Στις 8 Αυγούστου 1974 ο Ρίτσαρντ Νίξον έγινε ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, που δήλωνε παραίτηση. Αν δεν το έπραττε το Κογκρέσο θα εκκινούσε τη διαδικασία της αποπομπής του και θα καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, διωκόμενος για διαφθορά και υποκλοπές.
Η υπόθεση Watergate, δηλαδή η τοποθέτηση «κοριών» στα κεντρικά γραφεία της Εκλογικής Επιτροπής των Δημοκρατικών με στόχο την υποκλοπή κρίσιμων πληροφοριών και η επακόλουθη απόπειρα συγκάλυψης, παραμένει το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στην αμερικανική ιστορία. Ήταν τέτοιος ο αντίκτυπός του που το δεύτερο συνθετικό της λέξης, το Gate, χρησιμοποιείται πλέον σε κάθε σκοτεινή υπόθεση ως συνώνυμο του σκανδάλου.
Οι διαρρήκτες με τα ακριβά κοστούμια και τα εκατονταδόλαρα
Είχαν όλα ξεκινήσει περίπου δύο χρόνια νωρίτερα. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουνίου 1972, ένας νυχτερινός φύλακας στο συγκρότημα γραφείων Watergate, έκανε την περιπολία του όταν παρατήρησε μια ανοιχτή πόρτα, στην οποία είχε τοποθετηθεί μία ταινία. Του φάνηκε εξαιρετικά ύποπτο και κάλεσε αμέσως την αστυνομία, πυροδοτώντας μια σειρά από γεγονότα που θα έφερναν τα πάνω κάτω στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ.
Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί συνέλαβαν πέντε διαρρήκτες. Κανείς από τους πέντε δεν φαινόταν για ληστής. Ένας φορούσε ένα πανάκριβο κοστούμι B&G, άλλος είχε εκτατονταδόλαρα στην τσέπη του. Ένας τρίτος είχε σημειωματάρια με διευθύνσεις και τα αρχικά W.House.
Δεν άργησε να αποκαλυφθεί ότι μεταξύ των πέντε ήταν ο Χάουαρντ Χαντ, πρώην αξιωματούχος της CIA, που είχε μεταφερθεί στο γραφείο του Νίξον, και ο Γκόρντον Λι, αξιωματικός ασφαλείας της Επιτροπής Επανεκλογής του Ρεπουμπλικάνου προέδρου.
Τα πάντα «φώναζαν» εμπλοκή του Ρίτσαρντ Νίξον. Αλλά εκείνος φώναζε ότι δεν είχε καμία γνώση. Το FBI ενεπλάκη από την πρώτη στιγμή στην πιο ευαίσθητη πολιτικά έρευνα στην ιστορία του. Όσο προχωρούσε, ωστόσο, υπό άκρα μυστικότητα η έρευνα, τόσο γινόταν σαφές ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ όχι μόνο γνώριζε, αλλά πιθανότατα είχε ο ίδιος ζητήσει τις υποκλοπές.
Αυτό το στοιχείο ενδεχομένως να μην έφτανε ποτέ σε γνώση των πολιτών. Δεν είναι εύκολο – ούτε καν για το FBI – να καταγγείλει έναν πρόεδρο. Θα βρίσκονταν αποδιοπομπαίοι τράγοι και η υπόθεση θα έκλεινε με συνοπτικές διαδικασίες.
Έλα όμως που υπήρχε κάποιος, που θέλησε να φέρει το σκάνδαλο στο φως αποκαλύπτοντας τις λεπτομέρειες σε δύο δημοσιογράφους της Washington Post, τους Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνασταϊν. Μόνο ο πρώτος γνώριζε την ταυτότητα του ανθρώπου, που έλαβε το προσωνύμιο «Deep Throat» (Βαθύ Λαρύγγι).
«Ήμουν εγώ»
Ο Μπέρνσταϊν την έμαθε μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο σαν σήμερα, στις 31 Μαΐου του 2005. Τότε, σε ηλικία 91 ετών πια, ήταν που αποφάσισε ο πληροφοριοδότης να κάνει γνωστή την ταυτότητά του με ένα άρθρο του στο Vanity Fair. Το όνομά του Μαρκ Φελτ. Και δεν ήταν άγνωστο. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο ήταν το Νο 2 του FBI, ο υποδιευθυντής της υπηρεσίας.
Ο Γουντγουορντ σοκαρίστηκε από την απόφαση του Φελτ να βγει μπροστά. Και τούτο γιατί του είχε ο ίδιος ζητήσει να μην αποκαλύψει την ταυτότητά του, πριν πεθάνει. Πολύ γρήγορα επιβεβαίωσε ότι όντως ο πρώην υποδιευθυντής του FBI ήταν εκείνος που του είχε δώσει όλες τις πληροφορίες για τα ρεπορτάζ, που οδήγησαν στην αποκαθήλωση ενός προέδρου.
Ο προσωπάρχης του Νίξον, Μπομπ Χάλντεμαν, είχε υποπτευθεί τον Φελτ εξ αρχής. Είχε πει στον πρόεδρο ότι οι πληροφορίες που έρχονταν στο φως, θα μπορούσαν να έχουν διαρρεύσει μόνο μέσα από το FBI.
Και όταν εκείνος τον είχε ρωτήσει: «Ναι, αλλά από ποιον;», είχε δείξει τον υποδιευθυντή. «Γιατί στο καλό να το κάνει αυτό ο Μαρκ;», είχε αναρωτηθεί ο Νίξον. Ο Χάντελμαν δεν μπόρεσε να αποδείξει τις υποψίες του. Και ο ίδιος Φελτ επί δεκαετίες τόνιζε πως δεν θα πρόδιδε ποτέ το απόρρητο της Υπηρεσίας.
Πριν φτάσουμε, όμως στα κίνητρα, που τον οδήγησαν στη διαρροή, ας δούμε ποιος ήταν.
Τα πρώτα βήματα
Ο Γουίλιαμ Μαρκ Φελτ γεννήθηκε στο Twin Falls του Αϊντάχο στις 17 Αυγούστου 1913. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Αϊντάχο, πήγε να εργαστεί για τον Δημοκρατικό γερουσιαστή, Τζέιμς Πόουπ.
Το 1938, παντρεύτηκε την αγαπημένη του, Όντρεϊ Ρόμπινσον, στην Ουάσιγκτον, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια.
Λίγες ημέρες πριν από το Περλ Χάρμπορ, αφού απέκτησε πτυχίο νομικής με νυχτερινά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο George Washington, ο Φελτ έκανε αίτηση στο FBI και εντάχθηκε σε αυτό τον Ιανουάριο του 1942. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κυνηγώντας Γερμανούς κατασκόπους.
Η αναρρίχηση στην ιεραρχία του F.B.I.
Μετά από θητείες στο Σιάτλ, τη Νέα Ορλεάνη και το Λος Άντζελες, ο Έντγκαρ Χούβερ, επικεφαλής του FBI, τον όρισε ειδικό πράκτορα, υπεύθυνο για τα γραφεία του Σολτ Λέικ Σίτι και του Κάνσας Σίτι στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ανεβαίνοντας σε υψηλές θέσεις στα κεντρικά γραφεία τη δεκαετία του 1960, επέβλεψε την εκπαίδευση πρακτόρων του FBI και διενήργησε εσωτερικές έρευνες ως προϊστάμενος του τμήματος επιθεώρησης.
Την 1η Ιουλίου 1971, ο Χούβερ προήγαγε τον Φελτ στο Νο 3 της ιεραρχίας, κάτω μόνο από τον ίδιο και τον Κλάιντ Α. Τόλσον. Με τον τελευταίο να παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ο Φελτ αναλάμβανε όλο και περισσότερο τη διοίκηση της καθημερινής λειτουργίας του F.B.I. Όταν ο Χούβερ πέθανε και ο κ. Τόλσον αποσύρθηκε, πίστευε ότι o δρόμος για να γίνει διευθυντής είχε ανοίξει.
Η απογοήτευση
Αλλά ο Νίξον τον διέψευσε. Τοποθέτησε στη θέση έναν δικό του άνθρωπο. Ο Φελτ ήταν εξοργισμένος. Πίστευε ότι ο πρόεδρος προσπαθούσε να μετατρέψει το FBI σε γραφείο εξυπηρέτησης των δικών του πολιτικών φιλοδοξιών.
Όταν έγινε η διάρρηξη στο κτίριο Watergate και αποκαλύφθηκε η προσπάθεια παγίδευσης του γραφείου των Δημοκρατικών, ο Φελτ ήξερε ότι ο Νίξον θα πρέπει να λογοδοτήσει.
Αλλά πώς; Ένα βράδυ εκείνου του καλοκαιριού, λίγες εβδομάδες μετά τη διάρρηξη, χτύπησε την πόρτα του ο νέος, φιλόδοξος δημοσιογράφος, Μπομπ Γούντγουορντ, αναζητώντας αποκλειστικές πληροφορίες. Ο Φελτ αποφάσισε να συνεργαστεί μαζί του και δημιούργησε ένα περίπλοκο σύστημα τεχνικών κατασκοπείας και μυστικών συναντήσεων.
Όταν ο Γούντγουορντ χρειαζόταν να μιλήσει, θα μετακινούσε μια γλάστρα με μία κόκκινη σημαία στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του στην Ουάσιγκτον. Αν ο Φελτ είχε ένα μήνυμα, ο Γούντγουορντ θα έβρισκε στο κατώφλι του σπιτιού του, τους New York Times. Στη σελίδα 20 ήταν γραμμένο το μήνυμα.
Τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο Φελτ τροφοδότησε την Washington Post με όσες πληροφορίες χρειαζόταν για να δημοσιεύσει μία σειρά από ρεπορτάζ, που αποδείκνυαν ότι η διάρρηξη του Watergate ήταν μέρος «μιας τεράστιας εκστρατείας πολιτικής κατασκοπείας και δολιοφθοράς» που κατευθύνθηκε από τον Λευκό Οίκο. Για τους επόμενους οκτώ μήνες, έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει την εφημερίδα στα ίχνη των υπευθύνων.
Ο διευθυντής της Post, Χάουαρντ Σίμονς, του έδωσε το διάσημο ψευδώνυμό του, βγαλμένο από πορνογραφική ταινία, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή.
Η ταινία
Μέχρι τον Ιούνιο του 1973, ο Φελτ αναγκάστηκε να φύγει από το F.B.I. Σύντομα τέθηκε υπό έρευνα από ορισμένους από τους ίδιους πράκτορες που είχε επιβλέψει, με την υποψία ότι διέρρευσε πληροφορίες όχι στην The Post αλλά στους New York Times.
Εκατομμύρια Αμερικανοί τον γνώριζαν μόνο ως σκιώδη φιγούρα στην ταινία του 1976 «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου», που έκανε τους Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν θρύλους της αμερικανικής δημοσιογραφίας. Στην ταινία, ο Χαλ Χόλμπρουκ που τον υποδύεται δίνει στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που υποδύεται τον Γούντγουορντ, την πιο διάσημη δωρεάν συμβουλή στην ιστορία της ερευνητικής δημοσιογραφίας: Follow the money (Ακολούθησε τα λεφτά».
Πέρασε μεγάλο μέρος των μέσων της δεκαετίας του 1970 καταθέτοντας κρυφά στο Κογκρέσο για καταχρήσεις εξουσίας στο F.B.I. Στις αρχές εκείνης της δεκαετίας είχε επιβλέψει την επιχείρηση COINTELPRO, που ξεκίνησε από τον Hoover τη δεκαετία του 1950.
Εκείνη η περίοδος της ιστορίας του FBI έχει προκαλέσει μεγάλη διαμάχη για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των ιδιωτών πολιτών. Η υπηρεσία κατασκόπευε, διείσδυε και διέλυε το Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων, το Αντιπολεμικό Κίνημα, τους Μαύρους Πάνθηρες και άλλα κινήματα της Νέας Αριστεράς.
Μέχρι το 1972, ο Φελτ ήταν επικεφαλής της έρευνας για την τρομοκρατική οργάνωση Weather Underground, που είχε τοποθετήσει βόμβες στο Καπιτώλιο, το Πεντάγωνο και το κτίριο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο Φελτ έδωσε διαταγή σε πράκτορες του FBI να εισβάλουν κρυφά σε σπίτια το 1972 και το 1973, χωρίς ένταλμα έρευνας, σε εννέα διαφορετικές περιπτώσεις.
Οι παράνομες επιχειρήσεις του FBI και η καταδίκη
Αυτού του είδους οι επιχειρήσεις του FBI ήταν γνωστές ως «δουλειές μαύρης τσάντας». Οι διαρρήξεις σημειώθηκαν σε πέντε διευθύνσεις στη Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ, σε σπίτια συγγενών και γνωστών μελών του Weather Underground. Οι επιχειρήσεις «μαύρης τσάντας» δεν συνέβαλαν στη σύλληψη κανενός, ενώ κηρύχθηκαν αντισυνταγματικές.
Το 1976, ο Φελτ δήλωσε δημόσια ότι είχε διατάξει διαρρήξεις και συνέστησε να μην τιμωρούνται μεμονωμένοι πράκτορες που είχαν ακολουθήσει εντολές.
Ο ίδιος καταδικάστηκε, αφού ομολόγησε πως οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις ήταν παράνομες. Ωστόσο μιλώντας στο CBS Face the Nation, είπε: «Νομίζω ότι ήταν παρόλα αυτά δικαιολογημένες και θα τις έκανα ξανά αν χρειαζόταν».
Η καταδίκη δίχασε τα αμερικανικά μέσα. Άλλα παρουσίαζαν τον Φελτ ως αποδιοπομπαίο τράγο και άλλα τόνιζαν πως η καταδίκη είναι απόδειξη ότι κανένας δεν είναι πάνω από τον νόμο και πως ο ζήλος δεν συνιστά δικαιολογία για παραβίαση του Συντάγματος.
O Μαρκ Φελτ πέθανε στις 18 Δεκεμβρίου 2008.