Skip to main content

Ο μεγαλύτερος καπιταλιστής της ιστορίας (γιος του καλύτερου πωλητή όλων των εποχών)

Υπηρέτησε ως πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν αναλάβει να απογειώσει μία εταιρεία, που έχτισε ο πατέρας του

Eπιχειρηματίας, διπλωμάτης, πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας και φιλάνθρωπος. Αλλά οι περισσότεροι θα τον θυμούνται ως τον «μεγαλύτερο καπιταλιστή στην ιστορία», όπως τον χαρακτήρισε κάποτε το Fortune και ως έναν από τους «100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα», τίτλο που του απέδωσε το Time.

Ο λόγος για τον Τόμας Γουότσον Τζούνιορ, ο οποίος γεννήθηκε σαν σήμερα, 8 Ιανουαρίου 1914. Την ίδια χρονιά ο πατέρας του, Τόμας Γουότσον ο Πρεσβύτερος, εντάχθηκε στην CTR, την εταιρεία τεχνολογίας που εξελίχθηκε στην IBM Corporation – έναν κολοσσό που επί πολλά χρόνια ήταν ο κορυφαίος και πιο κερδοφόρος κατασκευαστής υπολογιστών στον κόσμο.

Thomas Watson Junior - IBMΟ Γουότσον Τζούνιορ μεγάλωσε στην περιοχή Σορτ Χιλς του Μίλμπερν, στο Νιου Τζέρσεϊ. Από πολύ μικρή ηλικία, τόσο ο ίδιος όσο και ο αδερφός του είχαν έντονη επαφή με την IBM. Συχνά μάλιστα συνόδευε τον πατέρα του σε επιθεωρήσεις εργοστασίων. Η πρώτη του ανάμνηση από τέτοια επίσκεψη ήταν σε ηλικία πέντε ετών, στο Ντέιτον του Οχάιο. Βαθιά χαραγμένα στη μνήμη του έμειναν και τα επαγγελματικά ταξίδια του πατέρα του στην Ευρώπη, όπως και οι ετήσιες συγκεντρώσεις για την ελίτ των πωλητών της εταιρείας, το IBM Hundred Per Cent Club. Όλα τα έζησε πριν καν φτάσει σε ηλικία σχολείου.

Η ταραχώδης και καθοριστική σχέση με τον πατέρα του

Στο σπίτι ο Γουότσον ο Πρεσβύτερος ήταν ένας σκληρός πατέρας, που απαιτούσε σιδηρά πειθαρχία. Γύρω στα δεκατρία του χρόνια, ο Γουότσον διεγνώστη με κλινική κατάθλιψη. Μιλώντας σε έναν δημοσιογράφο το 1974, περιέγραψε την άκρως περίπλοκη σχέση του με τον πατέρα του: «Είχαμε τρομερούς καβγάδες… Έμοιαζε με μια κουβέρτα που κάλυπτε τα πάντα. Ήθελα πραγματικά να τον ξεπεράσω αλλά και να τον κάνω περήφανο για μένα». Ωστόσο, δεν ήταν όλα αρνητικά: «Πραγματικά απόλαυσα τα δέκα χρόνια δουλειάς μαζί του». Στο βιβλίο του αναφέρει: «Ήμουν τόσο στενά δεμένος με τον πατέρα μου. Είχα μια ακαταμάχητη επιθυμία, ίσως προς σεβασμό απέναντί του, ίσως από πείσμα, να αποδείξω στον κόσμο ότι μπορούσα να διαπρέψω όπως εκείνος».

Φοίτησε στο Hun School of Princeton, στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ. Στην αυτοβιογραφία του ανέφερε ότι ως παιδί είχε ένα «παράξενο ελάττωμα στην όρασή του» που έκανε τις γραπτές λέξεις να φαίνονται σαν να πέφτουν από τη σελίδα όταν προσπαθούσε να διαβάσει. Ως αποτέλεσμα, δυσκολευόταν στο σχολείο και παραδέχτηκε ότι το Πανεπιστήμιο Μπράουν τον δέχτηκε απρόθυμα ως χάρη προς τον πατέρα του. Αποφοίτησε το 1937 με πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.

Μετά την αποφοίτησή του, εργάστηκε ως πωλητής στην IBM, αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δουλειά. Το σημείο καμπής ήταν η θητεία του ως πιλότου στις Ένοπλες Δυνάμεις κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γουότσον έγινε αντισυνταγματάρχης, υπεύθυνος για τη μεταφορά στρατιωτικών διοικητών. Ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα ότι η καριέρα που θα ήθελε να ακολουθήσει ήταν αυτή του πιλότου. Προς το τέλος της υπηρεσίας του, εργάστηκε για τον υποστράτηγο Φόλετ Μπράντλεϊ, ο οποίος του πρότεινε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του στην IBM, βλέποντας σε αυτόν ηγετικές ικανότητες. Ο Γουότσον πετούσε τακτικά τον Μπράντλεϊ, διευθυντή των προγραμμάτων lend-lease προς τη Σοβιετική Ένωση, στη Μόσχα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σε αυτά τα ταξίδια έμαθε ρωσικά, μια γλώσσα που του φάνηκε χρήσιμη αργότερα, όταν ορίστηκε πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σοβιετική Ένωση (1979 – 1981 επί Κάρτερ).

Κατευθύνοντας την IBM σε νέους δρόμους

Ο Γουότσον επέστρεψε στην IBM στις αρχές του 1946. Προήχθη σε αντιπρόεδρο μόλις έξι μήνες αργότερα και έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου τέσσερις μήνες μετά. Το 1949, ανέλαβε τη θέση του Εκτελεστικού Αντιπροέδρου. Το 1952 ανέλαβε τη θέση του προέδρου, ενώ τα ηνία της εταιρείας ως διευθύνων σύμβουλος, τα πήρε στα χέρια του, λίγο πριν από τον θάνατο του πατέρα του, το 1956. Μέχρι τότε, η IBM ήταν αφιερωμένη στα ηλεκτρομηχανικά συστήματα διάτρητων καρτών.

Ο Γουότσον ο Πρεσβύτερος είχε επανειλημμένα απορρίψει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως ακριβούς και αναξιόπιστους, εκτός από μεμονωμένα project, όπως ο IBM SSEC. Ο γιος του, ωστόσο, κατεύθυνε αποφασιστικά την εταιρεία προς μια νέα πορεία, προσλαμβάνοντας εκατοντάδες ηλεκτρολόγους μηχανικούς για να σχεδιάσουν υπολογιστές mainframe. Πολλοί από τους τεχνικούς εμπειρογνώμονες της IBM δεν θεωρούσαν τους υπολογιστές πρακτικούς, καθώς υπήρχαν μόλις δώδεκα σε ολόκληρο τον κόσμο εκείνη την εποχή. Ακόμα και οι υποστηρικτές της νέας τεχνολογίας υποτίμησαν τις δυνατότητές της. Ο Κάθμπερτ Χερντ, που προσελήφθη από το Oak Ridge National Laboratory της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας για να καθορίσει εάν υπήρχε αγορά, προέβλεψε ότι «… μπορούσε να βρει πελάτες για το πολύ τριάντα μηχανήματα».

Παρόλα αυτά, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, το προσαρμοσμένο σύστημα παρακολούθησης SAGE της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ αντιπροσώπευε πάνω από το μισό των πωλήσεων υπολογιστών της IBM. Η εταιρεία έκανε ελάχιστα κέρδη από αυτές τις πωλήσεις, αλλά, όπως είπε ο Γουότσον Τζούνιορ, «μας επέτρεψε να κατασκευάσουμε εργοστάσια υψηλής αυτοματοποίησης πριν από οποιονδήποτε άλλο και να εκπαιδεύσουμε χιλιάδες νέους εργαζόμενους στα ηλεκτρονικά».

Η απόφαση αυτή αποδείχθηκε σωστή. Μακροπρόθεσμα, κατηύθυνε την IBM στην κυριαρχία της αγοράς υπολογιστών. Ακόμα και βραχυπρόθεσμα, οι επιπτώσεις ήταν θετικές: τα έσοδα τριπλασιάστηκαν μέσα σε έξι χρόνια, από 214,9 εκατομμύρια δολάρια το 1950 σε 734,3 εκατομμύρια δολάρια το 1956. Ο ρυθμός αύξησης ήταν δραματικός, διατηρώντας μια σύνθετη ετήσια αύξηση άνω του 30% κατά τη διάρκεια των είκοσι ετών ηγεσίας του. Ήταν ένα ρεκόρ που ξεπέρασε τις επιδόσεις του πατέρα του.

Τόμας Γουότσον ο Πρεσβύτερος… ο πωλητής

Πριν παραδώσει τα ηνία στον γιο του, ο Τόμας Γουότσον ο Πρεσβύτερος είχε δημιουργήσει ένα πρότυπο εταιρείας για τον 20ό αιώνα. Καθοδηγούμενος από ένα σύνολο αρχών με επίκεντρο τον άνθρωπο, αναδιαμόρφωσε την εταιρική κουλτούρα και τη διοίκηση για γενιές διευθυνόντων συμβούλων, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο της βιομηχανίας ως απαραίτητου συνεργάτη για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της κοινωνίας. Υπό την πατερναλιστική του ηγεσία, η IBM κυριάρχησε στην αγορά της πληροφορικής.

Ο Γουότσον μετέτρεψε την Computing-Tabulating-Recording Company, τρεις χαλαρά συνδεδεμένες επιχειρήσεις που κατασκεύαζαν ηλεκτρικές μηχανές διάτρητων καρτών, ζυγαριές και ρολόγια χρονομέτρησης, σε παγκόσμιο ηγέτη με συσκευές που καταμετρούσαν και υπολόγιζαν τα πάντα, από την κτηνοτροφία μέχρι τις τροχιές της σελήνης. Αγκάλιασε τις τάσεις αυτοματοποίησης, μηχανοποίησης και καταγραφής δεδομένων που αναδύονταν στις αρχές του αιώνα, για να καλύψει την αυξανόμενη ανάγκη της κοινωνίας για καλύτερους τρόπους συλλογής και διαχείρισης πληροφοριών.

Ο «μεγαλύτερος πωλητής στον κόσμο», όπως τον αποκαλούσαν τα μέσα ενημέρωσης, δίδαξε μια νέα γενιά νεαρών επαγγελματιών την τέχνη της πώλησης, μια δεξιότητα που ανέδειξε τον ίδιο από τις ταπεινές του καταβολές σε μια φάρμα στην Κομητεία Στίουμπεν της Νέας Υόρκης. «Τίποτα δεν ήταν εύκολο», είχε πει ο ίδιος για τα πρώτα του βήματα, τονίζοντας πώς η πρωτοβουλία και η σκληρή δουλειά τον έβγαλαν από τις πρώτες επαγγελματικές αποτυχίες και την οικονομική δυσπραγία. Δεν φοίτησε ποτέ στο πανεπιστήμιο, αποφασίζοντας να ξεκινήσει μια δύσκολη καριέρα πωλήσεων στην ύπαιθρο, όπου ανέπτυξε μια βαθιά εκτίμηση για τις προκλήσεις και τις ικανότητες των απλών ανθρώπων να αντεπεξέρχονται σε αυτές.

Αυτές οι ταπεινές αρχές ενίσχυσαν την πίστη του στη δύναμη της ανθρώπινης προσπάθειας, μια καθοδηγητική αρχή της εταιρείας. Κωδικοποίησε αυτήν την πεποίθηση σε ένα απλό σύνολο αξιών που, μαζί με την εξυπηρέτηση του πελάτη και την αριστεία στη δουλειά, θα αποτελούσαν τη βάση της εταιρικής κουλτούρας. Μέσα σε έναν χρόνο από την άφιξή του στην C-T-R, σε μια ομιλία προς το προσωπικό το 1915, καθιέρωσε την πρώτη προτεραιότητα της εταιρείας: τον σεβασμό και την ενίσχυση των εργαζομένων. Αυτή η φιλοσοφία, με κέντρο τον άνθρωπο και όχι τα προϊόντα, διατηρήθηκε ζωντανή επί δεκαετίες.