Από νωρίς δείχνει τις ικανότητές του στα χρηματοοικονομικά και σε ηλικία 27 ετών αναλαμβάνει τα ηνία της τράπεζας, που ίδρυσε ο πατέρας του. Τότε δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο θα επεκτείνει τις οικογενειακές επιχειρήσεις, αλλά και ότι θα αφήσει ισχυρότατο όσο και αμφιλεγόμενο στίγμα στην πολιτική.
Ο Άντριου Μέλον, που γεννήθηκε σαν σήμερα, 24 Μαρτίου 1855 στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, δεν χάνει χρόνο. Με διορατικότητα και τόλμη, επενδύει σε ανερχόμενους κλάδους όπως το αλουμίνιο, ο χάλυβας, το πετρέλαιο και ο άνθρακας. Γίνεται ένας από τους βασικούς χρηματοδότες της Aluminum Company of America (Alcoa) και της Gulf Oil Corporation, ενώ συνεργάζεται με τον Henry Clay Frick για την ίδρυση της Union Steel Company, που αργότερα συγχωνεύεται με την United States Steel Corporation. Μέχρι τη δεκαετία του 1920, είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Υπουργός Οικονομικών τριών προέδρων – Μειώνει φόρους και χρέους
Το 1921, ο πρόεδρος Γουόρεν Χάρντινγ τον διορίζει υπουργό Οικονομικών. Ο Μέλον αναλαμβάνει με όραμα να μεταρρυθμίσει το φορολογικό σύστημα της χώρας. Υποστηρίζει ότι οι υψηλοί φόροι αποτρέπουν την επιχειρηματικότητα και μειώνουν τα κρατικά έσοδα. Με τις παρεμβάσεις του, το Κογκρέσο καταργεί τον φόρο υπερκερδών και μειώνει σταδιακά τον φόρο εισοδήματος, φτάνοντας το 1926 τη μέγιστη επιβάρυνση από 50% στο 20%.
Παράλληλα, συμβάλλει στη μείωση του δημόσιου χρέους από 26 δισεκατομμύρια δολάρια το 1920 σε 17,6 δισεκατομμύρια το 1928. Η πολιτική του φαίνεται να ενισχύει τη δεκαετία της οικονομικής άνθησης στις ΗΠΑ, και ο Μέλον διατηρεί τη θέση του και υπό τους προέδρους Κάλβιν Κούλιτζ, Χέρμπερτ Χούβερ.
Το διαβόητο liquidate labor και η οργή της κοινωνίας
Όμως, η οικονομική κατάρρευση του 1929 αλλάζει δραματικά το κλίμα. Η ανεργία εκτοξεύεται και ο Μέλον γίνεται ένας από τους πιο μισητούς ηγέτες της εποχής, δεύτερος μόνο μετά τον ίδιο τον Χούβερ. Ο Mellon, πιστός στη θεωρία του οικονομικού κύκλου, υποστηρίζει ότι η κρίση είναι απαραίτητη για τον «εξαγνισμό» της αγοράς. «Liquidate labor, liquidate stocks, liquidate farmers» (Εκκαθάρισε την εργασία, ρευστοποίησε μετοχές, εκκαθάρισε τους αγρότες), φέρεται να συμβουλεύει τον Χούβερ. «Πρέπει να καθαρίσει η σαπίλα από το σύστημα. Το κόστος ζωής και η πολυτέλεια θα πέσουν… οι τολμηροί θα πάρουν τα συντρίμμια από τους ανίκανους». Αυτή η κυνική προσέγγιση προκαλεί οργή, καθώς εκατομμύρια Αμερικανοί χάνουν τις δουλειές και τις περιουσίες τους.
Το 1932, η δημοτικότητά του καταρρέει. Ο βουλευτής Ράιτ Πάτμαν ξεκινά διαδικασίες καθαίρεσής του, κατηγορώντας τον για σύγκρουση συμφερόντων. Ο Χούβερ, βλέποντας τη θύελλα, τον απομακρύνει από το υπουργείο, προτείνοντάς του τη θέση του πρέσβη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Μέλον αποδέχεται και μεταβαίνει στο Λονδίνο, όπου παρακολουθεί την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης και διαπραγματεύεται την είσοδο της Gulf Oil στο Κουβέιτ.
Το 1933, με την ήττα του Χόυβερ από τον Ρούζβελτ, ο Μέλον εγκαταλείπει την πολιτική, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά γεμάτη αντιφάσεις.
Αμφιλεγόμενη κληρονομιά
Παρά την αμφιλεγόμενη πολιτική του, το 1937 δωρίζει συλλογή έργων τέχνης αξίας 25 εκατομμυρίων δολαρίων στην αμερικανική κυβέρνηση, περιλαμβάνοντας αριστουργήματα του Ραφαήλ, του Ρέμπραντ και του Βερμέερ. Παράλληλα, χρηματοδοτεί με 15 εκατομμύρια δολάρια την ίδρυση της National Gallery of Art στην Ουάσινγκτον, η οποία ανοίγει τις πύλες της το 1941.
Ο Μέλον πεθαίνει στις 26 Αυγούστου 1937, αφήνοντας πίσω του μια πολυσύνθετη παρακαταθήκη: ένας τραπεζίτης, ένας ολιγάρχης, ένας πολιτικός –και ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους ανθρώπους της εποχής του. Κάποιοι πιστεύουν ότι το δόγμα Μέλον ακολουθεί σήμερα… στο DOGE ο Έλον Μασκ. Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος ο Μέλον έχει μείνει στην ιστορία ως μία πολιτική φυσιογνωμία που διχάζει την Αμερική.