Το Judengasse ήταν μία στενή λωρίδα γης στη Φρανκφούρτη, όπου υποχρεώνονταν να μείνουν οι 3.000 Εβραίοι της πόλης. Ένα από τα πρώτα και μεγαλύτερα γκέτο της Γερμανίας, ασφυκτικά γεμάτο και «σκοτεινό». Σκληρές συνθήκες και αυστηροί περιορισμοί, που απαγόρευαν μεταξύ άλλων στους Εβραίους να βγουν τη νύχτα, τις Κυριακές και κατά τη διάρκεια των χριστιανικών γιορτών. Δημόσια πάρκα, κήποι, καφενεία ήταν απαγορευμένος τόπος για εκείνους. Μπορούσαν όμως να εργάζονται κανονικά και πολλοί διέπρεπαν στο εμπόριο και την τραπεζική.
Σε αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1744 ο Μάγερ Άμσκελ Ρότσιλντ – ο άνθρωπος που έμελλε να χτίσει την πιο φημισμένη τραπεζική δυναστεία της Ευρώπης και μία από τις ισχυρότερες στον κόσμο. Αν και περιορισμένος στο γκέτο, ο Μάγιερ έμαθε τον κόσμο του επιχειρείν από μικρός. Ο πατέρας του, Άμσκελ Μόουζες Ρότσιλντ, ήταν αργυραμοιβός, είχε δηλαδή ένα μικρό ανταλλακτήριο νομισμάτων. Μία από τις πρώτες δουλειές του Μάγερ λοιπόν ήταν η διαλογή νομισμάτων που αποκτήθηκαν μέσω των εμπορικών εκθέσεων της Φρανκφούρτης, οι οποίες προσέλκυαν αγοραστές και πωλητές από όλη την περιοχή.
Ο θάνατος των γονιών του και η μαθητεία στο Αννόβερο
Σε ηλικία μόλις 12 ετών είδε τους γονείς του να πεθαίνουν από ευλογιά. Και ο ίδιος αναγκάστηκε να μεγαλώσει απότομα. Έζησε με συγγενείς, οι οποίοι κάποια στιγμή τον έστειλαν στο Αννόβερο να μαθητεύσει στον εξέχοντα τραπεζικό οίκο Simon Wolf Openheimer. Εκεί ο Μάγερ γνώρισε για πρώτη φορά το εξωτερικό εμπόριο και τη σπουδαιότητα της χρηματοδότησης και έμαθε για σπάνια νομίσματα από μέρη όπως η αρχαία Ρώμη, η Περσία και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι συλλέκτες αυτών των νομισμάτων ήταν πρίγκιπες και άλλα μέλη της ευρωπαϊκής ελίτ. Οι Εβραίοι που συναλλάσσονταν μαζί τους ονομάζονταν «Εβραίοι της αυλής».
Η επιστροφή στη Φρανκφούρτη
Το 1763, σε ηλικία 19 ετών, ο Μάγερ Ρότσιλντ επέστρεψε στην Φρανκφούρτη και ανέλαβε μαζί με τους αδελφούς του την επιχείρηση, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του. Ο Μάγερ έγινε έμπορος σπάνιων νομισμάτων και κέρδισε την προστασία του διάδοχου του θρόνου, Βίλχελμ της Έσσης, ο οποίος είχε αγοράσει νομίσματα και από τον πατέρα του. Εκείνος τον βοήθησε να αναπτύξει δεσμούς με άλλους ευγενείς.
Η οικογένεια που μεγάλωνε
Το 1770, ο Μάγερ παντρεύτηκε την Γκόυτλε Σάνπερ, κόρη ιδιοκτήτη ανταλλακτηρίου. Έκαναν δέκα παιδιά, 5 γιους και 5 κόρες.
Τα παιδιά και τα εγγόνια του ανέλαβαν σταδιακά τα ηνία και επέκτειναν συνεχώς τις δραστηριότητες της οικογενειακής επιχείρησης ανά την Ευρώπη.
Από το 1824 έως το 1877, έγιναν συνολικά 36 γάμοι. Εξ αυτών οι 30 ήταν ανάμεσα σε πρώτα ή δεύτερα ξαδέλφια. Εκείνη την περίοδο μόνο 4 γυναίκες και δύο άνδρες της οικογένειας Ρότσιλντ νυμφεύτηκαν συντρόφους, με τους οποίους δεν είχαν καμία συγγένεια.
Η Γαλλική Επανάσταση και οι πόλεμοι που άνοιξαν ευκαιρίες
Ο Μάγερ και οι 5 γιοι του από έμποροι νομισμάτων έγιναν τελικά τραπεζίτες για τους οποίους η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολεόντειος πόλεμος του 1792-1815 άνοιξαν τεράστιες ευκαιρίες. Ο Μάγερ και ο μεγαλύτερος γιος του, Άμσκελ, επέβλεπαν την αναπτυσσόμενη επιχείρηση από τη Φρανκφούρτη, ενώ ο Νέιθαν ίδρυσε ένα υποκατάστημα στο Λονδίνο το 1804, ο Γιάκομπ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1811, οι Σάλομον και Καρλ άνοιξαν γραφεία στη Βιέννη και τη Νάπολη, αντίστοιχα, τη δεκαετία του 1820.
Οι πόλεμοι, για τους Ρότσιλντ, σήμαιναν δάνεια σε αντιμαχόμενους πρίγκιπες. λαθρεμπόριο, αλλά και νόμιμη εμπορία βασικών αγαθών όπως σιτάρι, βαμβάκι, αποικιακά προϊόντα και όπλα· και τη μεταφορά διεθνών πληρωμών μεταξύ των Βρετανικών Νήσων και της ηπειρωτικής χώρας.
Η ειρήνη μεταμόρφωσε την αναπτυσσόμενη επιχείρηση των Ροτσιλντ: ο τραπεζικός όμιλος συνέχισε τις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές του, αλλά εστίαζε ολοένα και περισσότερο σε κρατικά ομόλογα (πρωσικά ή αγγλικά, γαλλικά ή ναπολιτάνικα), σε μετοχές ασφαλιστικών εταιρειών και σε μετοχές βιομηχανιών.
Έτσι, η οικογένεια προσαρμόστηκε με επιτυχία στη Βιομηχανική Επανάσταση και συμμετείχε στην οικονομική ανάπτυξη σε όλη την Ευρώπη με τις επενδύσεις τους στους σιδηροδρόμους, τον άνθρακα, τη σιδηρουργία και τη μεταλλουργία. Ο τραπεζικός όμιλος συνέχισε να επεκτείνεται μετά τη δεκαετία του 1850 και κατέκτησε σημαντική θέση στη χρηματοδότηση του παγκόσμιοτ εμπορίου πετρελαίου και μη σιδηρούχων μετάλλων.