Skip to main content

Γουόρεν Μπάφετ: Ο «μάντης» που έχτισε το πιο κερδοφόρο επενδυτικό όχημα όλων των εποχών

REUTERS/Rick Wilking/File Photo

Η συγκλονιστική εταιρεία του «μάντη της Όμαχα», Γουόερεν Μπάφετ, που σήμερα σβήνει 94 κεράκια - Η επενδυτική στρατηγική, η φιλοσοφία του και το επίμονο όχι στη χλιδή και την επίδειξη πλούτου

Είναι ο άνθρωπος, που μετέτρεψε ένα προβληματικό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας σε μια πανίσχυρη οικονομική μηχανή και τελικά στην πιο επιτυχημένη εταιρεία συμμετοχών του πλανήτη. Ένας θρυλικός επενδυτής, που δεν κερδοσκοπεί, αλλά τοποθετεί κεφάλαια σε μετοχές αξίας. Κυρίες και κύριοι, ας δούμε ποιος είναι ο ταλαντούχος Γουόρεν Έντουαρντ Μπάφετ. 

Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1930. Και έχοντας το χάρισμα της διορατικότητας γιορτάζει σήμερα τα 94α γενέθλιά του με προσωπική περιουσία άνω των 145 δισ. δολαρίων και με την εταιρεία του, Berkshire Hathaway, να έχει μπει στο κλαμπ των κολοσσών με κεφαλαιοποίηση άνω του 1 τρισ. δολαρίων.

H Berkshire είναι μάλιστα η μόνη μη τεχνολογική εταιρεία, η μόνη εκπρόσωπος της λεγόμενης «παλαιάς οικονομίας», που έχει επιτύχει κάτι τέτοιο. Οι επενδύσεις της εκτείνονται από τους σιδηροδρόμους και την ενέργεια, έως τις ασφάλειες και τις βιομηχανίες τροφίμων. Ήταν πάντα επιφυλακτική απέναντι στον τεχνολογικό τομέα, αλλά τόλμησε μία μεγάλη επένδυση στην Apple η οποία και της απέφερε τεράστιο κέρδος. Έχοντας πουλήσει τον τελευταίο χρόνο το ήμισυ της τοποθέτησης αυτής, έχει δει το ρευστό της να  εκτινάσσεται στα 277 δισ. δολάρια.

Οι σταθμοί

Η συγκέντρωση ρευστού είναι ενδεικτική του χαρακτήρα και της φιλοσοφίας του Μπάφετ και του τρόπου που έχει κινηθεί ανά τις δεκαετίες. Το ίδιο ισχύει και τις ακόλουθες πληροφορίες.

  • Ο Γουόρεν Μπάφετ άρχισε να επενδύει σε εξαιρετικά μικρή ηλικία. Ήταν μόλις 11 ετών – όπως έχει πει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του – όταν αγόρασε την πρώτη του μετοχή. Η πρώτη του τοποθέτηση στο real estate έγινε σε ηλικία 14 ετών. Οι επενδύσεις ήταν στο «αίμα» του «μάντη της Όμαχα», όπως είναι το προσωνύμιο που έχει επάξια κερδίσει χάρη στην ικανότητά του να «βλέπει» πού οδηγείται η οικονομία και το επιχειρείν και κατά συνέπεια στις επιτυχείς επενδυτικές επιλογές του.
  • Ο Μπάφετ είχε για μέντορα τον θρυλικό επενδυτή, Μπέντζαμιν Γκράχαμ, ενώ σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων στο Columbia (όταν το Χάρβαρντ, που ήταν η πρώτη του επιλογή, τον απέρριψε).
  • Ο Μπάφετ ένωσε από νωρίς δυνάμεις με τον Τσάρλι Μάνγκερ, που συνέχισε να είναι ο πιο στενός συνεργάτης του και ένας αδελφικός φίλος έως και τον θάνατό του, σε ηλικία 99 ετών, τον Νοέμβριο του 2023.  Οι δυο τους αγόρασαν μαζί με τη δοκιμαζόμενη κλωστοϋφυντουργία Berkshire Hathaway, την οποία και χρησιμοποίησαν στη συνέχεια ως «όχημα» για να εξαγοράσουν άλλες επιχειρήσεις και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις.
  • Η αξία του χαρτοφυλακίου της Berkshire Hathaway αυξανόταν από το 1965. έως και το 2001 κατά μέσο όρο κατά 24% ετησίως – Τόσο υψηλή απόδοση για τόσα πολλά διαδοχικά χρόνια δεν έχει πετύχει καμία άλλη holding εταιρεία. Για αυτό και θεωρείται το επιτυχημένο επενδυτικό όχημα όλων των εποχών.
  • Ο Μπάφετ δεν διάγει πολυτελή βίο. Η απόρριψη της χλιδής και της επίδειξης πλούτου ήταν κάτι που χαρακτήριζε και τον Μάνγκερ, ο οποίος ως γνωστόν ζούσε στο ίδιο σπίτι επί 70 χρόνια. Πιστεύει στη φιλανθρωπία και έχει δεσμευτεί να αφήσει τον μεγάλο όγκο της προσωπικής του περιουσίας στο Ίδρυμα Bill & Melinda Gates, όταν πεθάνει.
REUTERS/Rick Wilking/File Photo

Τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές

Ο Μπάφετ γεννήθηκε από τον Χάουαρντ και τη Λέιλα Μπάφετ στις 30 Αυγούστου 1930, στην Όμαχα της Νεμπράσκα. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά τους και το μόνο αγόρι. Ο πατέρας του ήταν χρηματιστής και επί τέσσερις θητείες βουλευτής των ΗΠΑ με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων αν και ήταν libertarian και όχι συντηρητικός.

Το να βγάλει χρήματα ήταν ένα από τα πρώτα ενδιαφέροντα για τον Γουόρεν, ο οποίος εργαζόταν από μικρός τις απογευματινές ώρες μετά το σχολείο. Στα 11 αγόρασε μία μετοχή. Και όταν ήταν 14 ετών, επένδυσε τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει και το κέρδος από τη μετοχή για να επενδύσει σε 40 στρέμματα γης, τα οποία στη συνέχεια νοίκιασε.

Με την παρότρυνση του πατέρα του έκανε αίτηση στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και έγινε δεκτός σε ηλικία 16,5 ετών. Δύο χρόνια αργότερα πήρε μεταγραφή στο Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα.

Μετά την αποφοίτησή του, ο πατέρας του τον έπεισε για άλλη μια φορά για την αξία της εκπαίδευσης, ενθαρρύνοντάς τον να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές. Το Χάρβαρντ απέρριψε τον Μπάφετ, αλλά το Πανεπιστήμιο Columbia τον δέχτηκε.

Είχε την τύχη ένας από τους καθηγητές του να είναι ο Μπέντζαμιν Γκράχαμ, τον πατέρα της επένδυσης αξίας. Οι σπουδές του στο Columbia έθεσαν αναμφίβολα τις βάσεις για μία ιστορική καριέρα.

Μετά την αποφοίτησή του, ο Γκράχαμ αρνήθηκε να προσλάβει τον Μπάφετ, προτείνοντάς του μάλιστα να αποφύγει μια καριέρα στη Wall Street. Ο λόγος ήταν ότι ο ίδιος ο Γκράχαμ είχε απορριφθεί από εταιρείες της Wall Street, κάτι που πίστευε ότι έγινε επειδή ήταν Εβραίος.

REUTERS/Brendan McDermid/File Photo

Τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα

Ο Μπάφετ επέστρεψε στην Όμαχα για να εργαστεί στη χρηματιστηριακή εταιρεία του πατέρα του. Παντρεύτηκε τη Σούζαν Τόμσον το 1952 και έκαναν οικογένεια. Μετά από τρία χρόνια ο Γκράχαμ άλλαξε γνώμη και πρόσφερε στον Μπάφετ δουλειά στη Νέα Υόρκη.

Σε αντίθεση με τον μέντορά του Μπέντζαμιν Γκράχαμ, ο Μπάφετ ήθελε να κοιτάξει πέρα ​​από τους αριθμούς και να επικεντρωθεί στην ηγετική ομάδα μιας εταιρείας και στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του προϊόντος της στην αγορά όταν σκεφτόταν μια επένδυση.

Στη Νέα Υόρκη, ο Μπάφετ είχε την ευκαιρία να βασιστεί στις επενδυτικές θεωρίες που είχε μάθει από τον Γκράχαμ στην Κολούμπια. Η επένδυση αξίας περιελάμβανε την αναζήτηση μετοχών που πωλούνταν με εξαιρετική έκπτωση στην αξία των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, την οποία ονόμασε «εγγενή αξία». Ο Μπάφετ δεν ακολούθησε απλώς την ιδέα. Θέλησε να την πάει ένα βήμα παραπέρα.

Η συνεργασία με τον Μάνγκερ και η εξαγορά της Berkshire

Το 1956 επέστρεψε στην Όμαχα, ίδρυσε την Buffett Associates και αργότερα αγόρασε ένα σπίτι. Το 1962 ήταν 30 ετών και ήδη εκατομμυριούχος όταν ένωσε τις δυνάμεις του με τον Τσάρλι Μάνγκερ, τον οποίο συνάντησε για πρώτη φορά το 1959. Η συνεργασία τους κατέληξε τελικά στην ανάπτυξη μιας επενδυτικής φιλοσοφίας βασισμένης στην ιδέα του Μπάφετ να βλέπει την επένδυση αξίας ως κάτι περισσότερο από την προσπάθεια να αποσπάσεις τα τελευταία λίγα δολάρια από επιχειρήσεις που πεθαίνουν.

Στην πορεία οι δύο συνεργάτες εξαγόρασαν τη Berkshire Hathaway, ένα υφαντουργείο που ετοιμαζόταν να κλείσει. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα κλασικό παιχνίδι αξίας έγινε μια πιο μακροπρόθεσμη επένδυση όταν η επιχείρηση έδειξε κάποια σημάδια ζωής. Οι ταμειακές ροές από την κλωστοϋφαντουργία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση άλλων επενδύσεων. Τελικά, η αρχική δραστηριότητα επισκιάστηκε από εκείνες των άλλων εταιρειών. Το 1985 ο Μπάφετ έκλεισε την κλωστοϋφαντουργία αλλά συνέχισε να χρησιμοποιεί το όνομα, μετατρέποντας τελικά την Berkshire Hathaway σε μια εταιρεία χαρτοφυλακίου πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ο στενός συνεργάτης του Μπάφετ, Τσάρλι Μάνγκερ

Πώς γιγαντώθηκε η αυτοκρατορία του

Όταν ο Μπάφετ αγόρασε τις πρώτες μετοχές στη Berkshire Ηathaway το 1962 η εταιρεία αντιμετώπιζε ανταγωνισμό από βιομηχανίες χαμηλού κόστους, που την ωθούσαν προς τα κάτω. Η φθηνή μετοχή του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει πλειοψηφικό μερίδιο το 1965. Οι μετοχές διαπραγματεύονταν στα 8 δολάρια όταν αγόρασε πρώτη φορά ο Μπάφετ και η αξία τους είχε ανέβει στα 20 δολαρια όταν εκείνος ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σήμερα η μετοχική τιμή έχει ανέβει πάνω από τα 700 δολάρια.

Πώς το έκανε όλο αυτό; Ο Μπάφετ χρησιμοποίησε τα πρώτα κέρδη της Berkshire για να αγοράσει άλλες εταιρείες, μεταξύ των οποίων την ασφαλιστική National Indemnity. Το πλεονέκτημα των ασφαλιστικών; Το διαθέσιμο κεφάλαιο αφού πληρωθούν τα ασφάλιστρα και πριν ζητηθούν οι αποζημιώσεις. Ο Μπάφετ το αξιοποίησε για περαιτέρω επενδύσεις σε επιχειρήσεις που έβλεπε ότι έχουν ισχυρά θεμελιώδη και προοπτικές. Με τα κέρδη από αυτές τις επενδύσεις, επέκτεινε ακόμη περισσότερο τις συμμετοχές του.

Το 1972 εξαγόρασε την See’s Candy, που παρήγαγε πλούσιο ρευστό για επενδύσεις. Άρχισε έτσι να επενδύει σε κολοσσούς όπως η American Express, η Bank of America, η Coca-Cola, και  η Apple. Οι επενδύσεις του είχαν πάντα μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Επέλεγε εταιρείες με καινοτόμα προϊόντα/υπηρεσίες, με ισχυρή ομάδα διακυβέρνησης και υψηλά περιθώρια κέρδους. Φρόντιζε βεβαίως να αξιοποιήσει ευκαιρίες στις οποίες για διάφορους συγκυριακούς λόγους η μετοχή τους ήταν σε discount.

To 1985 είχε πια κλείσει και το τελευταίο υφαντουργείο της Berkshire. Η μεταμόρφωση της επιχείρησης είχε ολοκληρωθεί. Σήμερα υπό την ομπρέλα της Berkshire (υπό τον έλεγχό της δηλαδή) βρίσκονται πάνω από 65 εταιρείες με αθροιστική κεφαλαιοποίηση άνω των 800 δισ. δολαρίων.

Η στρατηγική του

Η επενδυτική φιλοσοφία του Μπάφετ βασίζεται στην απόκτηση μετοχών σε εταιρείες που πιστεύει ότι είναι καλά διαχειριζόμενες και υποτιμημένες. Όταν κάνει μια αγορά, πρόθεσή του είναι να κρατήσει τους τίτλους επ’ αόριστον. Η Coca-Cola, η American Express και η Costco πληρούσαν όλα τα κριτήριά του και παρέμειναν στο χαρτοφυλάκιο της Berkshire Hathaway για πολλά χρόνια.

«Κάποιος κάθεται σήμερα στη σκιά, γιατί κάποιος άλλος φύτεψε ένα δένδρο πριν από πολλά, πολλά χρόνια», έχει πει, περιγράφοντας τη φιλοσοφία του.

Σε πολλές περιπτώσεις αγόρασε τις εταιρείες εξ ολοκλήρου, συνεχίζοντας να αφήνει τις ομάδες διαχείρισης τους να χειρίζονται τις καθημερινές εργασίες. Μερικές από τις πιο γνωστές εταιρείες που εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία περιλαμβάνουν τις See’s Candies, Fruit of the Loom, Dairy Queen, the Pampered Chef Ltd., Heinz και GEICO.

Ως… τεχνοφοβικός, ο Μπάφετ αντιμετώπισε την απίστευτη άνοδο των μετοχών τεχνολογίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990 με έντονο σκεπτικσιμό. Αρνούμενος να επενδύσει σε εταιρείες που δεν πληρούσαν τα κριτήρια, που προαναφέραμε, ο Μπάφετ χλευάστηκε από traders της Wall Street και χαρακτηρίστηκε «ξεπερασμένος». Η «εκδίκηση» δεν άργησε. Το ναυάγιο που προκλήθηκε όταν έσκασε η φούσκα dot.com οδήγησε πολλούς από εκείνους τους ειδικούς, που τον είχαν περιφρονήσει, στη χρεοκοπία. Ο Μπάφετ είδε τα κέρδη του να διπλασιάζονται.

Πλούτος και φιλανθρωπία

Τι κάνεις λοιπόν όλο αυτό το χρήμα όταν είσαι ο πιο πετυχημένος επενδυτής παγκοσμίως; Αγοράζεις πολυτελείς θαλαμηγούς, super cars, συγκροτήματα πολυτελών κατοικιών ακόμη και νησιά; Όχι, ακριβώς.

Αν είσαι ο Μπάφετ, απλά ζεις μία άνετη ζωή, χωρίς πολλές πολυτέλειες και…δωρίζεις. Σε βιβλιοθήκες και σχολεία ανά τον κόσμο, σε οργανώσεις στήριξης ευάλωτων ομάδων και αλλού. Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του όταν πεθάνει θα περάσει στο ίδρυμα Γκέιτς για να διατεθεί πρωτίστως σε εκπαιδευτικούς οργανισμούς. Πίστευε πάντα ότι η παιδεία είναι το πιο «ακριβό» δώρο που μπορείς να κάνεις σε κάποιον.

REUTERS/Rick Wilking/File Photo

Προσωπική ζωή και καθημερινότητα

Ο Μπάφετ συνέχεται τις αλλαγές. Μένει ακόμα σε ένα σπίτι με 5 υπνοδωμάτια που αγόρασε το 1958 έναντι 31.500 δολαρίων, πίνει Coca-Cola και δειπνεί σε τοπικά εστιατόρια, με προτίμηση στις μπριζόλες και τα μπέργκερς.

Για χρόνια απέφευγε την ιδέα να αγοράσει εταιρικό τζετ. Όταν τελικά απέκτησε ένα, το ονόμασε…Indefensible (Αδικαιολόγητο) – σε μία δημόσια αναγνώριση της κριτικής που είχε επανειλημμένα ασκήσει για τις αδικαιολόγητα υψηλές δαπάνες σε ιδιωτικά αεροσκάφη.

«Χρειάζεται να κάνεις πολύ λίγα πράγματα σωστά στη ζωή σου. Αρκεί να μην κάνεις πολλά λάθος», έχει επισημάνει.

Ο Μπάφετ παντρεύτηκε τη Σούζαν Τόμσον το 1952.  Απέκτησαν τρία παιδιά, τη Σούζι, τον Χάουαρντ και τον Πίτερ. Ήταν σε διάσταση από το 1977 αλλά δεν πήραν ποτέ διαζύγιο. Τους χώρισε ο θάνατός της το 2004. Ήταν η ίδια η Τόμσον που σύστησε τον σύζυγό της (και για πάντα φίλο της, όπως έλεγε) στην Άστριντ Μενκς, μια σερβιτόρα. Ο Μπάφετ και η Μενκς άρχισαν να ζουν μαζί το 1978 για να παντρευτούν τελικά τον Αύγουστο του 2006.