Ο Peter Minuit, αποικιακός κυβερνήτης του Νέου Άμστερνταμ, βγαίνει από ένα ολλανδικό πλοίο, καλεί τους αρχηγούς των Ινδιάνων και αρχίζει τη διαπραγμάτευση. Τους προσφέρει χάντρες, βελόνες, υφάσματα, μαχαίρια και κουμπιά αξίας…24 δολαρίων προκειμένου να αγοράσει ολόκληρο το νησί του Μανχάταν.
Θα χρειαστεί να κάνει παζάρι, αλλά δεν θα δυσκολευτεί πολύ. Κλείνει έτσι το «σπουδαιότερο deal όλων των εποχών στην αγορά του real estate». Και οι Ολλανδοί εγκαθιδρύουν τον εποικισμό τους εκεί. Το ημερολόγιο γράφει 24 Μαΐου 1626.
Αυτό τουλάχιστον μάθαιναν οι Αμερικανοί έως και πριν από κάποια χρόνια στα βιβλία Ιστορίας. Άλλοι το ονομάζουν «the greatest bargain» (η καλύτερη αγορά σε τιμή – ευκαιρίας, θα λέγαμε), αφού το ποσό ήταν ακόμη και για τα δεδομένα της εποχής ασήμαντο. Άλλοι «the smartest deal» (το πιο έξυπνο deal), αφού μπορεί η αξία των αντικειμένων σε χρήματα να ήταν ευτελής, αλλά για τους ιθαγενείς ήταν πολύτιμα στην καθημερινότητά τους. Και άλλοι δεν διστάζουν να το χαρακτηρίσουν «the greatest fraud» (η μεγαλύτερη απάτη).
Μύθος ή πραγματικότητα;
Όπως και να τη δει κανείς, η ιστορία της αγοράς του Μανχάταν είναι μία από τις πιο αμφιλεγόμενες και αμφισβητούμενες στην αμερικανική ιστορία. Η ανταλλαγή έχει αναλυθεί και επανεξεταστεί επανειλημμένα. Αλλά ήταν πραγματικότητα ή απλώς ένας μύθος;
Μερίδα ιστορικών απορρίπτει εντελώς το γεγονός και υποστηρίζει ότι η περιβόητη ανταλλαγή δεν έλαβε χώρα ποτέ – αν και έχει καταγραφεί σε αρχείο της εποχής. Φαίνεται τόσο άδικη, που δεν μπορεί παρά είναι ψέμα, λένε. Μάλιστα οι αναφορές που έχουν σωθεί αποκαλύπτουν ότι και οι δύο πλευρές αισθάνονται απολύτως ικανοποιημένες από τη συμφωνία. Ακόμη και αρκετά χρόνια μετά, οι Ινδιάνοι δεν θεωρούν ότι είναι ριγμένοι.
Ο πιο προφανής είναι και ο απλούστερος: Η αξία είναι σχετική. Αν ο Minuit είχε δώσει στους Ινδιάνους ένα σάκο γεμάτο διαμάντια, κανείς δεν θα αμφισβητούσε την αξία (και τη γνησιότητα) της συναλλαγής. Επειδή οι γυάλινες χάντρες σήμερα είναι ακόμη λιγότερο πολύτιμες για εμάς από ό,τι ήταν τότε για τους Ολλανδούς, υποθέτουμε ότι οι Ινδιάνοι εξαπατήθηκαν.
Αλλά η υπερβολική αφθονία γεννά πάντα περιφρόνηση. Αντιθέτως όταν κάτι είναι σπάνιο είναι και πολύτιμο. Για τους ιθαγενείς οι γυάλινες χάντρες τότε ήταν σαφώς κάτι σπάνιο.
Πώς ταξίδεψαν οι χάντρες από την Ευρώπη στην Αμερική
Οι γυάλινες χάντρες έπαιξαν μικρό αλλά σταθερό ρόλο στην ευρωπαϊκή παγκόσμια εξερεύνηση που ξεκίνησε τον 15ο αιώνα.
Στην πρώτη του απόβαση στην Αμερική, ο Χριστόφορος Κολόμβος ανέφερε στο ημερολόγιό του πως στις 12 Οκτωβρίου 1492 χάρισε κόκκινα καπέλα και χάντρες. Οι ιθαγενείς έβαλαν αμέσως τις χάντρες στο λαιμό τους.
Μετά τον Κολόμβο δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου εξερευνητές ή άποικοι που έρχονταν στην Αμερική που να μην κουβαλούσαν χάντρες για να δώσουν ή να ανταλλάξουν. τα ημερολόγιά τους είναι γεμάτα με αναφορές σε αυτό.
Η χρήση τους ήταν ήδη καθιερωμένη όταν οι Ολλανδοί ίδρυσαν την αποικία τους στη Νέα Ολλανδία. Ο κορυφαίος κατασκευαστής γυάλινων χαντρών της Ευρώπης ήταν η Βενετία της Ιταλίας, της οποίας οι χάντρες ταξίδεψαν σε όλες τις κατοικημένες ηπείρους και αποτελούσαν βασικό αγαθό στο παγκόσμιο εμπόριο για αιώνες.
Άλλα ευρωπαϊκά έθνη ανέπτυξαν αντίπαλες βιομηχανίες χαντρών. Μεταξύ αυτών και η Ολλανδία, η οποία παρήγαγε δικές της χάντρες καθόλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Οι ευρωπαϊκές εμπορικές χάντρες ήταν σημαντικές για τους Ολλανδούς στις αμερικανικές αποικίες τους.
Όταν ο Άγγλος, Henry Hudson, συνάντησε ιθαγενείς κατά μήκος της ακτής του Mέιν που είπαν ότι ο Ολλανδικός οικισμός στο Μανχάταν, σχεδιάστηκε από έναν Ολλανδό αξιωματικό, που έδωσε υφάσματα, μαχαίρια, τσεκούρια, χάντρες και άλλα αγαθά.
Χάντρες αντί τροφίμων ή δερμάτων
Μόλις ιδρύθηκε η αποικία της Νέας Ολλανδίας, οι γυάλινες χάντρες κατείχαν εξέχουσα θέση στην οικονομία του οικισμού. Ο γραμματέας της αποικίας, Issack de Rasiere, που έφτασε στις 28 Ιουλίου 1626, έμαθε γρήγορα την αξία τους. Στην επιστολή του προς το Επιμελητήριο του Άμστερνταμ της Εταιρείας Δυτικής Ινδίας, στις 23 Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους, ανέφερε τη σημασία τους πολλές φορές.
Είχε αγοράσει δέκα δέρματα κάστορα από τους Ινδιάνους Minquac για λίγο ύφασμα, δύο τσεκούρια, μια μικρή ποσότητα χάντρες και μερικά άλλα αντικείμενα.
Μαζί με την επιστολή του, ο de Rasiere έστειλε δύο σειρές από χάντρες, μια μαύρη και μια άσπρη, ως δείγματα στην Εταιρεία Δυτικών Ινδιών και τους ζήτησε να του στείλουν διακόσιες ή τριακόσιες λίβρες παρόμοιες χάντρες, «καθώς αυτές είναι πολύ περιζήτητες και δεν υπάρχουν άλλες εδώ».
Εξήγησε επίσης ότι είχε πουλήσει στους αποίκους δέκα με είκοσι λίβρες χάντρες απευθείας επειδή μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν για να συναλλάσσονται με τους Ινδούς για φρέσκο φαγητό, «επειδή παραπονιούνται τόσο πολύ για τα τρόφιμα».
Η κύρια χρήση για αυτές τις γυάλινες χάντρες ήταν τα κοσμήματα. Οι ντόπιοι τις υιοθέτησαν γρήγορα ως αναπόσπαστο μέρος της γηγενούς φορεσιάς.
Ίσως λοιπόν το deal του Peter Minuit – εφόσον υπήρξε – να μην ήταν τόσο «φθηνό».