Γιος ενός φτωχού κληρικού, δεν διακρίνεται για το παρουσιαστικό του: μικρόσωμος, με μεγάλα αυτιά και αδύναμα μάτια. Αλλά όπου και εάν βρεθεί, ξεχωρίζει με την αδάμαστη θέληση και την εκρηκτική ενέργειά του. Στο σχολείο, ένας συμμαθητής τον θυμάται ως «το χειρότερο μικρό διαβολάκι, αλλά πάντα στην κορυφή».
Ο λόγος για τον Έντουαρντ Χένρι Χάριμαν, ο οποίος γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 25 Φεβρουαρίου 1848, στο Χέμπστεντ της Νέας Υόρκης. Σε ηλικία 12 ετών, οι γονείς του, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, βρίσκουν χρήματα να τον στείλουν στο Trinity School της Νέας Υόρκης. Κάθε μέρα, ο Χένρι σηκώνεται με την αυγή, παίρνει το φέρι και μετά διασχίζει την πόλη, περνώντας, όπως λέει ο θρύλος, μέσα από περιοχές όπου συμμορίες δεν επιτρέπουν σε ξένους να περνούν χωρίς μάχη.
Ο Χένρι όμως μαθαίνει να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Το οικογενειακό του περιβάλλον, γεμάτο υπερηφάνεια για την καταγωγή αλλά βυθισμένο στη φτώχεια, τον σημαδεύει βαθιά. Η ανάγκη να σβήσει τη ντροπή της ένδειας και να αποδείξει την αξία του γεννά μέσα του μια άκαμπτη αποφασιστικότητα.
«Θα δουλέψω»
Σε ηλικία 14 ετών, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σχολείο, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του. «Θα δουλέψω», επιμένει. Ξεκινά στην καρδιά του χρηματοοικονομικού κόσμου, τη Wall Street, ως κλητήρας σε μικρή χρηματιστηριακή εταιρεία και σύντομα μεταπηδά στην επιχείρηση του ΝτεΓουίτ Χέις, ενός επιφανούς χρηματιστή. Ως «pad shover», μεταφέρει χειρόγραφες εντολές αγοραπωλησίας από γραφείο σε γραφείο, μαθαίνοντας κάθε πτυχή της αγοράς σε μια εποχή που το εμπόριο βασίζεται στην ταχύτητα και την ακρίβεια.
Η Wall Street των μέσων του 19ου αιώνα είναι ένας κόσμος ακραίας κερδοσκοπίας και συχνών αναταραχών. Ο Χένρι παρατηρεί και μαθαίνει από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής: τον Κορνήλιο Βάντερμπιλτ, τον Ντάνιελ Ντριου, τον Τζέι Γκουλντ.
Από τη Μαύρη Παρασκευή του 1869
Το 1869, στα 20 του, κάνει το πρώτο του μεγάλο χρηματιστηριακό «χτύπημα» κατά την πανικόβλητη Μαύρη Παρασκευή, όταν η αγορά χρυσού καταρρέει λόγω των χειρισμών των Γκουλντ και Φισκ.
Στα 22 του, χάρη σε δάνειο του θείου του, αποκτά δική του θέση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. «Δεν έχω πολλά να χάσω», λέει χαμογελώντας, κρατώντας ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων – όλη του η περιουσία τότε. Όμως ο Χένρι διαθέτει κάτι ανεκτίμητο: δίκτυο επαφών, διορατικότητα και μια ασταμάτητη θέληση για επιτυχία.
Το πραγματικό του άλμα γίνεται με τον σιδηρόδρομο. Αναλαμβάνει εκτελεστικές θέσεις στην Illinois Central Railroad και το 1898, σε συνεργασία με την τραπεζική εταιρεία Kuhn, Loeb & Co., σχηματίζει μια κοινοπραξία που αποκτά τη σιδηροδρομική επιχείρηση Union Pacific Railroad, τότε σε πτώχευση. Ο Χένρι την αναδιοργανώνει και τον οδηγεί στην ευημερία.
Στον Πανικό του 1901
Το 1901 στρέφει το βλέμμα του στον Northern Pacific Railroad. Μια άγρια διαμάχη για τον έλεγχο της εταιρείας ξεσπά ανάμεσα σε αυτόν και τον Τζέι Π. Μόργκαν. Οι μετοχές εκτοξεύονται από τα 100 στα 1000 δολάρια μέσα σε μία ημέρα, καταστρέφοντας τράπεζες, χρηματιστές και αμέτρητους μικροεπενδυτές, που είχαν σορτάρει, ποντάροντας σε πτώση των μετοχών. «Οι γίγαντες της Γουόλ Στριτ σε άγρια μάχη για την κυριαρχία προκαλούν συντριβή που φέρνει καταστροφή σε στρατιές μικροεπενδυτών», γράφουν τα πρωτοσέλιδα. Είναι το πρώτο χρηματιστηριακό κραχ του 20ου αιώνα. Και κάποιοι τον κατηγορούν ότι το έχει προκαλέσει ο ίδιος με την απληστία του.
Παρά τις επικρίσεις για τις σκληρές του πρακτικές, η επιρροή του Χάριμαν επεκτείνεται. Το 1901 ελέγχει τη Southern Pacific Railroad, δημιουργώντας ένα σιδηροδρομικό δίκτυο 60.000 μιλίων. Ο πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ τον καταγγέλλει το 1907 για τις μονοπωλιακές του πρακτικές, όμως ο Χένρι παραμένει αφοσιωμένος στο έργο του: τη δημιουργία ενός ενοποιημένου σιδηροδρομικού συστήματος που θα ενώνει την Αμερική.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1909, ο Χάριμαν πεθαίνει κοντά στο Τέρνερ της Νέας Υόρκης. Ο άντρας που ξεκίνησε ως φτωχό παιδί με όνειρα μεγαλύτερα από τη σωματική του διάπλαση αφήνει πίσω του μια αυτοκρατορία.