Skip to main content

O άνθρωπος που έχτισε (και έσωσε) τον αμερικανικό καπιταλισμό: Μοίραζε χρήμα, όριζε νικητές

Όταν οι νεόπλουτοι βιομήχανοι έχτιζαν αυτοκρατορίες πάνω στο χάος, εκείνος κατάλαβε ότι η πραγματική ισχύς δεν βρισκόταν στα εργοστάσια, αλλά στη ροή του χρήματος

«Ένας άνθρωπος έχει γενικά δύο λόγους για να κάνει κάτι: Έναν που ακούγεται καλός και τον πραγματικό».

Η ρήση ανήκει στον Τζον Πιερπόντ Μόργκαν (J.P. Morgan) και ταιριάζει γάντι στην πορεία του. Δεν έσωσε το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα μόνο από αλτρουισμό. Δεν συγκέντρωσε στα χέρια του σιδηροδρόμους, χαλυβουργίες και ηλεκτρικές εταιρείες επειδή απλά πίστευε στον ανταγωνισμό. Και σίγουρα δεν δάνειζε χρήματα στην αμερικανική κυβέρνηση κινούμενος αποκλειστικά από πατριωτισμό. Όλα τα παραπάνω ήταν καλοί λόγοι. Ο πραγματικός λόγος από πίσω ήταν πάντα ο ίδιος: ο έλεγχος.

Από τις τράπεζες έως τους σιδηροδρόμους

Ο Τζον Πιερπόντ Μόργκαν γεννιέται το 1837 στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, γιος του επιτυχημένου χρηματοδότη Τζούνιους Σπένσερ Μόργκαν.

Από μικρή ηλικία, ο πατέρας του τον προετοιμάζει για τον κόσμο της οικονομίας, και σύντομα ξεκινά την καριέρα του ως λογιστής στη Νέα Υόρκη.

Το 1871 γίνεται συνέταιρος στην εταιρεία Drexel, Morgan & Company, η οποία αργότερα μετονομάζεται σε J.P. Morgan & Company και εξελίσσεται σε μια από τις ισχυρότερες τραπεζικές δυνάμεις παγκοσμίως.

Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Μόργκαν επιβάλλει την τάξη σε έναν ασταθή χρηματοοικονομικό κόσμο. Ξεκινώντας το 1885, αναδιοργανώνει μεγάλους σιδηροδρομικούς οργανισμούς, βάζοντας τέλος στον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό και εξασφαλίζοντας οικονομική σταθερότητα.

Μέσα σε λίγα χρόνια, ελέγχει περισσότερα από 8.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών, μετατρέποντας τον εαυτό του στον απόλυτο ρυθμιστή της αμερικανικής σιδηροδρομικής βιομηχανίας.

Ο Μόργκαν δεν αρκείται μόνο στους σιδηροδρόμους. Το 1891 μεσολαβεί για τη συγχώνευση της Edison General Electric με την Thomson-Houston Electric Company, δημιουργώντας τη General Electric, που κυριαρχεί στην ηλεκτρική βιομηχανία.

Το 1901, αφού αγοράζει την εταιρεία χάλυβα του Άντριου Κάρνεγκι, συγκροτεί την United States Steel Corporation, την πρώτη βιομηχανία αξίας ενός δισεκατομμυρίου στον κόσμο. 

Το 1902 προχωρά στη δημιουργία της International Harvester Company, ενώ την ίδια χρονιά ιδρύει τη ναυτιλιακή International Mercantile Marine, στην οποία ανήκει και η White Star Line – η εταιρεία του Τιτανικού.

Ο ίδιος έχει κλείσει θέση στο παρθενικό ταξίδι του, αλλά τελικά ακυρώνει το ταξίδι του, γλιτώνοντας από τη μοιραία καταστροφή.

Η πραγματική δύναμη

Στην Αμερική του 19ου αιώνα, όπου οι νεόπλουτοι βιομήχανοι έχτιζαν αυτοκρατορίες πάνω στο χάος, εκείνος κατάλαβε ότι η πραγματική ισχύς δεν βρισκόταν στα εργοστάσια ούτε στα κοιτάσματα χάλυβα. Βρισκόταν στη ροή του χρήματος. Ίσως να μην ήταν ο πιο ισχυρός όλων. Ήταν όμως εκείνος που αποφάσιζε ποιος θα γίνει ισχυρός. Εκείνος που διάλεγε νικητές.

Με χειρουργική ακρίβεια, ενορχήστρωσε συγχωνεύσεις που έκαναν τη General Electric κυρίαρχη και τη U.S. Steel  κολοσσό, εξαγόρασε σιδηροδρομικές εταιρείες που βρίσκονταν στο χείλος της καταστροφής, μετατρέποντάς τις σε προσωπικά του όργανα εξουσίας.

Κι όταν το 1907 στον Μεγάλο Πανικό, η Wall Street έφτασε στα όρια της κατάρρευσης, ήταν εκείνος που συγκέντρωσε τους τραπεζίτες στο βιβλιοθήκη του, κλείδωσε τις πόρτες και τους ανάγκασε να συμφωνήσουν στη σωτηρία του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Ουάσινγκτον παρακολουθούσε ανήμπορη. Ο Μόργκαν είχε γίνει το κράτος.

«Δικτάτορας» ή «μάγος»;

Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. «Κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί μέχρι να απλοποιηθεί σε μια κατανοητή μορφή. Η μετατροπή μιας αόριστης δυσκολίας σε κάτι συγκεκριμένο είναι θεμελιώδες στοιχείο της σκέψης». Αυτό εφάρμοζε σε κάθε του κίνηση. Το χάος ήταν πρόβλημα· εκείνος το έκανε σύστημα. Η αστάθεια ήταν κίνδυνος· εκείνος την έκανε ευκαιρία.

Οι εχθροί του τον έλεγαν δικτάτορα της οικονομίας. Ο Τύπος τον παρουσίαζε ως τον τελευταίο μεγάλο μάγο της χρηματοδότησης. Ο ίδιος δεν απαντούσε. Δεν είχε ανάγκη τη δικαίωση. Είχε τον έλεγχο.

Όταν στις 31 Μαρτίου 1912 πέθανε στον ύπνο του, το έθνος που κάποτε τον φοβόταν σταμάτησε για να τον τιμήσει. Οι σημαίες κυμάτισαν μεσίστιες. Και ίσως, κάπου στο βάθος της Wall Street, ακόμη και οι αντίπαλοί του να ψιθύρισαν την αλήθεια: δεν υπήρχε άλλος σαν αυτόν.