Πεισματάρης αναμφίβολα, αυστηρός, αλλά δίκαιος, εργατικός πολύ, γενναιόδωρος ακόμη περισσότερο. Κάπως έτσι έχουν περιγράψει τον Κόνραντ Νίκολσον Χίλτον όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά και να δουλέψουν στο πλευρό του.
Γεννήθηκε σε πλούσια οικογένεια, αλλά δεν ζούσε στη χλιδή. Ο πατέρας του, Γκας Χίλτον, ήταν μεγαλέμπορος και χρηματοδότης ορυχείων στη μικροσκοπική, ηλιόλουστη πόλη εξόρυξης του Σαν Αντόνιο, στο Νέο Μεξικό. Από μικρός έλεγε ότι ήθελε να γίνει τραπεζίτης και σε ηλικία τριάντα ενός ετών πήγε στο Τέξας για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Όταν ένας τραπεζίτης ζήτησε περισσότερα χρήματα για να του πουλήσει την τράπεζά του, κατέληξε σε ένα κοντινό κακόφημο ξενοδοχείο. Είδε πόσο γεμάτο ήταν και το αγόρασε με τις οικονομίες των 5.000 δολαρίων και τη στήριξη φίλων του. Έχτισε σταδιακά μία μικρή αλυσίδα ξενοδοχείων στο Τέξας. Και κινδύνεψε να χάσει τα πάντα, τρεις φορές, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης.
Ωστόσο, η φιλοδοξία και η επιμονή του τον κράτησαν ζωντανό στις χειρότερες στιγμές. Στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του στα μεγαλύτερα ξενοδοχεία του Σικάγο και της Νέας Υόρκης, και με την πάροδο του χρόνου τόλμησε το άλμα στο εξωτερικό, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη ξενοδοχειακή αλυσίδα στον κόσμο.
Η ιστορία του Κόνραντ Χίλτον είναι εντυπωσιακή. Και αξίζει να την αφηγηθούμε.
Η καταγωγή του
Ο Άγουστος Χ. Χίλτον, γεννημένος στη Νορβηγία το 1854, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες αναζητώντας νέες ευκαιρίες. Βρήκε αυτές τις ευκαιρίες στο ξηρό, απομονωμένο χωριό Σαν Αντόνιο στην Επικράτεια του Νέου Μεξικό, όταν έφτασε εκεί τη δεκαετία του 1880, ακριβώς μετά την άφιξη του Σιδηροδρόμου Σάντα Φε στην περιοχή.
Το 1885 παντρεύτηκε με τη Μαίρη, που προερχόταν από μία γερμανικής καταγωγής, Καθολική στο θρήσκευμα, οικογένεια, και απέκτησαν οκτώ παιδιά, εκ των οποίων τα επτά έφτασαν στην ενηλικίωση.
Το δεύτερο παιδί ήρθε ως χριστουγεννιάτικο δώρο. Γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1887 και έλαβε το όνομα Κόντραντ. Για κάθε νέο παιδί, ο Γκας πρόσθετε ένα δωμάτιο στο απλό, αλλά ευρύχωρο σπίτι τους.
Ο Γκας σταδιακά δημιούργησε το μεγαλύτερο εμπορικό κατάστημα στο Σαν Αντόνιο, χρηματοδότησε μεταλλωρύχους και απέκτησε πλούτο και σεβασμό τόσο εκεί όσο και στην κοντινότερη πόλη, το Σοκόρο.
Τα παιδικά χρόνια
Ο νεαρός Κόνι είχε μια γεμάτη ζωή. Καλλιεργούσε και πωλούσε καλαμπόκι και άλλα λαχανικά, μάθαινε ισπανικά σε μια πόλη με λίγες αγγλόφωνες οικογένειες, βελτίωνε τις δεξιότητές του στο πιάνο και εργαζόταν στο κατάστημα του πατέρα του με μισθό 5 δολάρια τον μήνα.
Ο Κόνραντ περιγράφει λεπτομερώς την παιδική του ηλικία και τα πρώτα χρόνια της καριέρας του στην αυτοβιογραφία του, Be My Guest, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1957. Εκεί αναφέρει ότι στο πατρικό του έμαθε δύο αξίες που τον καθοδήγησαν σε όλη του τη ζωή: την εργασία και την πίστη. Ο πατέρας του έμαθε στα παιδιά του να βοηθούν στην επιχείρηση από μικρή ηλικία. Η μητέρα του, Μαίρη Τζενεβιέβ, ήταν πολύ θρησκευόμενη. Ενστάλαξε στον γιο της μια βαθιά αφοσίωση στη χριστιανική πίστη και τη δύναμη της προσευχής, κάτι που, όπως ο ίδιος έχει πει, επηρέασε βαθιά ολόκληρη τη ζωή και την καριέρα του.
Δεν ήταν πολύ καλός μαθητής, αλλά διέπρεπε στα μαθηματικά. Στην ηλικία των 15 ετών ο Κόνραντ Χίλτον ήταν επίσης καλός χορευτής, παίκτης μπρίτζ και πόκερ, πιανίστας, παίκτης τένις και άκρως κοινωνικός.
Η κρίση του 1907
Το κατάστημα και το οικογενειακό σπίτι βρίσκονταν ακριβώς δίπλα στη βασική σιδηροδρομική γραμμή, και έτσι η οικογενειακή επιχείρηση πήγαινε εξαιρετικά καλά έως και το 1907. Τότε μια απροσδόκητη χρηματοπιστωτική κρίση, γνωστή και ως «O Πανικός», εξανέμισε τα οικονομικά του Γκας.
Οι Χίλτον αναγκάστηκαν να βρουν μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος, και ο Γκας αποφάσισε να ακολουθήσει την ιδέα του μεγαλύτερου γιου του: θα διαχειρίζονταν ένα οικογενειακό ξενοδοχείο, νοικιάζοντας δωμάτια στο ίδιο τους το σπίτι.
Η Μαίρη Χίλτον και οι τέσσερις αδελφές του Κόνραντ αναλάμβαναν τα καθήκοντα της κουζίνας, ενώ οι άνδρες (ο Γκας, ο Κόνραντ και οι δύο αδελφοί του) ασχολούνταν με τις αποσκευές και άλλες βαριές εργασίες.
Η καλή εξυπηρέτηση και οι λογικές τιμές οδήγησαν γρήγορα στη φήμη ότι το σπίτι των Χίλτον ήταν το μέρος που έπρεπε να μείνει κανείς αν περνούσε από το Σαν Αντόνιο. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία του Κόνραντ στη διαχείριση ξενοδοχείου, αν και τότε δεν περίμενε ότι αυτή θα γινόταν η σταδιοδρομία που θα τον έκανε διάσημο σε όλο τον κόσμο.
Πολιτικός και στρατιώτης
Όταν ήταν 16 ετών, ο Κόνραντ άφησε το σχολείο για να εργαστεί ως υπάλληλος σε ένα εμπορικό κατάστημα στο Σαν Αντόνιο. Παρά τις δυσκολίες της εποχής, ο νεαρός Χίλτον απέδειξε την αξία του και ανέπτυξε τις δεξιότητές του στις πωλήσεις και τις επιχειρηματικές συναλλαγές. Ωστόσο, ήθελε να κάνει κάτι περισσότερο.
Άκρως φιλόδοξος, το 1912, έγινε το νεότερο μέλος της νέας Πολιτειακής Νομοθετικής Συγκλήτου του Νέου Μεξικού, εκλεγμένος ως Ρεπουμπλικανός. Ο πατέρας του είχε υποστηρίξει τον αντίπαλό του, καθώς ήθελε ο Κόνι να μείνει στο σπίτι και να δουλέψει στο κατάστημα. Ενώ ο Κόνι υπηρέτησε σε οκτώ επιτροπές και παρουσίασε δεκαεννέα νομοσχέδια (εννέα από τα οποία πέρασαν), σύντομα απογοητεύτηκε από τη γραφειοκρατία, τη βραδύτητα, την απάτη, το ψέμα και τις παρασκηνιακές συμφωνίες στην πολιτική.
Με την πάροδο του χρόνου, ο Κόνι ανέπτυξε την επιθυμία να γίνει τραπεζίτης. Πήρε τα 2.900 δολάρια που είχε αποταμιεύσει και συγκέντρωσε 30.000 δολάρια για να ιδρύσει την Τράπεζα Νέου Μεξικού του Σαν Αντόνιο, συμπεριλαμβανομένης μιας μικρής επένδυσης από τον πατέρα του.
Αλλά όταν η νεοσύστατη διοίκηση συναντήθηκε, εξέλεξε έναν ηλικιωμένο τραπεζίτη ως πρόεδρο, αποκλείοντας τον Κόνι. Ήταν η πρώτη μεγάλη απογοήτευση σε έναν χώρο, που δεν θα ήταν εκείνος στον οποίο τελικά θα μεγαλουργούσε.
Μέχρι το 1916, ο πόλεμος ήταν στον ορίζοντα. Ο Γκας πούλησε το κατάστημα και ο Κόνι πούλησε την τράπεζα. Το 1917, ο Κόνι κατετάγη στον στρατό. Και η στρατιωτική θητεία του τον ταξίδεψε και του άνοιξε τα μάτια σε έναν ευρύτερο κόσμο.
Στο Κέντρο Εκπαίδευσης Αξιωματικών στο Πρεσιντίο, είδε το Σαν Φρανσίσκο για πρώτη φορά και ερωτεύτηκε την πόλη όπως τόσοι άλλοι πριν από αυτόν.
Πήγε επίσης στην Ουάσινγκτον, στο Τζάκσονβιλ της Φλόριντα, στη Νέα Υόρκη και τελικά έφτασε έως τη Γαλλία. Στάθμευσε στο Παρίσι και όταν υπεγράφη η ανακωχή τον Νοέμβριο, είδε δύο εκατομμύρια ανθρώπους να γιορτάζουν στους δρόμους.
Αντί για τράπεζα, ξενοδοχείο
Ο Κόνι επέστρεψε στο Σοκόρο και το Σαν Αντόνιο το 1919. Ο πατέρας του είχε πεθάνει και εκείνος ο κόσμος του φαινόταν πια μικρός. Αποφάσισε να πάει στο Τέξας για να ασχοληθεί με την τραπεζική. Στο Σίκο βρήκε μια τράπεζα προς πώληση για 75.000 δολάρια.
Εκείνος ήταν διατεθειμένος να δώσει έως 50.000 δολάρια και ήθελε να μείνει για να διαπραγματευτεί την τιμή. Αποφάσισε έτσι να περάσει τη νύχτα στο μόνο ξενοδοχείο της πόλης, το Mobley Hotel. Ήταν ένα παλιό ξενοδοχείο με πολλά προβλήματα. Αλλά ο Κόνραντ είδε σε αυτό μία μεγάλη ευκαιρία.
Μέσα σε λίγες ώρες είχε πείσει τον ιδιοκτήτη να του το πουλήσει. Και χρειάστηκαν μερικές ώρες ακόμη για να πείσει φίλους του να επενδύσουν σε αυτό. Τους είπε ότι ήταν «ένας συνδυασμός καταλύματος και χρυσωρυχείου». Συγκέντρωσε 20.000 δολάρια, δανείστηκε τα υπόλοιπα από μια τράπεζα.
Ήταν 31 ετών, ίσως λίγο αργά για να μπει σε μια νέα βιομηχανία εκείνη την εποχή. Αλλά αυτό το πρώτο βήμα θα άλλαζε όχι μόνο τη δική του ζωή, αλλά και τον κλάδο των ξενοδοχείων για τον επόμενο αιώνα.
Μένοντας όρθιος παρά τις δυσκολίες
Η επιτυχία του Χίλτον δεν ήρθε εύκολα. Αντιμετώπισε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, όταν και έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας τρεις φορές. Αλλά με τη βοήθεια των καλών του φίλων και τη στρατηγική του να μειώνει τα κόστη, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα, κατάφερε να επιβιώσει.
Συνεχώς αναζητούσε νέες ευκαιρίες και επέκτεινε την αλυσίδα του, επενδύοντας σε περισσότερα ξενοδοχεία και αναπτύσσοντας τη φήμη του για την παροχή πρώτης ποιότητας υπηρεσιών και εξαιρετικής φιλοξενίας. Ιδιαίτερη έμφαση έδινε και στο ανθρώπινο δυναμικό. Πίστευε ότι αν οι συνεργάτες και οι υπάλληλοί σου δεν είναι ευχαριστημένοι, δεν μπορείς και ο ίδιος να πετύχεις.
Έχτισε την πιο επιτυχημένη και αναγνωρισμένη αλυσίδα ξενοδοχείων στον κόσμο. Και αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς επιχειρηματίες, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις για πολλές δεκαετίες.
Η αφοσίωσή του στην οικογένεια, η φιλοδοξία του για επιτυχία και η ακούραστη εργασία του τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πιο σημαντικούς επιχειρηματίες του 20ού αιώνα.
Το φιλανθρωπικό έργο
Ίδρυσε το Conrad Hilton Foundation το 1944 για να προωθήσει τις φιλανθρωπικές του προσπάθειες και να κάνει τη διαφορά στις ζωές των άλλων.
Ο Χίλτον κληροδότησε όλη την περιουσία του στο Ίδρυμα με στόχο να ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία σε όλο τον κόσμο.
Από την ίδρυσή του Χίλτον έχει απονείμει περισσότερα από 3,2 δισεκατομμύρια δολάρια σε δωρεές.
Ο Κόνραντ Χίλτον πέθανε το 1979, αλλά η κληρονομιά του συνεχίζει να ζει μέσα από την αλυσίδα ξενοδοχείων που φέρει το όνομά του.
Πηγές:
- Archbridge Ιnstitute
- Τhe Story of Hilton Hotels: Little Americas, Dr Barbara Czyzewska
- This Day in Business History, Raymond Francis
- Hilton Foundation