Οι λαμπροί επιστήμονες είναι γνωστό ότι κάνουν ανόητα πράγματα, αλλά οι οικονομικά καταστροφικές κινήσεις του Ισαάκ Νεύτωνα κατά τη διάρκεια της «Φούσκας της Νότιας Θάλασσας» του 1720 είναι μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη γκάφα.
Όταν ιδρύθηκε το 1711, η South Sea Company ήταν κατά κύριο λόγο ένα σχέδιο για τη διαχείριση του βρετανικού δημόσιου χρέους. Ο Νεύτωνας ήταν από τους πρώτους επενδυτές και είχε σημαντικά κέρδη, καθώς η τιμή των μετοχών της εταιρείας αυξανόταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1710. Ωστόσο, το 1720 η μετοχή της εταιρείας γνώρισε μια από τις πιο θρυλικές ανόδους και εξίσου εντυπωσιακές πτώσεις στην οικονομική ιστορία.
Ο Νεύτωνας αποφάσισε στα πρώτα στάδια αυτής της μανίας ότι θα τελείωνε άσχημα και στις 22 Απριλίου 1720 ρευστοποίησε το μερίδιό του αξίας 7.000 στερλινών, με αξιοσημείωτο κέρδος.
Αλλά η φούσκα συνέχισε να γεμίζει αέρα και ο Νεύτων αποφάσισε στο απόγειό της, να επενδύσει και πάλι τα χρήματά του στην South Sea Company. H επένδυσή του ήρθε λίγο πριν τελικά η φούσκα σκάσει, με αποτέλεσμα να χάσει τα χρήματά του.
Η εμπειρία του παρέχει ένα διδακτικό παράδειγμα για το πώς ακόμη και έξυπνοι στοχαστές μπορούν να παραστρατήσουν σε ένα περιβάλλον που προσφέρεται για συλλογικές αυταπάτες. Οι επενδυτές τείνουν να λειτουργούν ως αγέλη και να γοητεύονται από ιστορίες εύκολου κέρδους και επιτυχίας, ακόμη και όταν αυτές δεν στηρίζονται σε καθόλου βάσιμα στοιχεία.
Αντιμέτωπος με μεγάλη οικονομική ζημιά τότε, ο Νεύτων φέρεται να είπε: «Μπορώ να υπολογίσω τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, αλλά όχι την παράνοια των ανθρώπων».
Η ίδρυση και ο σκοπός της εταιρείας
Η βιβλιογραφία για τη South Sea Bubble είναι ογκώδης, αλλά δεν συμφωνούν όλοι οι μελετητές για το τι ακριβώς συνέβη. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η South Sea Company ήταν μια δόλια επιχείρηση εξ αρχής. Τα πράγματα φαίνεται να είναι λίγο πιο περίπλοκα, όμως. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1711 για να αντιμετωπίσει ένα πιεστικό οικονομικό πρόβλημα.
Η βρετανική κυβέρνηση είχε μια μεγάλη συσσώρευση απλήρωτων λογαριασμών, κυρίως από εργολάβους που προμήθευαν τον βρετανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής. Η κυβέρνηση πρόσφερε στους πιστωτές της μετοχές της εταιρείας. Η μετοχή δεν υποσχόταν πλήρη αποπληρωμή των χρημάτων που οφείλονταν στους πιστωτές, αλλά τους υποσχόταν τακτική πληρωμή τόκων.
Η South Sea Company έλαβε τα κεφάλαια από την κυβέρνηση για να πληρώσει αυτούς τους τόκους στους πιστωτές. Η εταιρεία είχε επίσης μονοπώλιο στο βρετανικό εμπόριο με τη δυτική ακτή της Αμερικής και μέρος της ανατολικής ακτής της Νότιας Αμερικής – εξ ου και η ονομασία “South Sea Company”. Προσέλκυσε έτσι τους επενδυτές με την υπόσχεση ότι τα κέρδη από το εμπόριο στις Νότιες Θάλασσες θα πρόσθεταν γενναιόδωρα στις πληρωμές τόκων τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1710, η South Sea Company ήταν μια μάλλον βαρετή επιχείρηση που απλώς πέρασε τις πληρωμές της κυβέρνησης στους επενδυτές της. Οι μελετητές δεν έχουν στέρεες πληροφορίες σχετικά με την κερδοφορία των εμπορικών της δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Ο Νεύτωνας και η φούσκα
Ο Νεύτωνας, ο οποίος κατείχε επίσης κρατικά ομόλογα ήταν από τους πρώτους επενδυτές και αύξανε το μερίδιό του όσο περνούσε ο καιρός. Η επένδυσή του ήταν αρχικά αρκετά κερδοφόρα.
Η οικονομική ανάκαμψη στα τέλη της δεκαετίας του 1710 ενέπνευσε ένα νέο όραμα για τη South Sea Company. Η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η εταιρεία θα αναλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού εθνικού χρέους το 1720. Το αποτέλεσμα ήταν να σχηματιστεί η φούσκα.
Η τιμή της μετοχής της εκτινάχθηκε στα ύψη το καλοκαίρι του 1720 και στη συνέχεια υπέστη μια απότομη κατάρρευση τον Σεπτέμβριο, πιθανότατα επειδή οι επενδυτές άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι οι προσδοκίες τους για τα κέρδη ήταν μη ρεαλιστικές. Μέχρι τον Οκτώβριο, η μετοχή άξιζε λιγότερο από το ένα τέταρτο της μέγιστης τιμής της.
Η μίζα του υπουργού
Να σημειωθεί ότι η υπόθεση πυροδότησε και έντονες πολιτικές αναταράξεις. Ο τότε υπουργός Οικονομικών, Sir John Aislabie, ο οποίος με ομιλία του τον Ιανουάριο του 1720 είχε πείσει τη Βουλή να δώσει τη δυνατότητα στη South Sea Company να εκδώσει όσες μετοχές ήθελε, σε τιμή έκδοσης μάλιστα που η ίδια θα όριζε, αναγκάστηκε σε παραίτηση.
Όπως αποκαλύφθηκε είχε λάβει μίζα. Έρευνα από το Κοινοβούλιο διαπίστωσε ότι ο Aislabie είχε λάβει μετοχές αξίας 20.000 λιρών της εταιρείας σε αντάλλαγμα για την προώθηση της πρότασης.
Παραιτήθηκε από τον υπουργικό θώκο τον Ιανουάριο του 1721 και τον Μάρτιο κρίθηκε ένοχος από τη Βουλή των Κοινοτήτων για την «πιο επικίνδυνη και διαβόητη διαφθορά». Αποβλήθηκε από το Σώμα, απομακρύνθηκε από το Privy Council και φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου.