Skip to main content

Υπόθεση Μαρσελίνο: Η απαγωγή του 17χρονου Τσιγγάνου και οι «φίλοι» που ορκίζονταν εκδίκηση για μία στυγερή δολοφονία, που διέπραξαν οι ίδιοι

Μία σκοτεινή υπόθεση που συγκλόνισε ολόκληρη τη χώρα

Ήταν νέος, πολύ ταλαντούχος στο ποδόσφαιρο, από εύπορη οικογένεια, άκρως δημοφιλής και Τσιγγάνος (το 1990 δεν χρησιμοποιούσαμε ακόμη τον όρο Ρομά). Ο Μαρσελίνο ήταν μόλις 17 ετών, όταν κάποιοι που δήλωναν αδελφικοί του φίλοι οργάνωσαν μία απαγωγή, που κατέληξε στη στυγερή δολοφονία του.

Έχουν περάσει ακριβώς 33 χρόνια από τότε που 8 άτομα οδηγήθηκαν στο δικαστήριο και καταδικάστηκαν για τη δολοφονία του Γιάννη Τσατσάνη, όπως ήταν το όνομα του χαμογελαστού παιδιού που έπαιζε μπάλα και που πολλοί πίστευαν ότι θα φτάσει ψηλά. Η πολύκροτη δίκη έγινε τον Δεκέμβριο του 1991, αλλά τα δραματικά γεγονότα είχαν λάβει χώρα τον Μάρτιο του 1990. 

Μεταξύ των καταδικασθέντων δύο στενοί του φίλοι και ένας ξάδελφος. Ήξεραν ότι ο Γιάννης Τσατσάνης, πατέρας του θύματος, ήταν επιτυχημένος έμπορος ηλεκτρικών ειδών. Έβλεπαν (και φθονούσαν) τον 17χρονο Μαρσελίνο να οδηγεί ένα ωραίο αυτοκίνητο. Και πίστευαν πως είχαν βρει τον τρόπο να εκβιάσουν την οικογένεια για 150 εκατομμύρια δραχμές – ποσό που όμως δεν υπήρχε.

Οι «φίλοι» ήταν ο Κώστας Σπινάρης (ο οποίος ήταν μάλιστα εργαζόμενος στο κατάστημα του Γιώργου Τσατσάνη) και ο Δημήτρης Αγαπητός, συμπαίκτης του στον Κεραυνό. Ο ξάδελφος ήταν ο Βασίλης Βασιλείου, γνωστός ως Τζίνο. Ήταν ο άνθρωπος που είχε την αρχική ιδέα για την απαγωγή με στόχο τα λύτρα και δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να πείσει τους άλλους δύο.

Το σχέδιο της απαγωγής

Οι τρεις κατάφεραν, υποσχόμενοι εκατομμύρια, να στρατολογήσουν τον Δημήτρη Σκαφτούρο, αδελφό του αρχιμαφιόζου Γιάννη Σκαφτούρου, τον Σταμάτη Γρυπαίο, έναν ναύτη που είχε λιποτακτήσει και τον Γιάννη Λαζάρου, έναν νεαρό φανοποιό. Στο εδώλιο κάθισαν όλοι οι παραπάνω – πλην του Σκαφτούρου, που είχε καταφέρει να διαφύγει αρχικά στην Ιταλία και από εκεί στον Καναδά και τις ΗΠΑ. Μαζί τους τρία ακόμη άτομα, που δεν είχαν ενεργό συμμετοχή στην απαγωγή, αλλά γνώριζαν τα γεγονότα.

Ένα απόγευμα οι Σπινάρης και Αγαπητός συναντούν στην καφετέρια Τροπικάνα τον Μαρσελίνο και του λένε ότι ξέρουν ποιοι έκλεψαν το μαγνητόφωνο από το αυτοκίνητό του. Είχαν φροντίσει οι ίδιοι βεβαίως να το αποσπάσουν λίγες ημέρες νωρίτερα, για να έχουν μία αφορμή να τον οδηγήσουν κάπου απομακρυσμένα. Πράγματι τους ακολουθεί έως τα Πυροβολεία, στο Σχιστό. Το ημερολόγιο έγραφε 18 Μαρτίου.

Λίγα λεπτά, αφότου έφτασαν στο σημείο, όρμηξαν επάνω τους τρεις άντρες με κουκούλα. Ήταν οι Σκαφτούρος, Γρυπαίος και Λαζάρου. Οι δύο φίλοι προσποιούνται τους έντρομους και τρέπονται σε φυγή. Οι 3 δράστες αρπάζουν τον 17χρονο, του ακινητοποιούν τα χέρια με χειροπέδες και του φορούν κουκούλα στο κεφάλι για να μην βλέπει πού θα τον κατευθύνουν.

Η δολοφονία

Τον οδηγούν στο σπίτι του Γιάννη Πετράκη στο Χαϊδάρι, όπου έμεινε 5 ημέρες με κουκούλα και χειροπέδες, πριν οδηγηθεί στο σημείο της εκτέλεσής του. Οι απαγωγείς ζήτησαν 150 εκατομμύρια δραχμές, αλλά ο Γιώργος Τσατσάνης κατάφερε να συγκεντρώσει μόνο 30 εκατομμύρια και ειδοποίησε τις αρχές. Φοβούμενοι ότι ο Μαρσελίνο τους είχε αναγνωρίσει, αποφασίζουν να τον σκοτώσουν.

Παίρνουν το αυτοκίνητο ενός γνωστού τους, του Γιάννη Αβραμίδη και τον οδηγούν στις βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας, στα Σκούρτα Βοιωτίας. Σε ένα απόμερο χωράφι σκάβουν έναν λάκο. Ο Γρυπάρης φέρεται να είναι εκείνος που τράβηξε τη σκανδάλη δύο φορές. Ο Μαρσελίνο πέφτει νεκρός με τραύμα στην καρδιά και στον αυχένα.

Περί τα τέλη Μαρτίου η είδηση της απαγωγής έχει πια διαρρεύσει στα μέσα. Αλλά η οικογένεια και άπαντες πιστεύουν ότι ο 17χρονος είναι ακόμη ζωντανός. Οι απαγωγείς συνεχίζουν τα τηλέφωνα στον πατέρα. Είχαν μάλιστα φροντίσει να μαγνητοφωνήσουν τον Μαρσελίνο, ώστε οι γονείς του να ακούν και τη δική του φωνή στις κλήσεις.

Τα μέσα της εποχής

Εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί της εποχής στέλνουν ρεπόρτερ στην Αγία Βαρβάρα. Αρκετοί φαίνεται έκπληκτοι να ανακαλύπτουν πως οι Ρομά της περιοχής δεν ζουν σε καταυλισμούς και στη φτώχεια, ούτε ζητιανεύουν. Αλλά είναι επιτυχημένοι έμποροι, με αρκετό χρήμα και άνεση – κάτι που φαίνεται στα σπίτια, τα καταστήματά τους ή τα ακριβά αυτοκίνητα, που σπανίζουν στην περιοχή και όλοι γνωρίζουν σε ποιους ανήκουν.

Αφού καταρρίπτονται αυτά τα στερεότυπα, τα μέσα καταφεύγουν σε άλλα: Ο Μαρσελίνο είναι ο «όμορφος νεαρός, από τη φυλή της μουσικής και του έρωτα». Λίγοι έχουν αντιληφθεί τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Κανείς τότε ακόμη δεν έχει διανοηθεί πως μπορεί να εμπλέκονται πρόσωπα από το στενό περιβάλλον της οικογένειας – μίας οικογένειας ήσυχης, που απολάμβανε εκτίμησης στην περιοχή. Κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κάποιοι έκοψαν απότομα το νήμα της ζωής ενός 17χρονου παιδιού. Και πως οι θύτες δήλωναν φίλοι του.

Η αποκάλυψη της δολοφονίας

Χρειάστηκε να περάσουν δύο μήνες ακόμη.  Στις 19 Ιουνίου ο Χρήστος Αγάθης, κτηνοτρόφος στα Σκούρτα, βλέπει τα σκυλιά στο μαντρί του να γαβγίζουν και να τραβούν ένα κομμάτι ύφασμα. Στο σημείο αναδύεται μία έντονη δυσοσμία. Συνειδητοποιεί πως είναι θαμμένο ένα πτώμα και καλεί την αστυνομία. Στα ρούχα του θύματος οι αρχές βρίσκουν έναν αναπτήρα και τα κλειδιά ενός Volkswsagen. Το τελευταίο αυτό στοιχείο δημιουργεί υποψίες ότι ίσως πρόκειται για τον Γιάννη Τσατσάνη – κάτι που τελικά επιβεβαιώνεται.

Όταν γίνεται γνωστή ότι ο Μαρσελίνο είναι νεκρός, οι Αγαπητός, Σπινάρης και Βασιλείου έχουν το θράσος όχι μόνο να προσεγγίσουν την οικογένεια, αλλά και να δηλώσουν ότι θα αναζητήσουν τους φονιάδες και θα πάρουν εκδίκηση. Λέγεται μάλιστα ότι ο «Τζίνο» στην κηδεία του ήταν μεταξύ εκείνων που κρατούσαν το φέρετρο.

Οι αρχές αρχίζουν εντατικές έρευνες στα Σκούρτα. Και κάποια στιγμή ένας κάτοικος λέει για ένα αυτοκίνητο που είδε να κινείται ύποπτα την νύχτα στην περιοχή του εγκλήματος. Επειδή του έκανε εντύπωση, θυμόταν ότι η πινακίδα του άρχιζε από τα γράμματα ΒΝ. Από το στοιχείο αυτό αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της υπόθεσης. Οι πρώτες συλλήψεις δεν άργησαν να έρθουν. Και τα στόματα άνοιξαν. Τα όσα ήρθαν στο φως σόκαραν τους πάντες.

Πού κατέληξαν οι δράστες

Οι 8 από τους 9 εμπλεκόμενους κατέληξαν στη φυλακή. Ο Σπινάρης, παραβιάζοντας τακτική άδεια  την 1η Νοεμβρίου 2005, δραπετεύει από τη χώρα και βρίσκει καταφύγιο στην Τουρκία. Τον Μάρτιο του 2006 συλλαμβάνεται εκεί για υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών και καταδικάζεται σε κάθειρξη 12 ετών. Το 2015 εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ήταν πια 57 ετών. Ο Σκαφτούρος εκδόθηκε τελικά στην Ελλάδα το 2010.