Skip to main content

Πέθανε ο Λέναρντ Ρίτζιο: Ο γιος του μποξέρ που έγινε Γολιάθ των βιβλιοπωλείων

EPA/SHAWN THEW

«Τα βιβλιοπωλεία μας σχεδιάστηκαν για να είναι φιλόξενα και όχι φοβιστικά» έλεγε ο ιδιοκτήτης της Barnes & Noble

Ο Λέναρντ Ρίτζιο, ο άνθρωπος που με τη δημιουργία της Barnes & Noble, άλλαξε για πάντα τον εκδοτικό κλάδο των ΗΠΑ, πέθανε σε ηλικία 83 ετών.

Ο Ρίτζιο πέθανε χθες Τρίτη «μετά από μια γενναία μάχη με τη νόσο του Αλτσχάιμερ», σύμφωνα με δήλωση που εξέδωσε η οικογένειά του. Είχε παραιτηθεί από πρόεδρος της εταιρίας το 2019 μετά την πώλησή της σε hedge fund (Elliott Advisors).

«Η ηγετική παρουσία του διήρκεσε δεκαετίες, κατά τη διάρκεια των οποίων όχι μόνο μεγάλωσε την εταιρεία, αλλά εξέθρεψε μια κουλτούρα καινοτομίας και αγάπης για το διάβασμα», αναφέρεται σε δήλωση της Barnes & Noble.

Η βασιλεία του Ρίτζιο ξεκίνησε το 1971 όταν με ένα δάνειο 1,2 εκατομμυρίων δολαρίων, αγόρασε το brand της Barnes & Noble και το εμβληματικό της κατάστημα στην Πέμπτη Λεωφόρο στο Μανχάταν.

Απέκτησε εκατοντάδες νέα καταστήματα τα επόμενα 20 χρόνια και, στη δεκαετία του 1990, δημιούργησε μια αυτοκρατορία «υπερκαταστημάτων» που συνδύαζε τις εκπτωτικές τιμές μιας αλυσίδας και την τεράστια χωρητικότητα με την άνετη γοητεία των καναπέδων της ανάγνωσης και των σοφιστικέ καφέ.

«Τα βιβλιοπωλεία μας σχεδιάστηκαν για να είναι φιλόξενα και όχι φοβιστικά», έλεγε ο Ρίτζιο στους New York Times το 2016. «Δεν ήταν ελιτίστικα. Μπορούσε κανείς να μπει, να πιει ένα φλιτζάνι καφέ, να καθίσει και να διαβάσει ένα βιβλίο για όση ώρα θέλει, να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα. Καινοτομίες που κανείς δεν πίστευε ότι ήταν ποτέ δυνατές».

Μεγαλωμένος στην εργατική τάξη της Νέας Υόρκης, του άρεσε πάντα να λέει ότι προτιμά να συναναστρέφεται με παιδικούς φίλους παρά με μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων.

Φόβος

Στην εποχή του, προκαλούσε τον φόβο, όσο κανείς άλλος στον κόσμο του βιβλίου. Με τη δύναμη να κάνει οποιοδήποτε βιβλίο μπεστ σέλερ ή παταγώδη αποτυχία, ή να αλλάξει την αγορά με μια άσκοπη ιδιοτροπία του, ο Ρίτζιο μπορούσε να τρομοκρατήσει τους εκδότες απλώς λέγοντας ότι οι τιμές ήταν πολύ υψηλές ή απειλώντας να κάνει μεταγραφή κορυφαίους συγγραφείς όπως ο Stephen King και ο John Grisham και να γίνει ο ίδιος εκδότης τους.

Κάποτε προσπάθησε μάλιστα να αγοράσει τον μεγαλύτερο χονδρέμπορο βιβλίων των ΗΠΑ, την Ingram, το 1999, αλλά έκανε πίσω αφού αντιμετώπισε κυβερνητική αντίσταση για λόγους αντιμονοπωλιακής πολιτικής.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, εκτιμάται ότι ένα στα οκτώ βιβλία που πωλούνταν στις ΗΠΑ αγοραζόταν μέσω της αλυσίδας Barnes and Noble.

Πολύτιμες βιτρίνες

Oι μπροστινές προθήκες της βιτρίνας και των τραπεζιών της αλυσίδας ήταν τόσο πολύτιμες που οι εκδότες πλήρωναν χιλιάδες δολάρια για να συμπεριληφθούν εκεί τα βιβλία τους.

Χιλιάδες μικροί βιβλιοπώλες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις δραστηριότητές τους, παρότι ο Ρίτζιο επέμενε ότι απλά «επεκτείνει τις δραστηριότητές του» σε γειτονιές που δεν υπάρχει βιβλιοπωλείο.

Εκείνοι από την πλευρά τους επέμεναν ότι δεν μπορούσαν να αντέξουν τον ανταγωνισμό τόσο της Barnes & Noble όσο και της Borders Book, όταν οι δύο οι αντίπαλες αλυσίδες έστηναν καταστήματα σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους αλλά και με κάποια τοπική επιχείρηση.

Εκπτώσεις, βαθιές πολυθρόνες και καπουτσίνο

Η Barnes & Noble έγινε τόσο εμβληματική -αλλά και ταυτοποιήθηκε ως απολύτως κυρίαρχη- που «πρωταγωνίστησε» σε μία από τις πιο δημοφιλείς ρομαντικές κομεντί της δεκαετίας του 1990, το «You’ve Got Mail». Εκεί ο Tom Hanks είναι στέλεχος της αλυσίδας «Fox Books» (βλέπε Barnes & Noble) και η Mεγκ Ράιαν ιδιοκτήτρια ενός υπό εξαφάνιση, ανεξάρτητου βιβλιοπωλείου στο Μανχάταν.

«Θα τους αποπλανήσουμε με τα τετραγωνικά μας, και τις εκπτώσεις μας, τις βαθιές μας πολυθρόνες και τον καπουτσίνο μας», δηλώνει με σιγουριά ο χαρακτήρας του Χανκς. «Θα μας μισήσουν στην αρχή, αλλά θα τους πάρουμε στο τέλος».

Για πολύ καιρό φαινόταν ότι τα πάντα γύρω από τον κλάδο ήταν μια συνεχής απάντηση στην Barnes & Noble. Εκδότες άλλαζαν το εξώφυλλο ή τίτλους βιβλίου απλώς και μόνο κάποιο στέλεχος της Barnes & Noble είχε πει κακή γνώμη.

Μίσος

Ανάλογο ήταν και το «μίσος» των μικρών. Κάποτε, στο μακρινό 1995, ο μυθιστοριογράφος Ράσελ Μπανκς, απευθυνόμενος στην ετήσια συνέλευση των μετόχων της Barnes & Noble, τόλμησε να δηλώσει ότι ήταν και μέτοχος και ευχαριστημένος πελάτης B & N,. Πολλοί ανεξάρτητοι βιβλιοπώλες σταμάτησαν να πουλάνε τα βιβλία του.

«Να ξέρεις ότι ποτέ δεν θα διαβάσω, δεν θα αγοράσω ή θα πουλήσω ούτε λέξη σου», έγραψε στον Μπανκς ο Ρίτσαρντ Χόουγουερθ, ιδιοκτήτης μια μικρής εταιρίας στην Οξφόρδη του Μισισιπή (ναι υπάρχει και εκεί Οξφόρδη). «Αυτό είναι ό,τι πιο ευγενικό μπορώ να σου πω».

Γρήγορα οι εντάσεις έγιναν ενστάσεις. Η Αμερικανική Ένωση Βιβλιοπωλών (ABA) μήνυσε το 1994 και το 1998 την Barnes & Noble και πέντε άλλους κορυφαίους εκδότες για αθέμιτες εμπορικές και επιχειρηματικές πρακτικές.

Αμφότερες οι υποθέσεις διευθετήθηκαν εξωδικαστικά.

Ο Ρίτζιο ξεκίνησε τη δεκαετία του 2000 στο απόγειο της δύναμής του, με περισσότερα από 700 υπερκαταστήματα και εκατοντάδες άλλα μικρότερα. Όμως, το διαδικτυακό εμπόριο αυξανόταν ραγδαία και η Barnes & Noble, με ρίζες της στο φυσικό, λιανικό εμπόριο, δεν είχε τη φαντασία και την ευελιξία μιας startup από το Σιάτλ που αυτοαποκαλείτο «Το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της Γης».

Καλά καταλάβατε, ήταν η Amazon.com.

Ο μουστακαλής γιος του μποξέρ

Ο διαδικτυακός γίγαντας που ξεκίνησε το 1995 από τον Τζεφ Μπέζος , στις αρχές της δεκαετίας του 2010 είχε καταφέρει να εκτοπίσει την Barnes & Noble μέσω καινοτομιών όπως η συσκευή ανάγνωσης ηλεκτρονικών βιβλίων Kindle και η συνδρομητική υπηρεσία Amazon Prime.

Ο Μπέζος θα μπορούσε να παρομοιάσει τον εαυτό του με τον Δαβίδ που νίκησε τον Γολιάθ, αν και η αντίθεση μεταξύ των δύο είχε πολλά ακόμη παραμυθικά αν όχι κινηματογραφικά στοιχεία: Ο μυώδης, μουστακαλής Ρίτζιο, ο γιος του μποξέρ, που νικήθηκε από τον γρήγορο και έξυπνο Μπέζος.

«Είμαστε υπέροχοι βιβλιοπώλες, αυτό ξέραμε να κάνουμε αυτό», αναγνώρισε ο Riggio στους Times το 2016. «Δεν είχαμε δημιουργηθεί για να είμαστε εταιρεία τεχνολογίας».

Η Barnes & Noble ξεκίνησε τις δικές της διαδικτυακές πρωτοβουλίες στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αλλά απέτυχε να σταματήσουν την Amazon. Ούτε καν η κατάρρευση των ανταγωνιστικών Borders μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009 δεν μπόρεσε να δώσει το φιλί της ζωής στην Barnes & Noble, η οποία μετά από δεκαετίες άγριας επέκτασης έκλεισε περισσότερα από 100 καταστήματα μεταξύ 2009 και 2019.

Στη σύνταξη

Τραγική ειρωνεία; Τα χρόνια που ο Ρίτζιο έβγαινε στη… σύνταξη, οι ανεξάρτητοι πωλητές θεωρούσαν την Barnes and Noble του όχι πια απειλή, αλλά σύμμαχο στον αγώνα κατά της Amazon για να κρατήσουν ζωντανά τα φυσικά τους καταστήματα.
Στο συνέδριο βιβλιοπωλών του 2018, ο Ρίτζιο και ο Διευθύνων Σύμβουλος της ABA, Όρεν Τάιχερ , κάποτε εχθροί και αντίδικοι, έφτασαν να επαινούν ο ένας τον άλλον κατά τη διάρκεια κοινής εμφάνισης.

Aπό το 2010 και μετά, η Barnes & Noble άρχισε σταδιακά να «εξατμίζεται», να να γίνεται ανεπιθύμητη. Το διοικητικό συμβούλιο ανακοίνωσε το 2010 ότι η εταιρεία ήταν προς πώληση, αλλά κανείς δεν προσφέρθηκε να την αγοράσει.

Τέσσερις διευθύνοντες σύμβουλοι έφυγαν μέσα σε πέντε χρόνια και η μετοχή της υποχώρησε κατά 60% μεταξύ 2015 και 2018.

Τελικά η Elliott Advisors, η οποία είχε προηγουμένως αγοράσει τη βρετανική αλυσίδα Waterstones, αγόρασε και την Barnes & Noble για 638 εκατομμύρια δολάρια

«Δεν μου λείπει να είμαι επιχειρηματίας, χόρτασα από αυτό. Αλλά μου λείπει το κομμάτι του βιβλιοπώλη, αυτού που βοηθά τους πελάτες να βρουν τα βιβλία τους», δήλωνε ο Ρίτζιο στο Publishers Weekly το 2021.

Μα φυσικά, φυσικά!

Ο Λέναρντ Ρίτζιο ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός μποξέρ (ο οποίος νίκησε μάλιστα δύο φορές τον Rocky Graziano). Ξεκίνησε να δουλεύει αρχικά ως οδηγός ταξί και μετά ως κατασκευαστής φορεμάτων. Ακόμη και στην παιδική του ηλικία, προχώρησε γρήγορα, «πηδώντας» δύο τάξεις και παρακολουθώντας ένα από τα κορυφαία λύκεια της πόλης, το Brooklyn Tech.

Σπούδασε μηχανικός στη νυχτερινή σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης πριν επικεντρωθεί στο εμπόριο.

Εργαζόμενος στο βιβλιοπωλείο της πανεπιστημιούπολης, έμαθε αρκετά ώστε να εγκαταλείψει τη σχολή και να ξεκινήσει ένα ανταγωνιστικό κατάστημα το 1965 , το SBX (Student Book Exchange), όπου επέτρεπε σε φοιτητές – ακτιβιστές να χρησιμοποιήσουν το φωτοτυπικό για να εκτυπώνουν αντι- πολεμικά φυλλάδια.

Η SBX ήταν τόσο επιτυχημένη που αγόρασε πολλά άλλα καταστήματα στην πανεπιστημιούπολη και ήταν σε θέση μέχρι το 1971 να αγοράσει την Barnes & Noble και το μοναδικό της κατάστημα στο Μανχάταν. Λίγα χρόνια αργότερα, έγινε ο περίεργος βιβλιοπώλης που έκανε τηλεοπτικές διαφημίσεις, με τη φράση «Barnes & Noble! Μα φυσικά! Φυσικά!”