«Η ποιότητα μένει στη μνήμη πολύ αφότου η τιμή ξεχαστεί». Αυτό είναι το μότο του Gucci και ο Μαουρίτσιο Γκούτσι το επικαλούταν συχνά. Σίγουρα ο γεμάτος μυστικά, ψέματα και συνωμοσίες κόσμος της ιταλικής υψηλής ραπτικής, στον οποίο πέρασε τη σύντομη, αλλά «γεμάτη» ζωή του, θυμάται τον ίδιο ακόμη και σήμερα – πολύ αφότου έχει ξεχαστεί η τιμή πάνω στο συμβόλαιο του θανάτου του: 415.000 δολάρια.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό…δύο σφαίρες στην πλάτη και μία στο κεφάλι
Ο 46χρονος τρίτης γενιάς γόνος της ιταλικής δυναστείας της μόδας είχε φύγει από το διαμέρισμά του στο Μιλάνο λίγο μετά τις 8:30 το πρωί. Το ημερολόγιο έγραφε 27 Μαρτίου 1995. Κομψά ντυμένος, με κοστούμι, γραβάτα και μοκασίνια Gucci, όπως διαβάζουμε στην περιγραφή του People, περπάτησε μόλις 50 μέτρα, περνώντας από τους δημόσιους κήπους, για να φτάσει στο γραφείο του, στη Via Palestro 20.
Αλλά καθώς ανέβαινε τη σύντομη σκάλα ένας εξίσου καλοντυμένος μεσήλικας τον ακολουθούσε. Οπλισμένος με ένα πιστόλι 7,65 χλστ., ο άνδρας πυροβόλησε δύο φορές εναντίον του Γκούτσι, χτυπώντας τον μία στον ώμο και μία στην κάτω πλάτη.
Ο Μαουρίτσιο στριφογύρισε και σωριάστηκε στο κόκκινο χαλί του φουαγιέ. Τότε ο δράστης τον πυροβόλησε μία τρίτη φορά, στο πρόσωπο, πριν τραπεί σε φυγή. «Ήταν ξεκάθαρα μια δολοφονία εκ προμελέτης», δήλωσε η αστυνομία. Ποιος ήταν όμως υπεύθυνος;
Η Μαύρη Χήρα, το μέντιουμ και οι συνεργοί
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια για να μάθει ο κόσμος την απάντηση: Μετά από μια πεντάμηνη δίκη, η πρώην σύζυγος του, Πατρίτσια Ρετζιάνι, κρίθηκε ένοχη το 1998 ως ο εγκέφαλος της δολοφονίας και ο άνθρωπος που είχε πληρώσει το συμβόλαιο θανάτου. Από Lady Gucci, όπως ήταν γνωστή, έγινε η… Μαύρη Χήρα.
Μαζί της καταδικάστηκαν ακόμη τέσσερις συνεργοί: Ο εκτελεστής, μία φίλη της, που είχε βρει τον εκτελεστή, ακόμη ένας φίλος τους και ο οδηγός του αυτοκινήτου διαφυγής. Η Ρετζιάνι αποφυλακίστηκε το 2016 μετά από 18 χρόνια.
Για δύο χρόνια μετά τη δολοφονία, ωστόσο, είχε επιστρέψει με τις δύο κόρες της στην οικία Corso Venezia, όπου ζούσε με τον Μαουρίτσιο πριν χωρίσουν. Ζούσε μία ζωή μέσα σε ακόμη μεγαλύτερη πολυτέλεια από ό,τι πριν – παρόλο που εισέπραττε ετήσια διατροφή 1,47 εκατ. δολαρίων.
Τα χρήματα και μία λέξη: Paradeisos
Όλα αυτά έως ότου ένας από τους συνεργούς της καυχήθηκε στο λάθος άτομο. Εκείνο ενημέρωσε την αστυνομία, που την υποψιαζόταν από την αρχή, αλλά δεν είχε στοιχεία. Άνοιξε μία έρευνα, η οποία οδήγησε αρχικά στην Πίνα Αουριέμα, γνωστό μέντιουμ με διασυνδέσεις στην υψηλή κοινωνία της Ιταλίας, και φίλη της Πατρίτσια.
Εκείνη είχε προσλάβει τον εκτελεστή. Βρέθηκαν συνομιλίες και σημειώματα, που αποδείκνυαν ότι η Αουριέμα δρούσε για λογαριασμό της φίλης της, η οποία και της έδωσε εξάλλου τα χρήματα για το συμβόλαιο θανάτου.
Μεταξύ των στοιχείων που είχε στα χέρια της η αστυνομία ήταν και το ημερολόγιο Cartier της Πατρίτσια. Την ημέρα της δολοφονίας του Μαουρίτσιο Γκούτσι έγραφε μόνο μία λέξη και αυτή ήταν ελληνική, αν και γραμμένη με λατινικούς χαρακτήρες: Paradeisos.
Στο δικαστήριο η Ρετζιάνι παραδέχθηκε ότι είχε δώσει τα χρήματα στην Ρετζιάνι, αλλά υποστήριξε ότι δεν ήταν για τη δολοφονία του πρώην συζύγου της. Όπως είπε η Αουριέμα οργάνωσε η ίδια την εκτέλεση και μετά απείλησε να την εμπλέξει αν δεν την πλήρωνε. Δεν έπεισε. Ίσως γιατί αναφερόμενη στην πληρωμή εκείνη κατά την κατάθεσή της, είπε: «Αλλά άξιζε κάθε λίρα».
Αν και ο οίκος Γκούτσι που είχε περάσει προ πολλού σε άλλα χέρια ήθελε να μείνει μακριά από το σκάνδαλο, την ημέρα της καταδίκης τα καταστήματά του στην Ιταλία κρέμασαν στις βιτρίνες τους ασημένιες χειροπέδες.
«Η όρασή μου δεν ήταν καλή. Δεν ήθελα να αστοχήσω»
Λίγο αφότου βγήκε από τη φυλακή η κάμερα μίας τρας τηλεοπτικής εκπομπής εμφανίστηκε στον χώρο εργασίας της, στην Bozart, στο Μιλάνο. «Πατρίτσια, γιατί προσέλαβες εκτελεστή; Γιατί δεν τον σκότωσες μόνη σου;» τη ρώτησε ο δημοσιογράφος. «Η όρασή μου δεν είναι καλή. Δεν ήθελα να αστοχήσω», απάντησε εκείνη με κυνισμό. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι απλώς αστειευόταν. Επιμένει μέχρι σήμερα ότι τη δολοφονία είχε σχεδιάσει η Αουριέμα.
Η Ρετζιάνι είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 26 ετών. Όρος για την αποφυλάκισή της ήταν το να πιάσει δουλειά. Σύμφωνα με τα ιταλικά μέσα θα μπορούσε να έχει βγει πέντε χρόνια νωρίτερα, από ό,τι αποφυλακίστηκε, το 2011. Αλλά τότε αρνήθηκε, γιατί το να εργαστεί ήταν κάτι που την τρομοκρατούσε. «Δεν έχω δουλέψει ότι μία μέρα στη ζωή μου και δεν σκοπεύω να αρχίσω τώρα» ήταν η απάντηση που είχε δώσει στους έκπληκτους δικηγόρους της.
Το να εργαστεί ως σύμβουλος σχεδιασμού κοσμημάτων στη Bozart ήταν βεβαίως ένας αποδεκτός συμβιβασμός.
Πώς φτάσαμε εκεί
Ο Μαουρίτσιο και η Πατρίτσια παντρεύτηκαν το 1972, όταν ήταν και οι δύο 24 ετών. Ο γάμος του είχε φέρει τον Μαουρίτσιο σε ρήξη με τον πατέρα του Ροδόλφο, ο οποίος δεν ενέκρινε την καταγωγή της Ρετζιάνι και τον έντονο χαρακτήρα της.
Ο Μαουρίτσιο ήταν μοναχοπαίδι και η μητέρα του είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν 5 ετών. Ο πατέρας του ήταν πάντοτε υπερπροστατευτικός. «Ο Μαουρίτσιο αισθανόταν ελεύθερος μαζί μου. Διασκεδάζαμε πολύ. Ήμασταν καλή ομάδα», έχει πει η Ρετζιάνι σε συνέντευξή της στον Gaurdian. Η ίδια υποστήριξε ότι ο Ροδόλφο την αποδέχθηκε στην οικογένεια όταν γέννησε την πρώτη της κόρη, Αλεσάντρα.
Μία ζωή στη χλιδή
Μάλιστα ο Ροδόλφο αγόρασε στο ζευγάρι ένα πολυτελές ρετιρέ στον Olympic Tower της Νέας Υόρκης. Εθισμένοι στην καλή ζωή, έκαναν βόλτες στο Μανχάταν μαζί με εκλεκτούς φίλους, μεταξύ των οποίων ήταν και η Τζάκι Ονάση.
Είχαν επίσης ένα σαλέ στο Σεντ Μόριτς, εξοχική κατοικία στο Ακαπούλκο, μία φάρμα στο Κονέκτικατ και ένα ξύλινο γιοτ 64 μέτρων.
Και ένας θάνατος που έφερε το τέλος
Μετά τον θάνατο του Ροδόλφο, το 1983, ο Μαουρίτσιο κληρονόμησε το μερίδιο 50% του πατέρα του στον οίκο Gucci. Ο οίκος δεν τα πήγαινε καλά. Και οι συνεχείς παρεμβάσεις της Ρετζιάνι οδήγησαν το ζευγάρι σε ρήξη.
«Σταμάτησε να με ακούει και μία μέρα έφυγε» έχει πει. Η Gucci πουλήθηκε στην Investcorp το 1993 έναντι 120 εκατ. δολαρίων. Το επίσημο διαζύγιο του ζευγαριού, που είχε χωρίσει ουσιαστικά από το 1983, ήρθε ένα χρόνο αργότερα, το 1994.
Η ίδια εξήγησε στον Gaurdian. «Ήμουν θυμωμένη με τον Μαουρίτσιο για πολλά, πολλά πράγματα εκείνη την εποχή», λέει η Ρετζιάνι. «Αλλά πάνω από όλα, αυτό. Το ότι έχασε την οικογενειακή επιχείρηση. Ήταν ανόητο. Ήταν μια αποτυχία. Ήμουν γεμάτη οργή, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν έπρεπε να μου το κάνει αυτό».