Skip to main content

Το δίλημμα του Γκαίμπελς – που αντιγράφουν έως σήμερα πολλοί

Όπλα ή βούτυρο; Τι έχουμε περισσότερη ανάγκη;

«Μπορούμε χωρίς βούτυρο, αλλά, παρ’ όλη την αγάπη μας για την ειρήνη, όχι χωρίς όπλα. Δεν μπορεί κανείς να πυροβολήσει με βούτυρο, μόνο με όπλα». Τάδε έφη ένας από τους ικανότερους (και κατά συνέπεια πιο επικίνδυνους) δημαγωγούς όλων των εποχών, στενός συνεργάτης του Αδόλφου Χίτλερ και υπουργός Προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ.

Ήταν σαν σήμερα, 17 Ιανουαρίου 1936, όταν ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, εξηγούσε σε ομιλία του ενώπιον ενός πλήθους που τον παρακολουθούσε με ευλαβική προσοχή γιατί πρέπει η χώρα να δαπανά πολλά χρήματα στην άμυνα.

Αντιγράφοντας την ιδέα αυτή του διλήμματος «βούτυρο ή όπλα», στο οποίο η προφανής υποτίθεται απάντηση είναι το δεύτερο, ένας άλλος αξιωματούχος των Ναζί, ο Χέρμαν Γκέρινγκ, είπε: «Τα όπλα θα μας κάνουν ισχυρούς. Το βούτυρο απλά θα μας παχύνει».

Ποιοι άλλοι το έχουν επικαλεστεί

Έκτοτε τη φράση χρησιμοποίησαν δεκάδες πολιτικοί, οι οποίοι καμία σχέση δεν είχαν με τον ναζισμό. Το δίλημμα εξάλλου για το εάν είναι πιο σημαντική η άμυνα/ασφάλεια ή το κοινωνικό κράτος, η εκπαίδευση κτλ, αφορά λίγο – πολύ όλες τις σύγχρονες κοινωνίες.

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Μπ. Τζόνσον χρησιμοποίησε τη φράση για να τραβήξει την προσοχή των εθνικών μέσων ενημέρωσης στο ζήτημα των αμυντικών δαπανών. Και η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Μάργκαρετ Θάτσερ, σε ομιλία της το 1976 στο παλιό Δημαρχείο του Κένσινγκτον, σχολίασε: «Οι Σοβιετικοί βάζουν τα όπλα πάνω από το βούτυρο, αλλά εμείς βάζουμε σχεδόν τα πάντα πάνω από τα όπλα».

Και σχετικά πρόσφατα ακούσαμε τον δικό μας υπουργό Άμυνας, Νίκο Δένδια να παρατηρεί από το βήμα της Βουλής: «Το δίλημμα ”βούτυρο ή όπλα” είναι ψευδεπίγραφο. Εάν δεν έχεις όπλα το βούτυρο θα στο φάει άλλος». Ήταν η απάντησή του στις αιτιάσεις περί υπέρογκων δαπανών για την Άμυνα. Συμπλήρωσε δε για να εξηγήσει το σκεπτικό του: «Δεν έχετε το μονοπώλιο καρδιάς. Κι εμείς θέλουμε νοσοκομεία και σχολεία, τα προτιμάμε από τα F35 και τα Rafale, αλλά για τα έχουμε αυτά πρέπει να έχουμε τα F35 και τα Rafale».

Στη μακροοικονομία, το μοντέλο «όπλα έναντι βουτύρου» είναι ένα παράδειγμα ενός απλού ορίου παραγωγής – δυνατότητας. Καταδεικνύει τη σχέση μεταξύ της επένδυσης ενός έθνους στην άμυνα και των άλλων αγαθών. Η κάθε κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει ποια αναλογία όπλων έναντι βουτύρου ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας. Το πόσο αποτελεσματική θα είναι στην εύρεση της κατάλληλης ισορροπίας αποτυπώνεται συνήθως και στην… κάλπη.

Στην πολιτική οικονομία αρκετοί επιστήμονες έχουν δει τον συμβιβασμό μεταξύ στρατιωτικών και καταναλωτικών δαπανών ως χρήσιμο παράγοντα πρόβλεψης της εκλογικής επιτυχίας.

Πιο επίκαιρο από ποτέ

Η συζήτηση αυτή ίσως να είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ, σε ένα περιβάλλον διαρκών και δη εντεινόμενων γεωπολιτικών αναταράξεων. Ο ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, τα ανοιχτά μέτωπα στη Μέση Ανατολή, οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Αφρική, οι διαρκείς απειλές από αναθεωρητικές δυνάμεις (όπως η Τουρκία) προς γείτονές τους.

Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (EDA), οι αμυντικές δαπάνες των 27 κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέγραψαν το 2023 νέο ρεκόρ, για 9ο διαδοχικό έτος, στα 279 δισ. ευρώ. Ήταν αυξημένες κατά 10% σε σχέση με το 2022 και 30% σε σχέση με το 2021.

Το Διεθνές  Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη (SIPRI) υπολογίζεται ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν το 2023 κατά 6,8%, φθάνοντας στα 2,44 τρισ. δολάρια από 2,24 τρισ. δολάρια το 2022 – κυρίως εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.

Ήταν νέο ιστορικό υψηλό – για ένατη διαδοχική χρονιά, αλλά και η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 2009.

Αλλά δεν είναι μόνο οι γεωπολιτικές εξελίξεις που συνιστούν πρόκληση. Η κλιματική κρίση, που δείχνει τα δόντια της με κάθε ευκαιρία, η ταχεία γήρανση του πληθυσμού και οι προκλήσεις που φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη – όλα δείχνουν ότι θα πρέπει να κοιτάμε πέρα από τα όπλα και το «βούτυρο».

Στηρίζουν οι αμυντικές δαπάνες την ανάπτυξη;

Έχουν διεξαχθεί πολυάριθμες μελέτες σχετικά με τον αντίκτυπο των αμυντικών δαπανών στην οικονομική ανάπτυξη. Μία από τις πρώτες πραγματοποιήθηκε από την Εμιλί Μπενουά το 1978. Η Benoit εξέτασε 44 λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες για 15 χρόνια (1950–65) και τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι χώρες με το μεγαλύτερο αμυντικό φορτίο είχαν γενικά τα υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης (Benoit, 1978).

Τα αμυντικά προγράμματα των περισσότερων χωρών έχουν απτή επίδραση στην οικονομική κατάσταση των πολιτών. Μερικά παραδείγματα αυτών περιλαμβάνουν τη σίτιση και τη στέγαση ορισμένων πολιτών που διαφορετικά θα βρίσκονταν σε κατάσταση φτώχειας εάν δεν ήταν επιλέξιμοι για στρατολογία.

Τα συμπεράσματα της Μπενουά πάντως αμφισβητήθηκαν από μεταγενέστερες μελέτες.