Κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος «Undermoney» του 2022 είναι ένας μεγιστάνας των hedge fund της Νέας Υόρκης που εμπλέκεται σε έναν κόσμο διεφθαρμένων κατασκόπων, Ρώσων μισθοφόρων και θησαυροφυλακίων με μαύρο χρήμα. Πολύ χρήμα.
Σε ένα απόσπασμα, ένας υπεύθυνος ασφαλείας λέει στον χρηματιστή: «Εικάζω ότι οι χάκερ κλέβουν τα δεδομένα σας κάθε μέρα και τις περισσότερες φορές οι άνθρωποί σας δεν γνωρίζουν καν ότι είναι εκεί».
Στην πραγματική ζωή, ένας Ισραηλινός ιδιωτικός ερευνητής ονόματι, Αμίτ Φόρλιτ, βρίσκεται σε εποπτευόμενη απαγόρευση κυκλοφορίας σε μια πολυτελή γειτονιά του βόρειου Λονδίνου, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο έκδοσης στις ΗΠΑ για ομοσπονδιακές κατηγορίες hacking. Οι εισαγγελείς διερευνούν εάν ο Φόρλιτ ενορχήστρωσε την κλοπή email από Αργεντινούς αξιωματούχους ενώ εργαζόταν για λογαριασμό ενός μεγάλου hedge fund που μήνυσε τη χώρα της Νότιας Αμερικής για χρεοκοπία.
Ο συγγραφέας του «Undermoney» είναι ο δικηγόρος και χρηματιστής Τζέι Νιούμαν, ο οποίος πέρασε δύο δεκαετίες σε αυτό το hedge fund, την Elliott Management. Το trade που καθόρισε την καριέρα του; Έβγαλε κέρδος πολλών δισεκατομμυρίων από τη χρεοκοπία της Αργεντινής.
Οι εισαγγελείς θέλουν να μάθουν τι είναι φαντασία και τι πραγματικότητα. Η έρευνα τους, που εκτείνεται σε όλη την υδρόγειο, εξετάζει εξονυχιστικά, μεταξύ άλλων, τη σχέση μεταξύ του Φόρλιτ και του Νιούμαν. Στο επίκεντρο αυτού του μέρους της υπόθεσης: Βοήθησε μια υποτιθέμενη επιχείρηση hacking που είχε οργανώσει ο Φόρλιτ τη νίκη της Elliott επί της Αργεντινής;
Ο Νιούμαν και η Elliott δεν έχουν κατηγορηθεί για συγκεκριμένα αδικήματα, αλλά οι εισαγγελείς διερευνούν πόσα γνώριζαν οι πελάτες του Φόρλιτ για την υποτιθέμενη πειρατεία του. Μια ξεχωριστή εστίαση της έρευνας των ΗΠΑ εξετάζει τη δουλειά που έκανε ο Ισραηλινός για μία συμβουλευτική εταιρεία, η οποία είχε αναλάβει τη μάχη της Exxon Mobil με τους επικριτές για την κλιματική αλλαγή. Ο πετρελαϊκός γίγαντας επίσης δεν έχει κατηγορηθεί για αδικοπραγία. «Η Exxon Mobil δεν ενεπλάκη ή δεν γνώριζε οποιεσδήποτε δραστηριότητες hacking», δήλωσε εκπρόσωπος της εταιρείας.
Σε ένα email στη Wall Street Journal, ο Νιούμαν είπε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει για τις στρατηγικές του όσο ήταν στο Elliott, αλλά ότι «οποιαδήποτε υπόθεση ή υπαινιγμός ότι εγώ ή η εταιρεία κάναμε οτιδήποτε παράνομο είναι κατηγορηματικά ψευδής».
Όσο για τον Φόρλιτ ή άλλους που μπορεί να συνεργάστηκαν με την Elliott για την υπόθεση, ο Νιούμαν είπε: «Δεν μπορώ για λόγους εμπιστευτικότητας να επιβεβαιώσω άτομα ή ιδρύματα με τα οποία η Elliott θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να έχει συνεργαστεί. Θα έπρεπε να ρωτήσεις την εταιρεία». «Κανείς στην Elliott δεν γνωρίζει ότι κάποιος στην εταιρεία έχει εξουσιοδοτήσει, έχει αναθέσει ή έχει πληρώσει για οποιαδήποτε δραστηριότητα hacking. Όταν ο Τζέι Νιούμαν αποχώρησε από την Elliott το 2016, υπέγραψε δήλωση ότι «δεν γνωρίζει κανένα γεγονός που πιστεύει ότι είναι…παρελθούσα ή τρέχουσα παραβίαση νόμων, κανόνων και /ή κανονισμών».
Οι κεντρικοί χαρακτήρες
Ο Νιούμαν και ο Φόρλιτ είναι και οι ίδιοι χαρακτήρες πλασμένοι για πρωταγωνιστές.
Ο Νιούμαν έχει πτυχία από το Γέιλ και το Κολούμπια και συνέγραψε βιβλία για το… κέντημα και άλλες τέχνες πριν ξεκινήσει μια ζηλευτή καριέρα στη Wall Street. Ο Φόρλιτ εκδιώχθηκε από τη Σιν Μπετ, την εσωτερική υπηρεσία πληροφοριών του Ισραήλ, για πειθαρχικούς λόγους και στη συνέχεια δημιούργησε μια κερδοφόρα επιχείρηση ως ιδιωτικός ερευνητής. Πριν από λίγο περισσότερο από μια δεκαετία, οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν όταν ο Φόρλιτ άρχισε να εργάζεται για την εκστρατεία στην Αργεντινή.
Οι εισαγγελείς διερευνούν τώρα 20 εκατομμύρια δολάρια που καταβλήθηκαν σε μια εταιρεία που ελέγχεται από τον Φόρλιτ, μέσω μιας εταιρείας συμβούλων που εργαζόταν για λογαριασμό της Elliott, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές που επικαλείται η WSJ. Σε μια κατάθεση του 2022, ο Φόρλιτ αρνήθηκε ότι είχε εμπλακεί ποτέ σε hacking.
Κατά την προώθηση του βιβλίου του, ο Νιούμαν δεν απέτρεψε κανέναν από το να πιστέψει ότι ακολούθησε το διάσημο ρητό που αποδίδεται στον Μαρκ Τουέιν: Γράψε αυτό που ξέρεις. Σε μια εκδήλωση υπογραφής βιβλίων σε ένα εστιατόριο του Μαϊάμι το 2022, ο Νιούμαν είπε ότι πολλοί από τους χαρακτήρες είναι εμπνευσμένοι από ανθρώπους που γνωρίζει. Είπε ότι το μεγάλο hedge fund του βιβλίου, που ονομάζεται Industrial Strategies – διεφθαρμένο και διψασμένο για εξουσία – δεν υπάρχει με αυτήν ακριβώς τη μορφή, αλλά ωστόσο βασίζεται σε δεδομένα της πραγματικότητας. «Δεν υπάρχει τόση μυθοπλασία στο «Undermoney», είπε χαρακτηριστικά σε ένα podcast κατά την προώθηση του βιβλίου, το οποίο κέρδισε επαίνους από συγγραφείς μπεστ σέλερ, όπως ο Λι Τσάιλντ και ο Νέλσον Ντεμίλ. Και την παρατήρησή του αυτή την άκουσαν όπως φαίνεται και οι αρχές.
Μυστικοί πράκτορες και δημόσιο χρέος
Η μάχη του Νιούμαν με την Αργεντινή είχε λιγότερη ίσως δράση από τα όσα περιγράφονται «Undermoney», αλλά δεν ήταν λιγότερο δραματική. Ειδικεύτηκε στη διαπραγμάτευση προβληματικού κρατικού χρέους, μια θέση που βρήκε στη Lehman Brothers τη δεκαετία του 1980.
Μετά την χρεοκοπία της Αργεντινής το 2001, οι περισσότεροι ξένοι κάτοχοι ομολόγων συμβιβάστηκαν. Η Elliott παρέμεινε σταθερή. Το hedge fund ξόδεψε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε ένα νομικό, lobbying και PR blitz σε όλο τον κόσμο για να αναγκάσει τη χώρα να πληρώσει. Ο Νιούμαν έλεγε στους επενδυτές σε συναντήσεις ότι το hedge fund έκανε χάρη στην Αργεντινή, βοηθώντας στην εξάλειψη της διαφθοράς και στην τοποθέτηση του έθνους ως αξιόπιστου δανειολήπτη στις παγκόσμιες αγορές.
Ο Νιούμαν έχει περιγράψει τον ιδρυτή της Elliott, Πολ Σίνγκερ, ως ατρόμητο αφεντικό, που δεν δίσταζε να τα βάλει με κανέναν. Αντιθέτως ο πρώην προϊστάμενός του στη Morgan Stanley, Τζον Μακ, θεωρούσε ότι ήταν υπερβολικό να πηγαίνεις μία χώρα στα δικαστήρια. Οι άνθρωποι που είδαν τον Νιούμαν να δρα εναντίον της Αργεντινής λένε ότι φαινόταν να απολαμβάνει τις περίπλοκες νομικές ανατροπές που ξετυλίγονταν καθώς η Elliott προχώρησε με τακτικές που ορισμένοι περιγράφουν ως πρωτότυπες και άλλοι ως ανήθικες και επιθετικές.
Το 2012 η Elliott έπεισε ένα δικαστήριο της Γκάνας να ακινητοποιήσει την ARA Libertad, μια φρεγάτα με ψηλό κατάρτι που χρησιμοποιείται από το ναυτικό της Αργεντινής για την εκπαίδευση μαθητών, με την ελπίδα να την κατασχέσει ως περιουσιακό στοιχείο. Μετά την απελευθέρωση της Libertad και την επιστροφή της στην πατρίδα του με πολλές φανφάρες, η Πρόεδρος της Αργεντινής Κριστίνα Κίρχνερ ανέδειξε το επεισόδιο ως σύμβολο του «πόσο μακριά θα έφταναν οι διεφθαρμένοι ξένοι καπιταλιστές για να πάρουν στα χέρια τους την περιουσία της χώρας».
Τα κέρδη
Το 2016, όταν μια νέα κυβέρνηση στην Αργεντινή θέλησε να δώσει τέλος στη διαμάχη, το trade της Elliott απέδωσε περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια, ή περισσότερο από 10 φορές την αρχική επένδυση. Το μπόνους του Νιούμαν ήταν πάνω από 70 εκατομμύρια δολάρια. Λίγους μήνες μετά αποχώρησε.
Σύμφωνα με τη WSJ, παρασκηνιακά είχε δημιουργηθεί ρήξη μεταξύ των Νιούμαν και Σίνγκερ. Ο Νιούμαν ήλπιζε να διευρύνει τη στρατηγική του να αγοράσει το φτηνό δημόσιο χρέος άλλων προβληματικών χωρών και στη συνέχεια να διαπραγματευτεί —ή να μηνύσει, εάν χρειαζόταν— για την πλήρη αξία του.
Ορισμένοι επενδυτές που συναντήθηκαν με τον Elliott κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εταιρεία δεν ενδιαφερόταν να επαναλάβει μία τέτοια μάχη. Είχε πια προχωρήσει.