Συνέβη στις 5 Οκτωβρίου 1962: η μία και μοναδική πρόταση μομφής που υπερψηφίστηκε επί Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Μένει να δούμε αν θα υπάρχει και δεύτερη και πέσει η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ, υπό την απειλή της μομφής από την Εθνική Συσπείρωση και το Νέο Λαϊκό Μέτωπο λόγω του προϋπολογισμού.
Την ώρα που οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης ανακοίνωσαν ότι θα καταθέσουν προτάση μομφής ως απάντηση στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης Μπαρνιέ και στην πιθανότητα χρήσης του άρθρου 49.3, ιδού τη συνέβη στη μοναδική φορά που μια κυβέρνηση ανατράπηκε από την Εθνοσυνέλευση, στις 5 Οκτωβρίου 1962, επί προεδρίας Σαρλ ντε Γκωλ και πρωθυπουργίας Ζωρζ Πομπιντού.
Ο στρατηγός ντε Γκωλ προωθούσε μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση, η οποία αποσκοπούσε στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Μέχρι τότε, ο Πρόεδρος δεν εκλεγόταν από το λαό αλλά από ένα σώμα εκλεκτόρων, συμπεριλαμβανομένων των βουλευτών και των γερουσιαστών.
Η βομβιστική επίθεση στο Petit Clamart
Κομβική ήταν η βομβιστική επίθεση Petit-Clamart, στις 22 Αυγούστου 1962, η οποία αναφερόταν επίσης από τους δράστες της ως Επιχείρηση Charlotte Corday, από το όνομα της Γιρονδίνης και δολοφόνου του Ζαν Πωλ Μαρά.
Ήταν μια απόπειρα δολοφονίας που οργανώθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ζαν-Μπαστιάν Τιρί (Jean Bastien-Thiry) με την Organisation armée secrète (OAS, ΟΑΣ-Οργάνωση Μυστικός Στρατός) και είχε ως στόχο να σκοτώσει τον ντε Γκωλ, πρόεδρο της Γαλλίας εκείνη την εποχή.
Κανείς δεν σκοτώθηκε και μόνο ένα άτομο, που βρέθηκε στα διασταυρούμενα πυρά, τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης, την οποία ακολούθησε εντατική έρευνα υπό την ηγεσία των γαλλικών αρχών. Το ανθρωποκυνηγητό έληξε με τη σύλληψη σχεδόν όλων των συμμετεχόντων μέσα σε λίγους μήνες.
Ο αντισυνταγματάρχης οδηγήθηκε ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου, όπου δικαιολόγησε την πράξη του υποστηρίζοντας ότι ο ντε Γκωλ ήταν τύραννος. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε με εκτελεστικό απόσπασμα την άνοιξη του 1963 και παραμένει το τελευταίο άτομο που εκτελέστηκε με τον τρόπο αυτό στη Γαλλία.
Η πρόταση για δημοψήφισμα
Μετά τη βομβιστική επίθεση στο Petit Clamart, ο στρατηγός ντε Γκωλ ανακοίνωσε σε τηλεοπτικό του διάγγελμα στις 20 Σεπτεμβρίου 1962 ότι θα διεξαχθεί δημοψήφισμα για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με άμεση και καθολική ψηφοφορία, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 11 του Συντάγματος. Ο Γκαστόν Μονερβίλ (Gaston Monnerville), πρόεδρος της Γερουσίας, δήλωσε στο Συνέδριο του Ριζοσπαστικού Κόμματος στις 30 Σεπτεμβρίου ότι το δημοψήφισμα ήταν μια «απάτη».
Στις 2 Οκτωβρίου 1962, ο ντε Γκωλ απηύθυνε μήνυμα στο Κοινοβούλιο.
Στην Εθνοσυνέλευση, η συνεδρίαση διακόπηκε στις 4.10 μ.μ. και συνεχίστηκε στις 7.30 μ.μ. για να αναγνωριστεί η κατάθεση πρότασης μομφής.
Στην ομιλία του, ο τότε πρωπουργός Ζωρζ πομπιντού ανέφερε ότι η υιοθέτηση της άποψης των αντιτιθέμενων στη διαδικασία του άρθρου 11 θα επέτρεπε στη Γερουσία -σε συνταγματικά θέματα- να ανατρέψει την κοινή βούληση των άλλων δημόσιων εξουσιών και του λαού, ενώ δεν θα μπορούσε να το κάνει για έναν απλό νόμο.
Υπενθύμισε τη δράση του στρατηγού ντε Γκωλ για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, από τον πόλεμο μέχρι τον αγώνα κατά του ΟΑΣ (Οργάνωση Μυστικός Στρατός, μια ακροδεξιά γαλλική παραστρατιωτική οργάνωση αντιφρονούντων κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας), και δήλωσε ότι «η χώρα θα αποφασίσει με τα δύο μέσα που της είναι ανοικτά».
Η μεταρρύθμιση δεν άρεσε στα μέλη του κοινοβουλίου. Ριζοσπάστες, ανεξάρτητοι, σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες κατέθεσαν πρόταση μομφής στις 4 Οκτωβρίου 1962 κατά της κυβέρνησης του Ζωρζ Πομπιντού, η οποία έλαβε την επόμενη ημέρα την απόλυτη πλειοψηφία, με 280 βουλευτές υπέρ σε σύνολο 480. Ο Πομπιντού και η κυβέρνησή του ανατράπηκαν και ο Σαρλ ντε Γκωλ αποφάσισε να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση.
Αυτό βέβαια που ακολούθησε δεν ήταν παρά απογοήτευση για τους νικητές βουλευτές. Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 25 Νοεμβρίου, οι Γκωλικοί κέρδισαν με πάνω από 40% των ψήφων και απέκτησαν την απόλυτη πλειοψηφία στη Συνέλευση. Ακόμα χειρότερα, οι εκλογές με άμεση και καθολική ψηφοφορία είχαν εν τω μεταξύ υιοθετηθεί με δημοψήφισμα. Τίποτα δεν εμπόδισε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να διορίσει εκ νέου πρωθυπουργό τον Πομπιντού.