Μετά τη νίκη του στο Όλνταμ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ξεκίνησε μια εκτεταμένη περιοδεία διαλέξεων στη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Επέστρεψε στις 10 Φεβρουαρίου εξαντλημένος, αλλά με διάθεση για μάχες στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ήταν μόλις 26 ετών.
Το ημερολόγιο έγραφε 18 Φεβρουαρίου 1901, όταν ο Τσόρτσιλ έδωσε την παρθενική του ομιλία στη Βουλή. Και αυτή ήρθε αμέσως μετά από μια εμπρηστική ομιλία του Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ.
«Είχε μια μετριοπαθή τροπολογία στην ημερήσια διάταξη», έγραψε ο Τσώρτσιλ στο My Early Life, «αλλά το αν θα την κατέθετε δεν ήταν βέβαιο». Καθώς ο Λόιντ Τζορτζ συνέχιζε, ο Τσόρτσιλ αφηγείται ότι «ένα αίσθημα ανησυχίας και ακόμη και απόγνωσης με κυρίευσε». Τότε «ο Τόμας Γκίμπσον-Μπόουλς μου ψιθύρισε: “Αντί να εκφωνήσει αυτή τη βίαιη ομιλία χωρίς να προτείνει τη μετριοπαθή τροπολογία του, θα ήταν προτιμότερο να είχε προτείνει τη μετριοπαθή τροπολογία του χωρίς να εκφωνήσει τη βίαιη ομιλία του”».
Ο νεαρός βουλευτής των Τόρις πήρε το λόγο και είπε:
«Κύριε Πρόεδρε,
Θα μου επιτρέψετε, ως νέο μέλος που λαμβάνει τον λόγο για πρώτη φορά, να ζητήσω την επιείκεια του Σώματος, η οποία πάντα παραχωρείται με ευγένεια σε όσους επιχειρούν να μιλήσουν από αυτά τα έδρανα για πρώτη φορά.
Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Διότι, από τη μία πλευρά, επιθυμώ να εκφράσω τις απόψεις μου με ειλικρίνεια, και από την άλλη, δεν θα ήθελα να κάνω τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί αγένεια ή απρέπεια προς τα σεβάσμια μέλη του Σώματος. Θα προσπαθήσω λοιπόν να βρω μια ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην πολιτική της Αυτού Μεγαλειότητας Κυβέρνησης στον πόλεμο της Νότιας Αφρικής. Δεν έχω σκοπό να καταπιαστώ με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αν και είχα την τιμή να λάβω μέρος σε κάποιες από αυτές. Αντιθέτως, θέλω να αναφερθώ στις αρχές που πρέπει να διέπουν τις ενέργειες της Κυβέρνησης στο τέλος αυτού του πολέμου.
Δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να επιδιώξουμε μια ειρήνη ταπεινωτική για τους Μπόερς. Αντιθέτως, πιστεύω πως, αν ήμουν Μπόερ, θα πολεμούσα στο πεδίο της μάχης μέχρι τέλους. Ωστόσο, όταν ο πόλεμος τελειώσει, οφείλουμε να τους προσφέρουμε γενναιόδωρους όρους ειρήνης. Δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να τους ταπεινώσουμε ούτε να επιβάλουμε σκληρά μέτρα. Αντίθετα, η πολιτική μας θα πρέπει να βασίζεται στη συμφιλίωση και τη συνεργασία.
Ελπίζω ότι η Αυτού Μεγαλειότητας Κυβέρνηση θα υιοθετήσει αυτήν την πολιτική και ότι τα διδάγματα αυτού του πολέμου θα μας βοηθήσουν να αποφύγουμε παρόμοιες συγκρούσεις στο μέλλον.
Κλείνοντας, σας ευχαριστώ θερμά για την ανοχή και την προσοχή σας».
O Πόλεμος των Μπόερ
Ο Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερς ήταν ένοπλη σύρραξη μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των ιδρυτών των ανεξάρτητων δημοκρατιών του Ελεύθερου Κράτους της Οράγγης και της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής, στη βορειοανατολική Νότια Αφρική. Ξέσπασε στις 11 Οκτωβρίου 1899 και ολοκληρώθηκε στις 31 Μαΐου 1902. Ξεκίνησε με την απόπειρα του Βρετανικού Στέμματος να ενώσει υπό τον έλεγχό του τις δύο δημοκρατίες, οι οποίες διέθεταν υψηλά αποθέματα διαμαντιών, χρυσού και σιδήρου.
Οι Μπόερς, οι οποίοι καταλάμβαναν την περιοχή από το 1830, πολέμησαν για να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Η βρετανική υπεροχή σε στρατιώτες και οπλισμό υποχρέωσε τους Μπόερς σε ήττα. Τα αγγλικά στρατεύματα κατέστρεψαν και κατέκαψαν κάθε είδους ιδιοκτησία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι αιχμάλωτοι Μπόερς (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδα,
Από το 1899 έως και το 1902 περίπου 28.000 Μπόερς πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που έστησαν οι Βρετανοί, κυρίως από ιλαρά, αναπνευστικές ασθένειες και τύφο. Το 79% των νεκρών ήταν παιδιά. Επιπλέον, τουλάχιστον 15.000 Αφρικανοί χάθηκαν στα δικά τους φυλετικά διαχωρισμένα στρατόπεδα.
Οι Αφρικανοί καταγγέλλουν ότι αυτή ήταν η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα. Όλοι αναγνωρίζουν τις φριχτές συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά δεν έχει υπάρξει διεθνής αναγνώριση της «γενοκτονίας των Μπόερ». Σύμφωνα με τους Βρετανούς οι θάνατοι δεν ήταν αποτέλεσμα μιας εσκεμμένης γενοκτονικής πολιτικής. Αλλά συνέπεια της ανεπαρκούς στέγασης, της κακής διατροφής και της επιδημικής νόσου σε μια εποχή, που δεν υπήρχαν αντιβιοτικά. Σε αυτό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Νότιας Αφρικής ήταν ελάχιστα διαφορετικά από εκείνα που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των αποικιακών πολέμων στην Κούβα, τις Φιλιππίνες και τη σημερινή Ναμίμπια.
Περίπου 30.000 φάρμες κάηκαν και το απόθεμά τους καταστράφηκε. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, λευκοί και μαύροι, έμειναν χωρίς τροφή ή στέγη και υπό τον φόβο της επίθεσης. Τον Μάρτιο του 1901 τα λευκά στρατόπεδα μεταφέρθηκαν από τον στρατιωτικό στον πολιτικό έλεγχο, αλλά όχι τα μαύρα, όπου οι συνθήκες παρέμεναν ζοφερές.