Φοράει τα καλά της από τα πέντε. Όχι για φωτογραφία, ούτε για παιχνίδι. Για δουλειά. Για επιβίωση. Στέκεται μπροστά στον θεατρικό διευθυντή του Τορόντο, τον κοιτάει στα μάτια και του λέει ότι μπορεί να παίξει το ρόλο της «Bootle’s Baby».
Μόνη της. Χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα. Αυτός πέθανε όταν ήταν 4 ετών και η αλκοολική μητέρα της είχε ήδη παραδοθεί στο ποτό. Εκείνη τη μέρα, η Γκλάντις Λουίς Σμιθ κλείνει τη δική της πρώτη επαγγελματική συμφωνία. Και αλλάζει το πεπρωμένο της.
Αυτή η μικρή Καναδέζα μεγαλώνει με ένα βάρος στην πλάτη: την ευθύνη για όλη την οικογένεια. Κι αυτό το βάρος γίνεται φλόγα. Στα οκτώ της γυρνά τον Καναδά περιοδεύοντας με θιάσους. Στα 17 της πατάει για πρώτη φορά τη σκηνή του Μπρόντγουεϊ. Εκεί, ο Ντέιβιντ Μπελάσκο της λέει να αλλάξει το όνομά της. Η Γκλάντις γίνεται Μέρι Πίκφορντ. Κι έτσι γεννιέται ένας θρύλος.

Στη μεγάλη οθόνη
Το 1909, η Μαίρη μπαίνει στον κόσμο του σινεμά, δουλεύοντας σε δεύτερους ρόλους, στην εταιρεία του D.W. Griffith. Δεν τη γράφουν στους τίτλους. Δεν χρειάζεται. Το πρόσωπό της γίνεται αναγνωρίσιμο με την ταχύτητα που πέφτει μια αυλαία. Όμορφη, εύθραυστη, με ξανθές μπούκλες και παιδικό χαμόγελο, γίνεται σύντομα η «κοπέλα της Biograph». Κι ύστερα, όταν αποκαλύπτεται το όνομά της, γίνεται «Η δική μας Μαίρη». Η Αμερική την υιοθετεί – και η ίδια της κλέβει την καρδιά.
Μέσα σε λίγα χρόνια, γίνεται κάτι αδιανόητο για την εποχή: μια γυναίκα που έχει πλήρη έλεγχο της καριέρας της, των ρόλων της, των συμβολαίων της.
«Οι μεγάλες επιτυχίες δεν είναι ατυχήματα. Είναι σχεδιασμένες», λέει. Και η δική της, είναι η πιο καλά σχεδιασμένη απ’ όλες. Καταλαβαίνει τα συμβόλαια σαν δικηγόρος. Διαπραγματεύεται σαν τραπεζίτης. Ξέρει πότε να πει ναι και πότε να φύγει από το τραπέζι. Στο Χόλιγουντ δεν χαρίζεται – χτίζει.
Από ηθοποιός – υπάλληλος, αφεντικό των στούντιο
Το 1916 ιδρύει το δικό της στούντιο. Το 1919 πηγαίνει ακόμα πιο μακριά: μαζί με τους Γκρίφιθ, Τσάπλιν και Φέρμπανκς, ιδρύει την United Artists. Είναι το πρώτο χαστούκι στο σύστημα των στούντιο που θέλει τους ηθοποιούς πιόνια. Η Μαίρη γίνεται αφεντικό του παιχνιδιού. Και είναι η πρώτη που καταλαβαίνει ότι το ταλέντο χωρίς αυτονομία είναι σκλαβιά.
Στις ταινίες της παίζει τις ορφανές, τις μικρές ηρωίδες που καταφέρνουν τα πάντα με πίστη και καλοσύνη. Στην πραγματικότητα, είναι ένα ατσαλένιο πλάσμα που δεν φοβάται να λερώσει τα χέρια της. Το κοινό την αποθεώνει. Και η ίδια το κρατάει κοντά της, χωρίς να του χαρίζεται.
Το 1920 παντρεύεται τον Ντάγκλας Φέρμπανκς – το βασιλικό ζεύγος του Χόλιγουντ. Ζουν στη «Pickfair», την έπαυλη που γίνεται μυθική, γεμάτη πάρτι, προσωπικότητες, αυτοκρατορικές επισκέψεις. Μα πίσω από τα φώτα, η σχέση τους φθείρεται. Το 1936 χωρίζουν. Η Πικφορντ όμως συνεχίζει. Παίζει στον πρώτο της ομιλούντα ρόλο στο «Coquette» (1929), και κερδίζει Όσκαρ.

Στο «Secrets» (1933), την 194η και τελευταία της ταινία, λέει αντίο στον κινηματογράφο. Μα δεν φεύγει. Παραμένει στην United Artists ως αντιπρόεδρος. Παράγει ταινίες. Γράφει. Βγαίνει στο ραδιόφωνο. Κάνει τα πάντα για να κρατήσει την τέχνη της ζωντανή.
Η κληρονομιά της
Όταν πεθαίνει το 1979, έχει αφήσει πίσω της μια αυτοκρατορία. Ήταν η πρώτη εκατομμυριούχος γυναίκα του Χόλιγουντ. Η πρώτη που απαίτησε και πήρε καλλιτεχνικό έλεγχο. Η πρώτη που έγινε αφεντικό. Η γυναίκα που τόλμησε να διαπραγματευτεί μόνη της στα 5 της και δεν σταμάτησε να διαπραγματεύεται και να διεκδικεί ποτέ.
Η Μαίρη Πίκφορντ δεν είναι απλώς μια φιγούρα του βωβού σινεμά. Είναι η κραυγή ενός κοριτσιού που αποφάσισε να μην αφήσει ποτέ τη ζωή της στα χέρια άλλων. Και τελικά, τα κατάφερε. Με σκληρή δουλειά, με μυαλό κοφτερό και με μια καρδιά που χτυπούσε πάντα μπροστά από την εποχή της.