Skip to main content

Η γυναίκα που ήταν μόνη δίπλα σε 1.365 άνδρες για 10 χρόνια. Κάθε πόρτα που άνοιξε ήταν μία πόρτα, που έσπασε η ίδια

Η Μίκι Σίμπερτ πήγε στη Νέα Υόρκη το 1954 με 500 δολάρια, ένα Studebaker και ένα όνειρο. Και το έκανε πραγματικότητα

Στην πρώτη της απόδραση από το σπίτι της στο Οχάιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η έφηβη Μιούριελ Σίμπερτ επισκέφθηκε το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.

Αργότερα, στην αυτοβιογραφία της, θα θυμόταν την αίθουσα συναλλαγών, όπως την είδε από ψηλά, σαν μια «θάλασσα ανδρών με σκούρα κοστούμια», που αντιλαλούσε από τον «βόμβο χιλιάδων συναλλαγών». Δήλωσε στους φίλους της ότι μια μέρα θα επέστρεφε εκεί και θα ζητούσε δουλειά. Γιατί όχι; Το σουβενίρ που κρατούσε στο χέρι της ήταν μια λωρίδα από το τικερ με τυπωμένο το όνομά της δίπλα στη φράση «Καλώς ήρθατε στο NYSE».

Όπως έχει γράψει το Times «το κράτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της, απολαμβάνοντας προφανώς την ειρωνεία. Κανείς δεν καλωσόρισε ποτέ τη Μιούριελ – ή Μίκι, όπως την ήξεραν όλοι-  Σίμπερτ στη Wall Street. Κάθε πόρτα που άνοιξε γι’ αυτήν ήταν πόρτα, που είχε σπάσει μόνη της». Και ήταν μία πόρτα που έδειχνε τον δρόμο και στις άλλες γυναίκες. Αξίζει λοιπόν να αφηγηθούμε την ιστορία της.

Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη με ένα Studebaker

Η Μιούριελ Φέι Σίμπερτ γεννήθηκε στο Κλίβελαντ στις 12 Σεπτεμβρίου 1928. Ήταν η δεύτερη κόρη του Ίργουιν Σίμπερτ, ενός οδοντιάτρου, και της συζύγου του, Μάργκαρετ. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Western Reserve για δύο χρόνια, αλλά το 1952 εγκατέλειψε τις σπουδές της πριν αποφοιτήσει, καθώς ο πατέρας της διαγνώστηκε με καρκίνο.

Πήγε ξανά στη Νέα Υόρκη το 1954 «με 500 δολάρια, ένα Studebaker και ένα όνειρο», όπως έχει πει. Προσλήφθηκε ως εκπαιδευόμενη με μισθό 65 δολαρίων την εβδομάδα στο τμήμα ερευνών της εταιρείας Bache & Company. «Ο τρόπος που λειτουργούσε ήταν ότι όλοι όσοι δούλευαν ήδη εκεί έδιναν στον νέο υπάλληλο έναν κλάδο που θεωρούσαν άχρηστο», είχε δηλώσει στους New York Times το 1992. «Εγώ πήρα τις αεροπορικές εταιρείες, πήρα τον κινηματογράφο — πράγματα που τότε κανείς δεν ήθελε».

Άλλαξε τρεις φορές δουλειά, αφού δήλωνε παραίτηση κάθε φορά που ανακάλυπτε πως οι άντρες που έκαναν την ίδια δουλειά πληρώνονταν πολύ περισσότερα από αυτήν. Σε κάθε δουλειά, ωστόσο, φρόντιζε να παρατηρεί και να μαθαίνει κάτι νέο. Κατά την αναζήτηση εργασίας διαπίστωσε ότι όταν η New York Society of Security Analysts έστελνε το βιογραφικό της με το όνομα Μιούριελ Σίμπερτ, δεν λάμβανε απαντήσεις, ενώ όταν το διένειμε με το όνομα M.F. Siebert, τα αποτελέσματα ήταν πολύ διαφορετικά. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και έχοντας συλλέξει πολύτιμες εμπειρίες από τις «μάχες» που έδινε για μία θέση σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, ήταν έτοιμη αυτή τη φορά να αγοράσει τη δική της θέση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.

8 «όχι» και ένα «ναι»

Δεν είχε δει ποτέ της γυναίκα στο trading floor του NYSE. Γιατί δεν είχε εργαστεί ποτέ γυναίκα σε αυτό. Αλλά δεν είχε δει και πουθενά κάποιον κανόνα, που να απαγορεύει σε γυναίκες να γίνουν traders και να πραγματοποιούν οι ίδιες απευθείας συναλλαγές. Και γνώριζε βαθιά μέσα της ότι αυτό ήταν που ήθελε να κάνει. Αυτός ήταν ο προορισμός της.

Έλαβε δάνειο για την αγορά της θέσης (που στοίχιζε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 445.000 δολαρίων) και είχε συγκεντρώσει την προμήθεια των 7.515 δολαρίων, που απαιτούσε η έναρξη της δραστηριότητάς της. Αλλά χρειαζόταν κάτι ακόμη. Να εγγυηθεί κάποιος για αυτήν, να εισηγηθεί να γίνει δεκτή. Εισέπραξε 8 «όχι» από άνδρες συναδέλφους της και ο 9ος της είπε το «ναι».

Έτσι το 1967 έγινε η πρώτη γυναίκα με θέση στην αίθουσα συναλλαγών του NYSE. Και για μία ολόκληρη δεκαετία παρέμεινε η μόνη γυναίκα, ανάμεσα σε 1.365 άνδρες. Μπορεί να αντιληφθεί κανείς τι αντιμετώπιζε – από παρενοχλήσεις έως υποτιμητική συμπεριφορά, αν και κατάφερε να αποσπάσει τελικά τον σεβασμό και την εκτίμηση των περισσοτέρων.

Lady’s room και Men’s club

Υπήρχε ωστόσο κάτι που λειτουργούσε ως σύμβολο των διακρίσεων κατά των γυναικών. Στο ισόγειο, όπου ήταν η αίθουσα συναλλαγών, δεν υπήρχε τουαλέτα γυναικών. Έπρεπε να ανέβει δύο ορόφους για να βρει την ένδειξη «Lady’s room». Για να πείσει τον διοικητή του NYSE να κάνει κάτι για αυτό, χρειάστηκε – ύστερα από ευγενικές παρακλήσεις και παροτρύνσεις – να καταφύγει… στην απειλή. Του διεμήνυσε πως εάν σε έναν μήνα δεν είχε προστεθεί γυναικεία τουαλέτα στον όροφο, θα έφερνε η ίδια μία φορητή.

Δεν ήταν μόνο στο NYSE όπου αντιμετώπιζε διακρίσεις και χρειαζόταν να δώσει μάχες, Κάποια στιγμή είχε μία συνάντηση σε γνωστή λέσχη του Μανχάταν, τη Union League Club, Όταν έφτασε δεν της επετράπη να χρησιμοποιήσει το ασανσέρ. Γιατί ήταν «men’s club», μία λέσχη αποκλειστικά για κυρίους.

Έπρεπε να περάσει μέσα από την κουζίνα και να ανέβει την πίσω σκάλα για να φτάσει στον χώρο συνάντησης. Ήταν εξοργισμένη. Όταν τη ρώτησαν οι άνδρες συνάδελφοί της, τι είχε συμβεί και τους εξήγησε, την κάλεσαν να μπει μαζί τους στο ασανσέρ κατά την αποχώρηση. Και πάλι οι υπεύθυνοι της λέσχης απαγόρευσαν την είσοδό της στο ασανσέρ. Τότε οι άνδρες συνάδελφοί της αρνήθηκαν να μπουν και εκείνοι και έφυγαν και εκείνοι από τις σκάλες και την κουζίνα. Δήλωσαν ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ.

Με τον δικό της τρόπο

Το 1977, η Σίμπερτ έσπασε ακόμη μία γυάλινη οροφή. Έγινε η πρώτη γυναίκα υπεύθυνη τραπεζικής εποπτείας της Νέας Υόρκης. Ήταν ιδιαίτερα περήφανη για το γεγονός ότι κανένας τραπεζικός οργανισμός δεν χρεοκόπησε κατά τη διάρκεια των πέντε δύσκολων οικονομικά χρόνων της θητείας της. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να διεκδικήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για τη Γερουσία των ΗΠΑ, επέστρεψε στη χρηματιστηριακή εταιρεία, που είχε ιδρύσει, και συνέχισε να μάχεται με τον δικό της τρόπο: με εξυπνάδα, θάρρος και χρήματα – είχε και τα τρία σε αφθονία.

Ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας της για τη στήριξη γυναικών στον επιχειρηματικό τομέα, την προώθηση της οικονομικής παιδείας και τη στήριξη φιλανθρωπικών σκοπών.

Όταν πέθανε το 2013, σε ηλικία 84 ετών, όλοι μίλησαν για μία πρωτοπόρο. Η ίδια χαρακτήριζε εαυτόν πεισματάρα και αντισυμβατική.