Ένα σμήνος από βομβαρδιστικά F-16, συνοδευόμενο από αναχαιτιστικά F-15, σηκώνεται από το Ισραήλ με εντολή του πρωθυπουργού, Μεναχέμ Μπέγκιν, και φτάνει 18 μίλια νότια της Βαγδάτης, για να καταστρέψει πλήρως τον γαλλικής κατασκευής πυρηνικό αντιδραστήρα του Ιράκ, Osirak.
Είναι η πρώτη αεροπορική επιδρομή, που έχει καταγραφεί ποτέ κατά πυρηνικού αντιδραστήρα. Πρόκειται για μία ισραηλινή επιχείρηση που φέρει την κωδική ονομασία «Eπιχείρηση Όπερα»και σοκάρει ολόκληρο τον κόσμο. Τουλάχιστον 10 Ιρακινοί στρατιώτες και ένας Γάλλος άμαχος πέφτουν νεκροί. Το ημερολόγιο γράφει 7 Ιουνίου 1981.
Η Επιχείρηση Όπερα αιφνιδίασε εντελώς τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν και τους συμβούλους του. Ωστόσο οι προκάτοχοί τους, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Τζίμι Κάρτερ, γνώριζαν την ισχυρή πιθανότητα επίθεσης.
Ήδη από τον Ιούλιο του 1980, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Σαμ Λιούις προειδοποιούσε τον υπουργό Εξωτερικών Έντμουντ Μάσκι και τον πρόεδρο Κάρτερ σε ένα τηλεγράφημα ότι μία συνάντησή του με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπεγκίν τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι Ισραηλινοί μπορεί να προβούν σε «προληπτικά πλήγματα με συμβατικά όπλα… ανεξάρτητα από τις τρομερές συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας».
Σύμφωνα με ton Λιούiς, οι Ισραηλινοί ανησυχούσαν ιδιαίτερα για τη γαλλική και ιταλική βοήθεια στο ιρακινό πυρηνικό πρόγραμμα. Εκείνος προειδοποίησε τον Μπεγκίν ότι «η επίσπευση της δράσης κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράκ θα αποτελούσε σοβαρή οπισθοδρόμηση στις προοπτικές για ειρήνη στη Μέση Ανατολή». Πράγματι, η επίθεση είχε ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα του Ισραήλ και καταδικάστηκε όχι μόνο στον αραβικό κόσμο, αλλά διεθνώς.
Ο αντιδραστήρας είχε αγοραστεί από τη Γαλλία στο πλαίσιο διμερούς συμφωνίας, βάσει της οποίας επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς. Η ερευνητική εγκατάσταση υπόκειτο επίσης στις διασφαλίσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας.
Το επιχείρημα του Ισραήλ
Το Ισραήλ υποστήριξε ότι το Ιράκ βρισκόταν στα πρόθυρα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων και δικαιολόγησε την επίθεση ως πράξη αυτοάμυνας. Το Ιράκ επέμεινε ότι το πρόγραμμα του αντιδραστήρα του ήταν ειρηνικό και η Γαλλία διαβεβαίωσε ότι τα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά του αντιδραστήρα και οι προληπτικές διαδικασίες που είχε εφαρμόσει εξασφάλιζαν ότι ο αντιδραστήρας Osirak δεν θα μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή πυρηνικών όπλων.
Οι Ισραηλινοί πίστευαν ότι η ενέργειά τους καθυστέρησε σημαντικά τις μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες του Ιράκ για τα πυρηνικά όπλα.
43 χρόνια οι περισσότεροι αναλυτές με βαθιά γνώση των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, πιστεύουν ότι η επίθεση εκείνη είχε ακριβώς τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα: Έδωσε στον Σαντάμ Χουσέιν το κίνητρο να επιδιώξει την παραγωγή πυρηνικών όπλων.
Μέχρι τη στιγμή που έγινε το χτύπημα, το Ιράκ είχε ακολουθήσει ένα πρόγραμμα πυρηνικής έρευνας για αρκετές δεκαετίες. Το 1976 αγόρασε έναν ερευνητικό αντιδραστήρα κατηγορίας Osiris από τη Γαλλία, μαζί με έναν μικρότερο αντιδραστήρα τύπου Isis, περιορισμένη ποσότητα εμπλουτισμένου ουρανίου και τεχνική εκπαίδευση.
Η κατασκευή του αντιδραστήρα ξεκίνησε το 1979 στο πυρηνικό κέντρο al-Tuwaitha έξω από τη Βαγδάτη. Οι Γάλλοι ονόμασαν τον αντιδραστήρα Osirak, έναν συνδυασμό του Osiris με το Ιράκ. Οι Ιρακινοί ονόμασαν τον μεγαλύτερο αντιδραστήρα Tammuz 1 και τον μικρότερο Tammuz 2, σε ανάμνηση της ημερομηνίας ανόδου του κόμματος Ba’ath στην εξουσία στο Ιράκ.
Διεθνής καταδίκη
Το Συμβούλιο των Διοικητών του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ) καταδίκασε την επίθεση στα μέσα Ιουνίου 1981. Στις 19 Ιουνίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών καταδίκασε επίσης την επίθεση ως παραβίαση του καταστατικού των Ηνωμένων Εθνών, δηλώνοντας ότι το Ιράκ πρέπει να αποζημιωθεί και καλώντας το Ισραήλ να υπογράψει τη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και να θέσει το δικό του πυρηνικό πρόγραμμα υπό τις διασφαλίσεις του ΔΟΑΕ. Τον Νοέμβριο εκείνου του έτους η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών έσπευσε επίσης να καταδικάσει την προμελετημένη επιθετική ενέργεια.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέστειλαν προσωρινά την αποστολή F-16 στο Ισραήλ επειδή το χτύπημα έθεσε ερωτήματα εάν είχαν χρησιμοποιηθεί για νόμιμους σκοπούς αυτοάμυνας, όπως απαιτείται από τη νομοθεσία. Ωστόσο, η κυβέρνηση Ρέιγκαν έδωσε το πράσινο φως για νέες παραδόσεις λίγους μήνες αργότερα.
Μπεγκίν και Σαντάμ… κερδισμένοι
Πολλοί πίστευαν ότι ο πρωθυπουργός Μπεγκίν επέλεξε τη χρονική στιγμή της επίθεσης εν μέρει με την πρόθεση να πιέσει τη Συρία να αποσύρει τους πυραύλους που είχε αναπτύξει στον Λίβανο, αλλά και θέλοντας προφανώς να εντυπωσιάσει τους Ισραηλινούς ψηφοφόρους. Το τελευταίο μάλλον το πέτυχε. Το Λικούντ του Μπεγκίν επικράτησε στις κοινοβουλευτικές εκλογές τρεις εβδομάδες μετά την επίθεση.
Ο πρόεδρος Σαντάμ Χουσεΐν και άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι του Ιράκ από την πλευρά τους θεώρησαν ότι η επίθεση ήταν ευεργετική επειδή η χώρα κέρδισε την ευρεία διεθνή συμπάθεια, την ωρα που το Ισραήλ ερχόταν αντιμέτωπο με διεθνή καταδίκη. Ο Σαντάμ πίστευε ότι το Ισραήλ επιτέθηκε για να αποσπάσει την προσοχή από το δικό του κρυφό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων. Αλλά η αντίδραση του Ιράκ επηρεάστηκε επίσης από τις ανησυχίες του για τη σύγκρουση με τους Ιρανούς – τους οποίους η Βαγδάτη υποπτευόταν για συνεννόηση με τους Ισραηλινούς.
Το νέο δόγμα
Γράφοντας στην The Jerusalem Post το 2021, 40 χρόνια μετά την επίθεση, ο Seth J. Frantzman παρατήρησε πως «μέσα σε λίγα μόνο λεπτά εκείνη την ημέρα, το Ισραήλ καθιέρωσε ένα νέο δόγμα: θα ενεργούσε για να αποτρέψει οποιαδήποτε υπαρξιακή απειλή που περιλαμβάνει όπλα μαζικής καταστροφής στην περιοχή».
Ο Πίτερ Φορντ, πρώην πιλότος μαχητικών της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ που είναι τώρα στέλεχος της Raytheon, έγραψε για τη σημασία της επίθεσης στο Osirak σε μια διατριβή στη Ναυτική Μεταπτυχιακή Σχολή των ΗΠΑ το 2004, πως: η επίθεση «αγόρασε στο Ισραήλ χρόνο και κέρδισε διεθνή προσοχή».
Ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας
Η επίθεση στον Osirak απαιτούσε τα F-16 και τα μαχητικά συνοδείας F-15 να πετούν σε χαμηλό επίπεδο πάνω από την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία για να αποφευχθεί ο εντοπισμός ραντάρ. Ο βασιλιάς Χουσεΐν, ο οποίος κυβερνούσε την Ιορδανία εκείνη την εποχή, είχε στενούς δεσμούς με τον Σαντάμ Χουσεΐν και παραλίγο να καταστρέψει την ισραηλινή επιχείρηση.
Το περιοδικό Air Force Magazine το 2012 σημείωνε: «Ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας, από το γιοτ του στον Κόλπο της Άκαμπα, είδε τα F-16 να περνούν, να κατευθύνονται προς τα ανατολικά. Ο Χουσεΐν, ο ίδιος πιλότος, αναγνώρισε τι ήταν. Έστειλε ένα προειδοποιητικό μήνυμα στον Ιράκ, αλλά ποτέ δεν έγινε δεκτό από κανέναν αρμόδιο».
Οι ισραηλινές εκδοχές του επεισοδίου με τον βασιλιά της Ιορδανίας, ποικίλουν. Το Israel Defense, ένας αμυντικός ιστότοπος, το 2011 ισχυρίστηκε ότι η κλήση του βασιλιά Χουσεΐν είχε υποκλαπεί από τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών.
«Ο βασιλιάς Χουσεΐν έστειλε εσπευσμένα μια κλήση από το γιοτ στο ιορδανικό στρατιωτικό επιτελείο στο Αμμάν και τους διέταξε να προειδοποιήσουν τους Ιρακινούς ότι τα ισραηλινά αεροπλάνα κατέφθαναν.
Η άλλη πλευρά επιβεβαίωσε ότι έλαβε το μήνυμα και υποσχέθηκε να το μεταφέρει στους Ιρακινούς Χουσεΐν δεν γνώριζε, σύμφωνα με ξένες πηγές, ότι το άτομο στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν Ιορδανός αξιωματικός, αλλά ένας αραβόφωνος από τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών.
«Η χάρη του Θεου»
Η επίθεση στο Osirak παραμένει ένα περιστατικό που αναλύεται από στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες για τις συντριπτικές πιθανότητες που αντιμετώπισε η ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία.
Σημειώνοντας ότι κανένας πύραυλος ή όπλο αεράμυνας δεν είχε «αγγίξει» τα ισραηλινά F-16, ο τότε πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπεγκίν απέδωσε την επιτυχία της επίθεσης στο Όσιρακ στη «χάρη του Θεού».
Το 2007, η ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία κατέστρεψε έναν ακόμη υπό κατασκευή πυρηνικό αντιδραστήρα, αυτή τη φορά στη Συρία. Και τα τελευταία 20 χρόνια, υπήρξαν πολλές προειδοποιήσεις από το Ισραήλ προς το Ιράν.
Η «κληρονομιά» της επίθεσης στην εποχή μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου
Η επίθεση στο Osirak αναφέρεται συχνά ως πρότυπο του δόγματος των προληπτικών επιθέσεων, που ζήσαμε στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001. Ήταν το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποίησαν οι ΗΠΑ για τον πόλεμο στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Οι υποστηρικτές της θεωρίας επισημαίνουν τις επιπλοκές που θα αντιμετώπιζε η περιοχή εάν ο Σαντάμ Χουσεΐν κατασκεύαζε πυρηνικά όπλα. Τελικά και μετά την εισβολή ΗΠΑ και Βρετανίας στο Ιράκ διαπιστώθηκε ότι ο Σαντάμ δεν είχε ποτέ αναπτύξει πυρηνικά όπλα.