Ο πατέρας του, Τζορτζ, ήταν ένας πετυχημένος πετρελαιάς και μια από τις εμπνεύσεις για το μυθιστόρημα του Upton Sinclair «There Will Be Blood», το οποίο μεταφέρθηκε με επιτυχία και στη μεγάλη οθόνη.
Όταν το 1930 πέθανε ο πατέρας του, ο Ζαν Πολ Γκετί ανέλαβε την επιχείρηση, μαζί με μία κληρονομιά 10 εκατ. δολαρίων, και την επέκτεινε σε ύψη που κανείς δεν μπορούσε να ονειρευτεί όταν ξεκίνησε η Μεγάλη Ύφεση.
Το 1958 ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, γεγονός που επαληθεύτηκε και στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες.
Και όταν πέθανε, σαν σήμερα, 6 Ιουνίου, το 1976, είχε περιουσία τουλάχιστον 6 δισ. δολαρίων (άνω των 25 δισ. δολαρίων σε σημερινά χρήματα) χάρη στην πετρελαϊκή αυτοκρατορία του, αλλά και τη συμμετοχή του σε συνολικά από 200 επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η διαθήκη με την οποία μοίρασε την περιουσία του είχε 21 προσθήκες – τις περισσότερες που είχαν καταγραφεί σε αμερικανική διαθήκη έως τότε.
Τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές
Ο Γκετί γεννήθηκε στη Μινεάπολη της Μινεσότα και όταν ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του ταξίδεψε στο Μπάρτλσβιλ της Οκλαχόμα και αγόρασε τα δικαιώματα εξόρυξης για 1.100 στρέμματα γης. Μέσα σε λίγα χρόνια οι γεωτρήσεις απέδωσαν 100.000 βαρέλια αργού πετρελαίου τον μήνα. Έχοντας πλουτίσει η οικογένεια μετακόμισε στο Λος Άντζελες.
Στην ηλικία των 14 ετών ο Ζαν Πολ παρακολούθησε μαθήματα στο Χάρβαρντ για έναν χρόνο, ενώ στη συνέχεια πήγε στο Πολυτεχνείο, όπου του δόθηκε το παρατσούκλι «Λεξικό Γκετί» λόγω της αγάπης του για τις ξένες γλώσσες. Μιλούσε άπταιστα γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά και κατά τη διάρκεια της επιχειρηματικής του καριέρας έμαθε να μιλάει επίσης ισπανικά, αραβικά, ρωσικά, ακόμη και ελληνικά.
Η επέκταση της πατρικής επιχείρησης
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ζαν Πολ έμεινε με το ένα τρίτο των μετοχών της George Getty Inc., ενώ η μητέρα του έλαβε τα άλλα δύο τρίτα, διατηρώντας τον έλεγχό της. Τη διαχείριση ωστόσο την είχε ο ίδιος.
Στην περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης θα μπορούσε να έχει δει την περιουσία να εξανεμίζεται και την επιχειρήση να καταστρέφεται, όπως συνέβη σε τόσους άλλους. Ωστόσο ο ίδιος με μια έξυπνη επένδυση των χρήματων του απέκτησε την πετρελαϊκή Pacific Western Corporation και στη συνέχεια προέβη στην εξαγορά των επίσης πετρελαϊκών Tidewater και Skelly.
Το 1967 ο δισεκατομμυριούχος πλέον Γκέτι τις συγχώνευσε στην Getty Oil Company.
Το μεγάλο βήμα στη Μέση Ανατολή
Η κίνηση που εκτόξευσε την περιουσία του ωστόσο ήταν η απόφασή του να επενδύσει στη Μέση Ανατολή. Κέρδισε το 1949 την παραχώρηση μιας άγονης γης κοντά στα σύνορα της Σαουδικής Αραβίας με το Κουβέιτ για 60 χρόνια.
Χρειάστηκε να περάσουν 4 χρόνια για να δει αποτελέσματα, τα οποία ήταν μάλιστα εντυπωσιακά. Είχε επενδύσει λίγο πάνω από 30 εκατ. δολάρια, αλλά έβγαλε κέρδος πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων.
Και η διαθήκη
Ο Γκετί βρισκόταν σε παρατεταμένη παραμονή στην Ιταλία το 1958, όταν αποφάσισε να συντάξει τη διαθήκη. Ήταν 17 σελίδες. Σε αυτή, άφησε την τεράστια συλλογή έργων τέχνης του στο Μουσείο J. Paul Getty. Η υπόλοιπη διαθήκη, στην αρχική της μορφή, σχεδιάστηκε για να μοιράσει στα παιδιά του τον έλεγχο των μετοχών της εταιρείας πετρελαίου και να έχουν πάντα μια θέση (και μισθό) στο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου.
Άφησε κληροδοτήματα διαφόρων μεγεθών σε μερικούς από τους ανθρώπους που δούλευαν για αυτόν και σε αρκετές γυναίκες, που πέρασαν από τη ζωή του.
Από τον Σεπτέμβριο του 1958 έως τον θάνατό του το 1976 η διαθήκη του είχε 21 προσθήκες. Είκοσι μία αλλαγές, όλες σημαντικές, σε κάτι λιγότερο από δεκαοκτώ χρόνια.
Τα αποτελέσματα, φυσικά, ήταν μια συνεχής καταστροφή των αρχικών επιθυμιών του. Κατά κάποιο τρόπο, οι πολλές ασυντόνιστες αλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα τα παιδιά του να χάσουν τις θέσεις τους – και όλο τον έλεγχο στο Μουσείο Getty. Το ίδιο έγινε τελικά και με την πετρελαϊκή εταιρεία, όπως διαβάζουμε στην επίσημη ιστοσελίδα του δικηγορικού γραφείου, Hopkins Centrich.
«Ήταν ένα μπερδεμένο χάος που χρειάστηκε δεκαετίες για να λυθεί. Φυσικά, κατέληξε να διευθετηθεί μέσω των δικαστηρίων. Το μόνο πράγμα που πήγε αμέσως μετά το θάνατο του στα παιδιά του ήταν τα χρήματά τους από το Sarah C. Getty Trust. Το πρώτο πράγμα που έκαναν με τον νέο πλούτο τους ήταν να προσλάβουν δικηγόρους» αναφέρει το δικηγορικό γραφείο.