Skip to main content

Η Αυτοκρατορία των 5-20: Όταν τα Ομόλογα Έγιναν Όπλα

Όταν το κράτος χρειάστηκε σωτηρία, δεν απευθύνθηκε στους πλούσιους αλλά στους πολλούς. Και εκείνοι απάντησαν με πενηντάρικα, δόσεις και πίστη

«Ο Τζέι Κουκ έχει πετύχει να καταστήσει τα “5 – 20” τόσο δημοφιλή, που πολλοί σπεύδουν να μετατρέψουν τα μετρητά τους σε ομόλογα », έγραψε η Philadelphia Press στις 8 Απριλίου 1863 για τα ομόλογα που χρηματοδότησαν τον αμερικανικό εμφύλιο.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Είμαστε στην πιο επικίνδυνη φάση του Πολέμου της Αμερικανικής Συνομοσπονδίας. Είναι Οκτώβριος του 1862 και η κυβέρνηση του Λίνκολν μοιάζει να λυγίζει κάτω από το βάρος ενός πολέμου που καίει σάρκες, πνίγει την ενότητα και διαλύει το ταμείο.

Η μάχη του Άντιταμ έχει μόλις τελειώσει — μια χαοτική σφαγή, η πιο αιματηρή μέρα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στρατιωτικά, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Πολιτικά, η απογοήτευση θερίζει — οι Ρεπουμπλικάνοι χάνουν έδρες, οι δημοσκοπήσεις σκοτεινιάζουν. Και οικονομικά; Εκεί είναι που απλώνεται το απόλυτο χάος.

Τα ομόλογα 5-20

Ο υπουργός Οικονομικών, Σάλμον Τσέις, πνίγεται. Το Κογκρέσο τού έχει δώσει εξουσιοδότηση για να πουλήσει ομόλογα ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων.

Είναι τα λεγόμενα Ομόλογα «5-20», που το κράτος μπορεί να αποπληρώσει μετά από πέντε χρόνια, αλλά λήγουν σε είκοσι. Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο έχουν πουληθεί ομόλογα αξίας μόλις 14 εκατ. δολαρίων.

Οικονομικά, η Ένωση στέκει με την πλάτη στον τοίχο. Οι παραδοσιακές μέθοδοι δανεισμού δεν αποδίδουν. Οι τραπεζίτες των Βορείων είναι φοβισμένοι. Οι Ευρωπαίοι επιφυλακτικοί. Οι τράπεζες ασθμαίνουν, οι πολίτες αποσύρουν μαζικά τα χρήματά τους.

Ένας πωλητής ελπίδας…

Τότε, από τη Φιλαδέλφεια, εμφανίζεται ένας άνδρας με χαμόγελο κυνικού προφήτη και φιλοδοξία επαναστάτη: ο Τζέι Κουκ.

Ο Κουκ, παιδί του Οχάιο, δεν είναι απλώς τραπεζίτης. Είναι πωλητής ελπίδας. Το 1861, ιδρύει τον δικό του χρηματοοικονομικό οίκο. Όταν ξεσπά ο πόλεμος, αρχίζει να πουλά ομόλογα της Πενσυλβανίας στους πολίτες με τέτοια επιτυχία που οι πάντες μιλούν για αυτόν.

Δεν γνωρίζει προσωπικά τον Τσέις, αλλά ο αδελφός του, Χένρι, πρώην αρχισυντάκτης και πολιτικός φίλος του Τσέις, του ανοίγει την πόρτα.

Μέχρι το φθινόπωρο του 1862, η πόρτα αυτή γίνεται σανίδα σωτηρίας. Ο Κουκ αναλαμβάνει τη μεγαλύτερη χρηματοδοτική εκστρατεία που έχει δει ποτέ η χώρα.

…που θα πουλήσει στους πολλούς

Η στρατηγική του είναι αμείλικτη, καινοτόμα, σχεδόν ποιητική: θα πουλήσει τα ομόλογα όχι στους λίγους, αλλά στους πολλούς. Στους μικροαστούς, στους εργάτες, στους παπάδες, στους αγρότες.

Σε αυτούς που ματώνουν στο πεδίο της μάχης και σε αυτούς που κρατούν όρθια τη βιομηχανία. Ο κάθε πολίτης μπορεί να αγοράσει ομόλογο από 50 δολάρια και να πληρώνει σε δόσεις για εννέα μήνες.

Οι πωλητές του Κουκ —αρχικά μερικές δεκάδες, στο τέλος του πολέμου πάνω από 3.000— κυκλοφορούν σαν ιεραπόστολοι του Βορρά. Διαφημίσεις, φυλλάδια, άρθρα στον Τύπο, προσωπικά γράμματα — όλη η μηχανή της προπαγάνδας κινητοποιείται. Ο πατριωτισμός μετατρέπεται σε χρηματοδότηση.

Και το θαύμα έρχεται

Και το θαύμα συμβαίνει. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1864, το σύνολο των 500 εκατομμυρίων έχει πουληθεί. Στην πραγματικότητα, οι παραγγελίες ξεπερνούν τα 514 εκατομμύρια. Ο Κουκ σώζει τα οικονομικά της Ένωσης και μαζί, ίσως, σώζει και την ίδια την Ένωση. Οι “5-20” γίνονται δημοφιλείς. Στρατιώτες, άμαχοι, μέχρι και ο ίδιος ο πρόεδρος αγοράζει. Οι τόκοι καταβάλλονται σε χρυσό. Το χρήμα γίνεται πολιτικό εργαλείο. Το κράτος αποκτά επιρροή. Η εμπιστοσύνη στον Βορρά εδραιώνεται.

Ο Κουκ δεν είναι άγιος. Από τις προμήθειες του —το 0,375% των πωλήσεων— θα αποκομίσει τεράστια κέρδη: 700.000 έως 1 εκατομμύριο δολάρια. Αλλά η ιστορία δεν τον κρίνει ως απλό κερδοσκόπο. Είναι ο άνθρωπος που μετέτρεψε τον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό σε μηχανή εθνικής επιβίωσης. Ο άνθρωπος που στήνει ένα “δημοκρατικό δάνειο” και καλεί το έθνος να αγοράσει τη σωτηρία του. Και το έθνος ανταποκρίνεται.

Αυτός είναι ο Τζέι Κουκ. Δεν κρατάει όπλο. Δεν στέκεται σε πεδίο μάχης. Αλλά γράφει το μέλλον της χώρας με μελάνι, αριθμούς και λέξεις. Και σε καιρούς πολέμου, αυτές οι πράξεις είναι πιο κοφτερές από κάθε σπαθί.