έρχεται κοφτά, αμετανόητα: «F… Dacre. Publish».
Την επόμενη μέρα, στις 24 Απριλίου, η εφημερίδα κυκλοφορεί με έξι σελίδες αφιερωμένες στα «ημερολόγια του Φύρερ». Μια «αποκάλυψη» που σύντομα αποδεικνύεται παγκόσμια απάτη. Και παρ’ όλα αυτά, ο Μέρντοχ βγαίνει νικητής.
Στην παγίδα πρώτη η Stern
Τρία 24ωρα νωρίτερα, η γερμανική Stern ετοιμάζει τη δική της συνέντευξη Τύπου στο Αμβούργο. Ο κόσμος των media ετοιμάζεται να υποκλιθεί μπροστά στην είδηση: 60 τόμοι χειρόγραφων ημερολογίων του Αδόλφου Χίτλερ, γεμάτοι αποκαλύψεις, συναισθήματα και προσωπικές στιγμές. Ο Χίτλερ που ζηλεύει τον Στάλιν, που γκρινιάζει για την κακοσμία του και που γράφει για την Εύα Μπράουν σαν ένας κοινός ερωτευμένος. Μια εικόνα που μοιάζει ανθρώπινη—και γι’ αυτό ελκυστική.
Οι σελίδες φέρουν το γοτθικό, αραχνιασμένο γραφικό του Χίτλερ. Σφραγίδες με σβάστικες. Σχέδια και ζωγραφιές. Μια υποτιθέμενη αποτύπωση της πιο σκοτεινής ιστορικής περιόδου, μέσα από τα μάτια του ίδιου του δικτάτορα.
Κανείς όμως δεν ξέρει την αλήθεια. Ή σχεδόν κανείς.
Εξομολογήσεις με…τσάι
Ο δημοσιογράφος της Stern, Γκερντ Χάιντεμαν, συλλέκτης ναζιστικών αντικειμένων και πρώην εραστής της κόρης του Χέρμαν Γκέρινγκ, έχει πέσει θύμα ενός ζωγράφου και αντικέρ της Λειψίας, τον Κόνραντ Κουγιάου. Ο Κουγιάου γράφει τις «εξομολογήσεις» του Χίτλερ, ρίχνει τσάι πάνω στις σελίδες για να τις παλιώσει και, αντί για τα αρχικά AH (Adolf Hitler), τις υπογράφει με… FH.
Παρ’ όλα αυτά, η Stern πληρώνει 9.3 εκατομμύρια μάρκα για τα ημερολόγια. Ο Χάιντεμαν, εν τω μεταξύ, διογκώνει τα ποσά και τσεπώνει τη διαφορά για να συντηρεί το γιοτ του Γκέρινγκ και να αγοράζει –μεταξύ άλλων– το εσώρουχο του Ίντι Αμίν.
Ο Τρέβορ-Ρόπερ πείθεται. Τα έγγραφα μοιάζουν αυθεντικά, το υλικό είναι τεράστιο, οι λεπτομέρειες αμέτρητες. Γράφει άρθρο στους Times: «Η ιστορία ίσως χρειαστεί να επαναξιολογηθεί». Η στιγμή του Μέρντοχ έχει φτάσει. Ο μεγιστάνας πετά στη Ζυρίχη, κλείνει τη συμφωνία, 600.000 λίρες για τα δικαιώματα του Sunday Times. Η απόφαση είναι ειλημμένη.
Μόνο που η αμφιβολία σπέρνει πανικό στα γραφεία. Ο Τρέβορ-Ρόπερ κάνει αναστροφή 180 μοιρών. «Δεν μπορώ να επιβεβαιώσω τη σύνδεση με τη συντριβή του αεροσκάφους, παρασύρθηκα από το εύρος του υλικού», δηλώνει. Αλλά είναι αργά. Η εφημερίδα έχει ήδη σταλεί στο πιεστήριο. Και ο Μέρντοχ, απτόητος, δίνει το σήμα. Προχωρούν όλα κανονικά.
Η απάτη αποκαλύπτεται
Η συνέντευξη Τύπου της Stern μετατρέπεται σε εφιάλτη. Ο Ντέικρ δηλώνει πως έχει δεύτερες σκέψεις. Οι Γερμανοί δημοσιογράφοι μένουν άναυδοι. Ο Στέρν απολογείται δημοσίως. Ειδικοί στις ΗΠΑ δηλώνουν στην τηλεόραση πως μπορούν να μυρίσουν τη… μούχλα της απάτης από τις σελίδες. Σε δύο εβδομάδες, οι εξετάσεις αποκαλύπτουν την αλήθεια: το χαρτί είναι μεταπολεμικό. Η μελάνη επίσης. Οι εκφράσεις σύγχρονες. Το φιάσκο είναι πλήρες.
Ο Κουγιάου καταδικάζεται για απάτη και πλαστογραφία σε τεσσεράμισι χρόνια φυλάκισης. Ο Χάιντεμαν επίσης. Ο Τρέβορ-Ρόπερ βλέπει τη φήμη του να γκρεμίζεται. Ο διευθυντής της Stern παραιτείται. Ο αρχισυντάκτης του Sunday Times απομακρύνεται.
Μόνος νικητής; Ο Μέρντοχ
Και ο Μέρντοχ;
Ο Μέρντοχ… βγαίνει αλώβητος. Παίρνει πίσω όλα τα λεφτά χάρη σε ρήτρα που προέβλεπε επιστροφή σε περίπτωση πλαστότητας. Η κυκλοφορία των Sunday Times ανέβηκε κατά 60.000 φύλλα την ημέρα του «αποκλειστικού». 20.000 από αυτούς τους αναγνώστες μένουν πιστοί και στη συνέχεια. Και καθώς το σκάνδαλο μαίνεται, η εφημερίδα του θριαμβεύει.
«Είμαστε εξάλλου στη βιομηχανία του θεάματος», δηλώνει ο Μέρντοχ. Σα να μην έγινε τίποτα.
Και πράγματι, για τον ίδιο, δεν έγινε. Γιατί εκείνη τη μέρα του Απριλίου, ο Μέρντοχ δεν επιβεβαίωσε απλώς τη φήμη του ως αδίστακτου εκδότη. Επιβεβαίωσε ότι στην εποχή του θεάματος, η αλήθεια είναι πάντα διαπραγματεύσιμη. Αρκεί να πουλήσει.