«Το ανέφικτο μπορούσαμε να το φτιάξουμε αμέσως. Τα “θαύματα” μας έπαιρναν μία ή δύο ημέρες» είχε πει ο Ράσελ Μπαφαλίνο, ο capo, που διοίκησε την ιταλο-αμερικανική μαφία από το 1959 έως και το 1994.
Τη διαβόητη «αποτελεσματικότητα» αυτή του Quiet Don, όπως ήταν το προσωνύμιο του Μπαφαλίνο, λέγεται ότι στην Ελλάδα την είχε μόνο ένας. Ο capo dei capi (αφεντικό των αφεντικών) της Greek Mafia ή αλλιώς ο «νονός των νονών» – κατά την Ελληνική Αστυνομία τουλάχιστον – δεν ήταν άλλος από τον Βασίλη Στεφανάκο. Και η δολοφονία του πριν από ακριβώς 6 χρόνια πιστεύεται ότι ήταν το πιο ακριβό συμβόλαιο θανάτου στη χώρα.
Το απόγευμα της 17ης Ιανουαρίου 2018, ο Βασίλης Στεφανάκος έπεφτε νεκρός, «γαζωμένος» με 29 σφαίρες, έξω από κτίριο επί της Λεωφόρου Αθηνών, στο Χαϊδάρι, όπου λειτουργούσε ζαχαροπλαστείο και εταιρεία διανομής υγραερίου, την οποία είχε ανοίξει μετά την αποφυλάκισή του το 2016.
Οι δύο δράστες άδειασαν έναν γεμιστήρα καλάσνικοφ επάνω του και διέφυγαν με κλεμμένη μηχανή. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις έσπευσαν στο σημείο, κάλυψαν με ένα λευκό σεντόνι τη θωρακισμένη BMW, μέσα στην οποία εκτελέστηκε, και η έρευνα άνοιξε. Τα στόματα ήταν κλειστά. Η υπόθεση δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί. Θεωρείται ωστόσο πως το συμβόλαιο θανάτου ήταν αντίποινα για τη δολοφονία του Βασίλη Γρίβα το 2017.
Ο “προσιτός Μανιάτης”
Για τους γείτονές του στο Χαϊδάρι ή εκείνους στην Αρεόπολη της Μάνης, από όπου ήταν η καταγωγή του, δεν ήταν ο αρχιμαφιόζος, ο σκληρός «βασιλιάς της νύχτας» ή το πρόσωπο με τις διασυνδέσεις με τους Πυρήνες της Φωτιάς, όπως περιγράφεται σε δικογραφίες. Ήταν ο κλασικός Μανιάτης, που λάτρευε το τσίπουρο, τις γυναίκες και τα παιδιά του. Προσιτός, λαϊκός, ντόμπρος, οξύθυμος, αλλά και με χιούμορ, όπως έχουν περιγράψει σε δημοσιογραφικά ρεπορτάζ άνθρωποι που τον γνώρισαν από κοντά.
Ξεκίνησε ως ιδιοκτήτης μάντρας αυτοκινήτων και στη συνέχεια οι δραστηριότητες των οικογενειακών του επιχειρήσεων επεκτάθηκαν στα νυχτερινά κέντρα, τις καφετέριες και το εμπόριο καυσίμων.
Το όνομά του όμως συνδέθηκε με ορισμένες από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος, συμβόλαια θανάτου, υποθέσεις προστασίας αλλά και μία άκρως κινηματογραφική απόδραση, αυτή των Αλκέτ Ριζάι και Βασίλη Παλαιοκώστα από τον Κορυδαλλό. Εκείνος, όταν έπεσε στα χέρια των αρχών, δεν δραπέτευσε. Πέρασε πάνω από 8 χρόνια πίσω από κάγκελα: Μαλανδρίνο, Τρίκαλα, Λάρισα, Δομοκός, Κορυδαλλός.
Η απόδραση Ριζάι – Παλαιοκώστα από τον Κορυδαλλό
Στις 4 Ιουνίου 2006 ένα ελικόπτερο προσγειώνεται στον προαύλιο χώρο της πτέρυγας Ε΄ των φυλακών Κορυδαλλού. Οι φύλακες αρχικά πιστεύουν πως είναι κάποιος επίσημος για αιφνιδιαστικό έλεγχο. Έως ότου βλέπουν τους Βασίλη Παλαιοκώστα και Αλκέτ Ριζάι να επιβιβάζονται σε αυτό. Ο πιλότος φωνάζει ότι έχουν χειρομβοβίδες και το ελικόπτερο φτάνει στο νεκροταφείο του Σχιστού. Ο Βασίλης Στεφανάκος κατηγορήθηκε ως ο άνθρωπος που σχεδίασε την κινηματογραφική αυτή απόδραση.
Οι σχέσεις με τους Πυρήνες της Φωτιάς
Ανά καιρούς είχε πει ότι εκτιμά μέλη των Πυρήνων της Φωτιάς που βρίσκονταν στη φυλακή, αλλά απέρριπτε την κατηγορία ότι είχε ρόλο στο σχέδιο απόδρασης «Γοργοπόταμος», το οποίο περιελάμβανε ανατίναξη της περίφραξης των φυλακών με στόχο την απόδραση των μελών της οργάνωσης- το οποίο και αποκαλύφθηκε μετά τη σύλληψη του Χριστόδουλου Ξηρού.
Η σύλληψη
Ο Στεφανάκος τελικά συνελήφθη τον Ιανουάριο του 2008 κοντά στο σπίτι του, στο Χαϊδάρι, με βάση δύο εντάλματα σύλληψης, που εκκρεμούσαν εις βάρος του: για ηθική αυτουργία σε δολοφονία το 2006 στο Περιστέρι και για την απόδραση των Ριζάι – Παλαιοκώστα από τον Κορυδαλλό. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 21 ετών και τριών μηνών. Αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 2016 κάνοντας χρήση του νόμου Παρασκευόπουλου.
Μέσα από τα δικά του λόγια
Στην τελευταία συνέντευξή του στον Δημήτρη Γιαννακόπουλο για το περιοδικό Zero, ο ίδιος είχε πει για τα όσα είχε κατηγορηθεί: «Κανείς δεν είπε ότι έχω αθωωθεί για το σύνολο των άλλων κατηγοριών που κατά καιρούς μου αποδόθηκαν. Καταδικάστηκα για μια αστεία υπόθεση εγκληματικής οργάνωσης του 2001-2002 και για ηθική αυτουργία σε μία δολοφονία…Κι εξάλλου δεν ξενυχτώ. Είμαι πολύ ανταγωνιστικός για να χάνω τη μέρα». Δούλευε, έλεγε, από τις 6 το πρωί, εξηγώντας: «Το πρωί είμαι χαμάλης στις νταλίκες για να μπορώ το μεσημέρι να κάνω τον διανοούμενο». Διάβαζε πολύ, δήλωνε πάντα αριστερός, ενώ για το τι ήθελε ακόμη να πετύχει, είπε: «Δεν έχω να ξεπεράσω κάτι, τη ζωή τη ζεις όπου τη βρίσκεις». Στην ίδια συνέντευξη είχε διαμηνύσει: «υπολογίζω τους πάντες αλλά δεν φοβάμαι κανέναν».
Την προσωπική του σελίδα στο Facebook κοσμούσε μία φράση του Φρίντριχ Νίτσε, που μάλλον μαρτυρά ότι δεν περίμενε διαφορετικό τέλος από αυτό που τελικά τον βρήκε: «Οι συνέπειες των πράξεών μας, μας αρπάζουν από τον λαιμό. Τους είναι αδιάφορο αν στο μεταξύ έχουμε γίνει καλύτεροι».