Skip to main content

Ο «Ιβάν ο τρομερός» της Wall Street: Πώς έστησε τη μεγάλη απάτη για να αποδείξει ότι «η απληστία κάνει καλό»

Η άνοδος και η πτώση του ταλαντούχου Ιβάν Μπόσκι

Ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ τον καταδικάζει σε κάθειρξη 3 ετών και πρόστιμο ύψους 100 εκατ. δολαρίων. Ο Τύπος και η κοινή γνώμη ξεσπά. Η ποινή θεωρείται «χάδι» για τον άνθρωπο που ευθυνόταν για αυτό που η Wall Street Journal τότε χαρακτήρισε «το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία της Wall Street».

Το ημερολόγιο έγραφε 18 Δεκεμβρίου 1987, όταν ανακοινώθηκε η ποινή για τον Ιβάν Μπόσκι, τον άνθρωπο που ενέπνευσε εν μέρει τον χαρακτήρα του Γκόρντον Γκέκο στην ταινία του “Wall Street”.  Θεωρούνταν ιδιοφυΐα στο αρμπιτράζ κινδύνου, τον θαύμαζαν πολλοί για τις ικανότητές του και τον μίσησαν άλλοι τόσοι για τα όσα ήρθαν στο φως.

«Νομίζω ότι η απληστία είναι υγιής. Μπορείς να είσαι άπληστος και να αισθάνεσαι ακόμα καλά με τον εαυτό σου», είχε πει σε μια ομιλία αποφοίτησης στη Σχολή Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϊ, το 1986.

Μερικούς μήνες αργότερα, ο άντρας που ήταν γνωστός στη Wall Street ως «Ιβάν ο Τρομερός» ήρθε αντιμέτωπος με κατηγορίες  που θα αμαύρωναν την εικόνα του και θα τον οδηγούσαν αρχικά στη χρεοκοπία και μετά στη φυλακή.

Τα πρώτα βήματα

Ο Ιβάν Φρεντερίκο Μπόσκι γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1937 και μεγάλωσε στο Ντιτρόιτ, όπου οι γονείς του είχαν εστιατόρια. Έχει πει ότι σε ηλικία 13 ετών αγόρασε ένα φορτηγό και το οδηγούσε χωρίς άδεια στην περιοχή των πάρκων της πόλης, όπου πουλούσε παγωτά.

Με πτυχίο από το Κολέγιο Νομικής του Ντιτρόιτ, εργάστηκε ως δικαστικός υπάλληλος σε αμερικανικό περιφερειακό δικαστήριο πριν ενταχθεί στην εταιρεία λογιστικών υπηρεσιών Touche Ross.

Μπήκε στον μαγικό κόσμο της Wall Street το 1966, εντασσόμενος στην L F Rothschild ως αναλυτής τίτλων. Το 1975, με 700.000 δολάρια που χρηματοδοτήθηκαν από την οικογένεια της συζύγου του, ίδρυσε τη δική του εταιρεία που ειδικευόταν στο αρμπιτράζ κινδύνου.

Πώς έχτισε την καριέρα και το όνομά του

Ο Μπόσκι έγινε θρύλος, επενδύοντας τεράστια ποσά σε εταιρείες πιθανούς στόχους εξαγοράς, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τα μικρά αλλά προβλέψιμα κέρδη που ακολουθούν τις φήμες περί εξαγορών.

Μέχρι το 1981, η εταιρεία Ivan F Boesky Corp είχε περιουσιακά στοιχεία άνω των 500 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο ίδιος δήλωνε ότι είχε «μονομανία» με το χρήμα, «μια αρρώστια μπροστά στην οποία είμαι ανίσχυρος».

«Η μηχανή δεν θέλει να σταματήσει», έλεγε εξηγώντας γιατί δουλεύει 20 ώρες την ημέρα. «Δεν ξέρω πώς να μην δουλεύω. Δεν ξέρω πώς να ξεκουραστώ». Είτε σε πάρτι είτε κάτω από την οδοντιατρική τροχιά, ο ψηλός και άψογα ντυμένος Μπόσκι μιλούσε μόνο για δουλειά.

Στην τεράστια, μαρμάρινη σουίτα του γραφείου του στη 5η Λεωφόρο του Μανχάταν, πάταγε κουμπιά σε κονσόλα τηλεφώνου 300 γραμμών και μελετούσε τα στοιχεία της αγοράς μετοχών σε μια σειρά από οθόνες.

Το 1985, καθιερώθηκε ως ο πρύτανης του αρμπιτράζ συγχωνεύσεων με το βιβλίο του “Merger Mania”. Συχνά, η είδηση ότι ο Μπόσκι επένδυε σε μια εταιρεία ήταν αρκετή για να προτρέψει άλλους κερδοσκόπους να εισέλθουν στην αγορά, δημιουργώντας μια αυτοεκπληρούμενη αύξηση στην τιμή της μετοχής.

Ο ίδιος πάντα υποστήριζε ότι αγόραζε μετοχές μόνο αφού ανακοινώνονταν επίσημες προσφορές εξαγοράς.

Αλλά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απέδειξε ότι λάμβανε πληροφορίες από επενδυτικούς τραπεζίτες για διαπραγματεύσεις που ήταν σε εξέλιξη και τις χρησιμοποιούσε παράνομα πριν αυτές γίνουν δημόσιες. Είχε δηλαδή στήσει ένα από τα μεγαλύτερα δίκτυα insider trading.

Η συνεργασία με την αστυνομία

Η ποινή θα ήταν κανονικά πολύ βαρύτερη, αλλά πέτυχε την αισθητή ελάφρυνσή της γιατί συνεργάστηκε στην έρευνα των αρχών, αποκαλύπτοντας τα δίκτυα του insider trading και παραδίδοντας ηχητικό υλικό από συνομιλίες με επιχειρηματίες και άλλους παράγοντες.

Η χρηματο-οικονομική κοινότητα τον ξέγραψε περισσότερο ως «καρφί», παρά ως απατεώνα. «Έχει στιγματιστεί ως συνεργάτης της αστυνομίας. Είναι κάτι σαν λεπρός στην κοινότητα των χρηματοοικονομικών», είχε δηλώσει ο δικηγόρος του, Λεόν Σίλβερμαν, στην ακροαματική διαδικασία της ποινής του πελάτη του.

Ο Μπόσκι κατέθεσε εναντίον του Μάικλ Μίλκεν, του βασιλιά των junk bonds, του οποίου η εντυπωσιακή άνοδος και πτώση αποτύπωσαν επίσης την εποχή.

Και οι τίτλοι τέλους

Έμεινε περίπου δύο χρόνια στη φυλακή, στο Λόμποκ της Καλιφόρνια. Πρόκειται για ένα σωφρονιστικό κατάστημα με γήπεδα τένις, γήπεδο γκολφ, γυμναστήριο και μπιλιάρδο. Αλλά αντί να κερδίζει εκατομμύρια, κέρδιζε 3 δολάρια την ημέρα για εργασίες όπως ξυλουργική.

Μετά την αποφυλάκισή του, το 1990, ο Μπόσκι κρατούσε χαμηλό προφίλ. Αναφέρθηκε ότι είχε εγγραφεί σε εβραϊκές σπουδές και ασχολήθηκε με projects που βοηθούν τους άστεγους.

Ζούσε σε ένα πολυτελές σπίτι με θέα στον Ειρηνικό Ωκεανό στη Λα Χόγια της Καλιφόρνια, το οποίο πήρε από τη συμφωνία διαζυγίου με την πρώην σύζυγό του, Σίμα, κόρη ενός μεγαλοεργολάβου ακινήτων.

Πέθανε τον περασμένο Μάιο, σε ηλικία 87 ετών.