Ένας τζίρος σχεδόν 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα φέρει πάνω από ένα δισεκατομμύριο στα ταμεία της UEFA και, συνολικά, 331 εκατομμύρια στις συμμετέχουσες ομάδες και θα προσελκύσει 7 εκατομμύρια τουρίστες: το EURO 2024 είναι έτοιμο να ξεκινήσει την Παρασκευή 14 Ιουνίου, με τον αγώνα της οικοδέσποινας Γερμανίας με την Σκωτία να ανοίγει επίσημα τη διοργάνωση.
Αν και παραμένει μακριά από τους αριθμούς που δημιουργεί το Παγκόσμιο Κύπελλο, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα παραμένει σημαντικός παράγοντας για τα ταμεία της UEFA, ακόμη περισσότερο από το Τσάμπιονς Λιγκ και τις διασυλλογικές διοργανώσεις της.
Διότι είναι αλήθεια πως το τουρνουά παίζεται κάθε τέσσερα χρόνια και αποφέρει λιγότερα έσοδα από μία μόνο έκδοση του πρώην Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ωστόσο τα καθαρά έσοδα για την ηπειρωτική Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία είναι σημαντικά μεγαλύτερα.
Τα έσοδα
Ξεκινώντας από τα έσοδα, οι εκτιμήσεις της UEFA κάνουν λόγο για 2,4 δισ. ευρώ από την επικείμενη διοργάνωση.
Για να γίνει κατανοητή η ανάπτυξη του ποδοσφαίρου σε οικονομικό επίπεδο, το EURO 1992 απέφερε συνολικά 40,9 εκατομμύρια ευρώ: σε διάστημα μόλις 30 ετών ο αριθμός αυξήθηκε κατά 5.790%.
Αξιοσημείωτη αύξηση επίσης και σε σύγκριση με τη διοργάνωση του 2016 (+26%, 1,9 δισεκατομμύρια) στη Γαλλία. Το 2021 σημειώθηκε πτώση (1,8 δισεκατομμύρια), η οποία συνδέθηκε με τους περιορισμούς προσέλευσης λόγω της Covid-19.
Μεταξύ των εσόδων, κορυφαίο στοιχείο παραμένει αυτό που συνδέεται με τα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Τα αναμενόμενα έσοδα είναι 1,44 δισ. ευρώ, βοηθημένα επίσης από συμβόλαια που υπογράφηκαν την τελευταία στιγμή, όπως αυτό για τη Γαλλία με την BeIN Sports του Νάσερ Αλ-Κελαϊφί, προέδρου της Παρί Σεν Ζερμέν κα της ECA και κοντά στον πρόεδρο της UEFA, Αλεξάντερ Τσέφεριν.
Ύστερα είναι τα εμπορικά έσοδα (568 εκατ. ευρώ), με 300 εκατ. να υπολογίζονται ως έσοδα από τα εκδοτήρια εισιτηρίων και άλλα 100 εκατ. για τη φιλοξενία.
Κόστος και καθαρά έσοδα για την UEFA
Οι αριθμοί έρχονται σε αντίθεση με το σχετικά χαμηλό κόστος. Συνολικά, μάλιστα, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για κόστος 1,22 δισ. ευρώ, από τα οποία περίπου τα μισά συνδέονται με την οργάνωση του τουρνουά (645 εκατ.), ενώ 240 εκατ. θα καταβληθούν στους συλλόγους με βάση τον αριθμό των παικτών που παραχώρησαν στις Εθνικές ομάδες.
Τέλος υπολογίζονται 331 εκατομμύρια ως έπαθλα στις ομοσπονδίες με βάση τα αποτελέσματα, με μέγιστο όριο τα 28,5 εκατομμύρια για τη νικήτρια ομάδα. Παρά τη σημαντική αύξηση των εσόδων για την UEFA, ωστόσο, το στοιχείο που συνδέεται με τα μπόνους απόδοσης παρέμεινε σταθερό: σε σύγκριση με 301 εκατομμύρια το 2016 η αύξηση ήταν μόλις 10%, έναντι +25% στα έσοδα.
Τα καθαρά έσοδα για την UEFA, λοιπόν, είναι 1,19 δισ. ευρώ. Οι αριθμοί και σε αυτή την περίπτωση δείχνουν ισχυρή ανάπτυξη σε σύγκριση με προηγούμενες διοργανώσεις: το 2021 οι καθαρές απολαβές ήταν 645 εκατομμύρια, έναντι 847 εκατομμύρια το 2016 και 593 εκατομμύρια το 2012.
Για να γίνει μια σύγκριση με τα Κύπελλα Ευρώπης, τόσο το 2022-23 όσο και το 2023-24 στα ταμεία της UEFA παρέμειναν περίπου 200 εκατομμύρια. Στους συλλόγους δόθηκε το 78% των εσόδων, ποσοστό που στο EURO 2024 θα ισούται μόνο με το 13%.
Πόσο αξίζει το Euro 2024;
Το πλεόνασμα από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα θα διανεμηθεί από την UEFA μέσω επενδύσεων στο πρόγραμμα HatTrick, που δημιουργήθηκε το 2004 και το οποίο διανέμει τα κέρδη του τουρνουά στις εθνικές ομοσπονδίες για να τα επενδύσουν σε μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά έργα (υποδομές, εκπαίδευση νεαρών παικτών).
Η πρόβλεψη είναι να διανεμηθούν περίπου 935 εκατομμύρια το 2024, που θα προέρχονται από τα καθαρά έσοδα του EURO 2024. Ό,τι απομείνει θα χρησιμοποιηθεί επίσης για την ενίσχυση των ταμείων της UEFA, τα οποία έχουν υποφέρει τα τελευταία χρόνια.
Συγκεκριμένα, η ηπειρωτική Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία υποδεικνύει το ελάχιστο επίπεδο «άνεσης» των 500 εκατομμυρίων ευρώ σε μετρητά: πριν από την πανδημία ήταν στα 575 εκατομμύρια, αλλά μετά τη σεζόν 2022-23 έπεσε στα 360 εκατομμύρια.
Ο αντίκτυπος στην γερμανική επικράτεια
Μέχρι στιγμής ο λόγος έγινε για τα χρήματα που θα περάσουν από το ταμείο της UEFA. Ωστόσο, ένα τουρνουά αυτού του μεγέθους, που αναμένεται να φέρει συνολικά 7 εκατομμύρια τουρίστες στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων άνω των 2,7 εκατομμυρίων φιλάθλων στα γήπεδα για τους αγώνες, έχει επίσης σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο.
Όπως εξηγούν οι ειδικοί όμως, όχι τόσο σημαντικό ώστε να αναζωογονήσει μια οικονομία σε ύφεση, όπως η γερμανική.
Σύμφωνα με τον Μίχαελ Γκρέμλινγκ, οικονομολόγο στο Ινστιτούτο Γερμανικών Οικονομικών (IW), η εμπειρία του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 «δείχνει ότι τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα δεν αποτελούν οικονομική κινητήρια δύναμη.
Πολλοί καταναλωτές θα επωφεληθούν από την εκδήλωση για να αγοράσουν μια νέα τηλεόραση, να καλέσουν φίλους να παρακολουθήσουν τους αγώνες ή να πιουν μια επιπλέον μπύρα ενώ επευφημούν.
Αλλά θα εξοικονομήσουν σε άλλους τομείς: ψητά λουκάνικα αντί για εστιατόριο, βράδυ μπροστά στην τηλεόραση αντί για σινεμά. Η καταναλωτική δαπάνη, λοιπόν, δεν αυξάνεται απαραίτητα, αλλά μετατοπίζεται».
Ταυτόχρονα, οι οπαδοί από τις άλλες 23 συμμετέχουσες χώρες «θα αντικαταστήσουν άλλους τουρίστες. Για τις δέκα πόλεις που θα διεξαχθούν οι αγώνες η διοργάνωση μπορεί να φέρει μια μικρή οικονομική ώθηση, αλλά το ΑΕΠ στο τέλος της χρονιάς δεν θα είναι υψηλότερο».
Υπάρχουν όμως και πτυχές πιθανού μακροπρόθεσμου αντίκτυπου που διακυβεύονται: «Ένα σημαντικό αθλητικό γεγονός μπορεί να βελτιώσει την εικόνα της χώρας υποδοχής. Ένα επιτυχημένο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα από αθλητική και οργανωτική άποψη κάνει τη χώρα πιο ελκυστική. Η φροντίδα της εικόνας είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα, ειδικά σε ένα πλαίσιο αδύναμων άμεσων επενδύσεων. Ταυτόχρονα, η οικονομία επηρεάζεται από προσδοκίες και διαθέσεις. Κατά συνέπεια, η συναισθηματική απόδοση του Euro 2024 δεν πρέπει να υποτιμάται».
Μια άποψη παρόμοια με αυτή που έδωσε το IFO, ένα ερευνητικό Ινστιτούτο με έδρα το Μόναχο, το οποίο υπογράμμισε ότι το κλίμα της γερμανικής οικονομίας βελτιώθηκε οριακά μόνο μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006.
Το Ινστιτούτο IFO εξέτασε επίσης τη βιομηχανία φιλοξενίας (ξενοδοχεία και εστιατόρια) και τον τομέα των τροφίμων και ποτών κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 στη Γερμανία.
«Αλλά δεν βρήκαμε σημαντικές επιπτώσεις», εξήγησε ο επικεφαλής της έρευνας, Κλάους Βόλραμπε, ενώ ίδια άποψη έχει επίσης το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών στο Βερολίνο (DIW).
naftemporiki.gr