Ο Τζον Χόφμαν, επικεφαλής της μονάδας ερευνών για τις διεθνείς αγορές μετοχών στην Salomon Smith Barney παρουσιάζει στους συναδέλφους του ένα εσωτερικό report που προκαλεί σοκ και ταυτόχρονα ρίχνει φως σε πρακτικές, που συνέβαλαν στη γιγάντωση μίας φούσκας.
Η παρουσίαση δεν είναι ούτε εξαιρετικά μακροσκελής, ούτε περίπλοκη. Δεν απαιτεί ειδικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς τι έχει συμβεί. Γιατί το πιο απλό στοιχείο, που αποκαλύπτει, είναι και το πιο δυνατό:
Από τις σχεδόν 1.200 μετοχές που η Salomon ερεύνησε και βαθμολόγησε για τους πελάτες της, μόνο μία κρίθηκε ως «underweight» (υποαπόδοση σε σχέση με την υπόλοιπη αγορά) και ούτε για μία δεν υπήρξε σύσταση sell (πώλησης).
Όλα αυτά σε μια εποχή που πολλές μετοχές τεχνολογίας και διαδικτύου κατέρρεαν. Το ημερολόγιο έγραφε 29 Ιανουαρίου 2001. Η παρουσίαση του Χόφμαν, ακριβώς πριν από 24 χρόνια, είναι άκρως διδακτική, ειδικά σε μία περίοδο που έχουν επανέλθει στο προσκήνιο οι φόβοι για φούσκα στις τεχνολογικές μετοχές των ΗΠΑ, ανάλογη με την dot.com bubble, που έσπασε το 2000.
Η φούσκα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήταν τέσσερις τεχνολογικές εταιρείες που οδηγούσαν τη θεαματική χρηματιστηριακή κούρσα: Cisco, Dell, Microsoft και Intel. Ήταν κολοσσοί με καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες. Αλλά δίπλα σε εκείνες τις 4 εταιρείες, με τα ισχυρά μεγέθη και τις ακόμη πιο ισχυρές προοπτικές «έτρεχαν» με φόρα δεκάδες εταιρείες dot.com χωρίς πραγματικό αντικείμενο και αξία.
Αυτές χάρη στην άκρατη ευφορία, τον ενθουσιασμό και τα ένστικτα της αγέλης, έβλεπαν την τιμή τους να γεμίζει αέρα. Δημιούργησαν όλες μαζί μία τεράστια φούσκα, που αναπόφευκτα έσπασε.
Η φούσκα κορυφώθηκε στις 10 Μαρτίου εκείνου του έτους. Μεταξύ του 1995 και της κορύφωσής του τον Μάρτιο του 2000, οι επενδύσεις στον σύνθετο χρηματιστηριακό δείκτη NASDAQ αυξήθηκαν κατά 800%, πυροδοτώντας ένα ράλι διαρκείας. Από τις 11 Μαρτίου 2000 άρχισε μία αιμορραγία, που σταμάτησε τον Οκτώβριο του 2002. Όλα τα κέρδη της περιόδου ευφορίας είχαν χαθεί.
Η κατάληξη
Η Salomon εκ των κορυφαίων χρηματιστηριακών (και μέλος του ομίλου Citigroup) δεν ήταν βεβαίως η μόνη που έδινε με άνεση σήματα αγοράς μετοχών. Αλλά η περίπτωσή της ήταν από τις πλέον ηχηρές.
Ο Χόφμαν αποχώρησε τελικά από τη Salomon τον Οκτώβριο του 2002 αποδεχόμενος το μερίδιο της ευθύνης του ως επικεφαλής. Σε ένα εσωτερικό υπόμνημα που είχε υπογράψει λίγους μήνες πριν φύγει, παραδεχόταν ότι η πίεση στους αναλυτές από τη διοίκηση επιχειρήσεων, από επενδυτικούς τραπεζίτες και από επιλεγμένους θεσμικούς λογαριασμούς έκανε τους αναλυτές να αποφεύγουν τις αρνητικές αξιολογήσεις.
Να σημειωθεί ότι η εταιρεία ήρθε αντιμέτωπη με αγωγές από επενδυτές που είχαν χάσει τις αποταμιεύσεις τους και πρόστιμα από τις ρυθμιστικές αρχές. Η μητρική Citigroup ήταν μεταξύ των 10 κολοσσών της Wall Street που τον Δεκέμβριο του 2002 κατέληξαν σε διακανονισμό για δημοσίευση μεροληπτικών reports για μετοχές. Ο διακανονισμός προέβλεπε τσουχτερά πρόστιμα, αλλά δεν απαιτούσε να παραδεχθούν ενοχή για κάτι.