Ένας τολμηρός, ταλαντούχος χρηματιστής, ο Τσαρλς Γουάιμαν Μορς, γεννιέται σαν σήμερα, το 1856 στο Μπαθ του Μέι. Είναι γιος επιτυχημένου επιχειρηματία, που ελέγχει την κίνηση στον ποταμό Κένεμπεκ και έχει όλα τα φόντα και τη στήριξη για να πετύχει μεγάλα πράγματα. Το όνομά του θα συνδεθεί, ωστόσο, με μία από τις πιο μαύρες σελίδες στην χρηματοοικονομική ιστορία.
Ας δούμε όμως πώς φτάσαμε εκεί. Με καλές σπουδές και διασυνδέσεις ο Μορς βρέθηκε το 1897 στη Wall Street. Διακρίθηκε γρήγορα για την ευφυΐα και τον δυναμισμό του. Μέσω πολλαπλών συγχωνεύσεων δημιoύργησε την American Ice, μία εταιρεία – μονοπώλιο. Με κεφαλαιοποίηση στα χαρτιά στα 60 εκατομμύρια, ήταν ένα από τα πρώτα και πιο κραυγαλέα παραδείγματα υπερτιμημένων εταιρειών συνδεόμενων με διεφθαρμένα καταπιστεύματα.
Όπως διαβάζουμε στο This day in business history του Raymond Francis, το 1900 η εταιρεία ανακοίνωσε ξαφνικά ότι το κόστος του πάγου στην Νέα Υόρκη θα ανέβει από τα 25 στα 60 σεντς ανά 100 λίβρες. Η απόφαση προκάλεσε δημόσια κατακραυγή και οι εφημερίδες της εποχής άρχισαν να ψάχνουν τι συμβαίνει. Η δημοσιογραφική έρευνα αποκάλυψε ότι τεράστια πακέτα μετοχών της American Ice βρίσκονταν στα χέρια του δημάρχου Βαν Γουίκ, του Ρίτσαρντ “Boss” Κρόκερ και άλλων ηγετικών στελεχών της πολιτικής οργάνωσης Tammany Hall.
Χάρη στην πολιτική επιρροή των μετόχων της, οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές απέκλειαν άλλες ανταγωνιστικές εταιρείες και χορηγούσαν ειδικά προνόμια στην American Ice, η οποία και οδηγούσε όπου ήθελε τις τιμές. Οι αποκαλύψεις οδήγησαν σε δίκη και στην κατάρρευση της American Ice.
Ο Μορς, ωστόσο, γλίτωσε, κρατώντας μάλιστα 25 εκατ. δολάρια. Τα επένδυσε σε διάφορες δραστηριότητες, από σιδηροδρόμους και ναυτιλία έως τον τραπεζικό τομέα. Φρόντισε δε να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Ογκούστους Χέινς, έναν από τους τρεις «βασιλιάδες του χαλκού». Πραγματοποίησαν από κοινού επενδύσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και μεταλλευτικές επιχειρήσεις.
Η χειραγώγηση μιας μετοχής
Οι δυο τους προσπάθησαν να χειραγωγήσουν τη μετοχή της της United Copper Company. Η τιμή της ανέβηκε ταχύτατα από τα 37 στα 60 δολάρια και ξαφνικά κατέρρευσε (κυρίως εξαιτίας των μυστικών μαζικών πωλήσεων από τον Μορς). Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε μία κρίση εμπιστοσύνης και μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων (bank run αγγλιστί) από τα πιστωτικά ιδρύματα, στα οποία ήταν μέτοχοι οι Μορς και Χέινς. Ο ιός του bank run δεν άργησε να μεταδοθεί σε πολλές ακόμη τράπεζες, μολύνοντας τελικά όλο το σύστημα και «γεννώντας» τον Πανικό του 1907.
Ο Μορς κατέληξε στη φυλακή για απάτη. Όταν βγήκε οι περιπέτειές του με τον νόμο συνεχίστηκαν έως ότου έπεισε τις δικαστικές αρχές ότι ήταν πολύ γηραιός και πολύ άρρωστος για να περάσει από δίκη. Αλλά είχε ήδη προκαλέσει τεράστια ζημιά.
Κατάρρευση καταπιστευμάτων και… καταθετών
Στις, 21 Οκτωβρίου 1907, ημέρα Δευτέρα, ο Πανικός πλησίαζε στην κορύφωσή του. Οι μετοχές εκείνη την ημέρα βυθίστηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1903. Άρχισαν μαζικές αναλήψεις σε ένα από τα μεγαλύτερα καταπιστεύματα της χώρας, το Knickerbocker Trust. Οι 18.000 καταθέτες του σχημάτισαν τεράστιες ουρές έξω από τα κεντρικά γραφεία. Την επομένη, στις 12:30 το μεσημέρι, το Knickerbocker είχε καταρρεύσει. Ο πρόεδρός του, Τσαρλς Μπάρνι, δεν άντεξε την πίεση. Λίγες εβδομάδες αργότερα έβαλε τέλος στη ζωή του με το πιστόλι του. Άνθρωποι που έχασαν όλες τις καταθέσεις τους και τους κόπους μιας ζωής οδηγήθηκαν επίσης στην αυτοχειρία.
Οι εταιρείες καταπιστεύματος ήταν κρατικοί ενδιάμεσοι που ανταγωνίζονταν τις τράπεζες για καταθέσεις. Δεν αποτελούσαν κεντρικό μέρος του συστήματος πληρωμών και είχαν χαμηλό όγκο εκκαθάρισης επιταγών σε σύγκριση με τις τράπεζες. Ως αποτέλεσμα, διατηρούσαν χαμηλό ποσοστό μετρητών σε σχέση με τις καταθέσεις, περίπου 5% σε σύγκριση με 25% για τις παραδοσιακές τράπεζες. Επειδή οι καταθετικοί λογαριασμοί εταιρειών καταπιστεύματος ήταν απαιτητοί σε μετρητά, αυτές ήταν άκρως ευάλωτες σε τέτοιες κρίσεις.
Την αιμορραγία και τον πανικό σταμάτησε ένας 70χρονος «λευκός ιππότης», ο Τζέι Πι Μόργκαν (ιδρυτής της J.P. Morgan) που επέστρεψε εσπευσμένα από τη Βιρτζίνια, λέγοντας: «Έχουν μεγάλο πρόβλημα στη Νέα Υόρκη. Δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και εγώ δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω. Αλλά επιστρέφω». Τελικά μάζεψε τους μεγάλους τραπεζίτες και στήριξαν όλοι μαζί το σύστημα. Μέχρι να γίνει αυτό ο ιός του Πανικού είχε περάσει τα σύνορα και είχε προκαλέσει ισχυρούς τριγμούς σε όλα τα μεγάλα χρηματοικονομικά κέντρα της εποχής.
Ομοιότητες με την κρίση του 2008
Οι παραλληλισμοί μεταξύ των κρίσεων του 1907 και του 2008 είναι εντυπωσιακοί. Κατά την περίοδο 2007-09, η χρηματοπιστωτική κρίση επικεντρώθηκε σε επενδυτικές τράπεζες, ιδρύματα χωρίς άμεση πρόσβαση στο σύστημα της Federal Reserve. Το 1907, πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες αναλήψεις καταθετών σε εταιρείες καταπιστευμάτων της Νέας Υόρκης – μεσάζοντες εκτός του κεντρικού οίκου εκκαθάρισης New York Clearing House. Στην πραγματικότητα, και οι δύο κρίσεις ξεκίνησαν εκτός του παραδοσιακού τραπεζικού τομέα. Ωστόσο προκάλεσαν όλεθρο στις αγορές και στις τράπεζες που είχαν κεντρική θέση στο σύστημα πληρωμών. Και οι δύο αμφισβήτησαν δε τους υφιστάμενους μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων.
Οι εταιρείες καταπιστεύματος το 1907 ήταν σαν τις σκιώδεις τράπεζες (hedge funds, αμοιβαία κεφάλαια κτλ) στην οικονομική κρίση του 2007-09. Ως βασικοί πάροχοι ρευστότητας για συμφωνίες επαναγοράς, αυτές οι σκιώδεις τράπεζες ήταν οι «καταθέτες» που παρείχαν κεφάλαια για δανεισμό μίας ημέρας, που επέτρεπε στις επενδυτικές τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την αγορά τίτλων συνδεόμενων με τοξικό ενεργητικό (όπως τα δάνεια υψηλού ρίσκου).
Η διάσωση της Bear Stearns το 2008 (εξαγοράστηκε από την JPMorgan Chase με δάνειο από την Federal Reserve) ήταν ανάλογη με την υποστήριξη που έλαβε η Mercantile National Bank από το Clearing House της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο 1907. Η κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 και εκείνη του Knickerbocker Trust τον Οκτώβριο του 1907 μοιράζονται επίσης αρκετές αναλογίες.
Και στις δύο περιπτώσεις οι αναλήψεις «σε κατάσταση πανικού» σηματοδότησαν την έναρξη μίας συστημικής κρίσης. Σε πανικό, το κοινό προσπαθεί να κρατήσει υψηλότερο ποσοστό ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων ως μετρητά αντί για καταθέσεις, οδηγώντας έτσι σε «πιστωτική ασφυξία» με ισχυρό αντίκτυπο στις αγορές και την πραγματική οικονομία.
Ο Πανικός του 1907 είχε ως αποτέλεσμα η βιομηχανική παραγωγή να μειωθεί κατά 17% το 1908 και το πραγματικό ΑΕΠ να συρρικνωθεί κατά 12%.