Η φράση του τίτλου δεν ανήκει σε διαφημιστή, ούτε έμπορο ή πωλητή. Αλλά στον Τζον Νάνσι Γκάρνερ, γνωστό και ως Cactus Jack, ο οποίος διετέλεσε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί προεδρίας, Φράνκλιν Ρούζβελτ και εποχής New Deal.
Φέρεται να την είπε στις 15 Φεβρουαρίου 1954, σε ηλικία 86 ετών, ενθυμούμενος σε συνέντευξή του την μακρά πολιτική καριέρα του και τα όσα είχε πετύχει, σε δύσκολους καιρούς. Βετεράνος πια ήθελε να τονίσει την αξία του να «πουλάς» στο κοινό μία πρόταση, πολιτική ή ακόμη και τον εαυτό σου, τις ικανότητές του. Ο Γκάρνερ είχε παρουσία 46 ετών στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Και δεν γνωρίζουμε κατά πόσο είχε πράγματι ανάγκη την αυτο- προβολή, αλλά από πολιτική επικοινωνία μάλλον γνώριζε πολύ καλά, αφού υπηρέτησε σε ανώτατες θέσεις.
Ήταν ο 39ος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων από το 1931 έως το 1933 και ο 32ος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ από το 1933 έως το 1941.
Ο Garner ξεκίνησε την καριέρα του ως δικαστής της κομητείας Uvalde του Τέξας. Εξελέγη για να εκπροσωπήσει το Τέξας στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1902. Είχε σταθερή παρουσία στη Βουλή τα επόμενα χρόνια και αναδείχθηκε πρόεδρος όταν οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τον έλεγχο του σώματος μετά τις εκλογές του 1930.
Από τη συνεργασία στη σύγκρουση με τον Ρουσβελτ
Ο Γκάρνερ επεδίωξε την προεδρική υποψηφιότητα των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του 1932, αλλά συμφώνησε να υπηρετήσει ως υποψήφιος αντιπρόεδρος του Φράνκλιν Ρούσβελτ. Το δίδυμο αυτό κέρδισε τις εκλογές του 1932 και επανεξελέγη το 1936. Συντηρητικός Νότιος, ο Γκάρνερ αντιτάχθηκε αρχικά σε διάφορους επιμέρους διατάξεις του New Deal και ειδικά εκείνες που έδιναν ισχύ στα εργατικά συνδικάτα. Ωστόσο ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός στο να διασφαλίσει τις απαιτούμενες ψήφους σε Βουλή και Γερουσία για να πάρει το New Deal το πράσινο φως από τα δύο σώματα του Κογκρέσου.
Σε αντίθεση με τους αντιπροέδρους πριν από αυτόν, ο Γκάρνερ είχε επίσης έναν πιο ενεργό και όχι απλά «τελετουργικό» ρόλο στο υπουργικό συμβούλιο των ΗΠΑ. Το 1937 άρχισε να συγκρούεται με τον Ρούσβελτ για μια σειρά ζητημάτων, ειδικά για τον συγκεντρωτισμό υπερβολικής εξουσίας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Διεκδίκησε έτσι και πάλι την προεδρία στις προεδρικές εκλογές του 1940, αλλά το χρίσμα πήγε στον Ρούσβελτ, ο οποίος επέλεξε τον Χένρι Α. Γουάλας για υποψήφιο αντιπρόεδρο.