Skip to main content

Η «παγκοσμιοποίηση» του ιταλικού ποδοσφαίρου

Η Serie A γίνεται όλο και πιο... διεθνής, με δέκα από τις είκοσι ομάδες του νέου πρωταθλήματος να ανήκουν σε ξένες ιδιοκτησίες

Η ιταλική Serie A γίνεται όλο και πιο διεθνής. Και η «παγκοσμιοποίηση» του ιταλικού ποδοσφαίρου συνεπάγεται την παρουσία ξένου κεφαλαίου στην ιδιοκτησία συλλόγων.

Με την άνοδο της Βενέτσια μέσω των πλέι οφ, μάλιστα, οι δέκα από τις είκοσι ομάδες που θα εμφανιστούν τον Αύγουστο στην αφετηρία του πρωταθλήματος τελούν υπό ξένη ιδιοκτησία.

Από την Β΄ Εθνική προήχθη επίσης η Πάρμα ως πρωταθλήτρια της κατηγορίας, ιδιοκτησίας του Αμερικανού μεγιστάνα Κάιλ Κράουζε, ενώ δεύτερη τερμάτισε μια παλιά γνώριμη της κορυφαίας ιταλικής κατηγορίας, η Κόμο, που επέστρεψε στη Serie A μετά από 21 χρόνια.

Αυτό δεν συνέβη μόνο χάρη στην παρουσία στον πάγκο του πρώην πρωταθλητή της Μπαρτσελόνα Σεσκ Φάμπρεγας, αλλά κυρίως χάρη στους πλουσιότερους ιδιοκτήτες του ιταλικού ποδοσφαίρου: τον όμιλο Djarum που ελέγχεται από τους Ινδονήσιους αδελφούς Ρόμπερτ και Μάικλ Χαρτόνο, «κυρίαρχοι» της αγοράς kretek, τα τυπικά τσιγάρα με γεύση γαρύφαλλου που είναι πολύ δημοφιλή στην τέταρτη πιο πυκνοκατοικημένη χώρα στον κόσμο.

Τέλος η Βενέτσια, ιδιοκτησίας του Ντάνκαν Νιντεράουερ, ενός χρηματοδότη που ήταν διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης κατά τα πολύ δύσκολα χρόνια της μεγάλης ύφεσης, μεταξύ 2007 και 2008.

Τρεις ομάδες με ξένες ιδιοκτησίες, λοιπόν, ήρθαν να αντικαταστήσουν τις Φροζινόνε, Σασουόλο και Σαλερνιτάνα, δηλαδή τις τρεις που υποβιβάστηκαν και οι οποίες ανήκουν σε ιταλικά χέρια.

Στην κορυφή του Καμπιονάτο οι ξένες ιδιοκτησίες

Κοιτάζοντας την κατάταξη της Serie A την περασμένη σεζόν παρατηρούμε μια ευρεία προοπτική ξένων συλλόγων στην κορυφή.

Πρώτη και δεύτερη ήταν οι δύο μιλανέζικες ομάδες, η Ίντερ, η οποία πρόσφατα άλλαξε χέρια περνώντας από τον Κινέζο ιδιοκτήτη της Suning Στίβεν Ζανγκ στο αμερικανικό fund Oaktree, και η Μίλαν του Αμερικανού χρηματοδότη Τζέρι Καρντινάλε.

Τρίτη ήταν η Γιουβέντους, η ιδιοκτησία της οποίας, επισήμως, παραμένει ιταλική. Δεν είναι όμως απαραίτητο να διευκρινιστούν τα γεγονότα της «παγκοσμιοποίησης» της αυτοκρατορίας Ανιέλι-Έλκαν, η οποία γίνεται όλο και πιο αμερικανική και λιγότερο ιταλική.

«Αμερικανική» διαδρομή μεταξύ Μπέργκαμο, Φλωρεντίας και Ρώμης

Τέταρτη είναι η νικήτρια του Europa League Αταλάντα, της οποίας πλειοψηφικός μέτοχος είναι ο Αμερικανός Στίβεν Παλιούκα, επικεφαλής του ταμείου Bain Capital και συνιδιοκτήτης των Μπόστον Σέλτικς στο NBA.

Η «Θεά» του Μπέργκαμο, πάντως, εξακολουθεί να βλέπει την επιχειρησιακή ηγεσία της ακόμα στα χέρια του ιστορικού ιδιοκτήτη και μετόχου της μειοψηφίας, Αντόνιο Περκάσι.

Επίσης «αμερικανική» είναι η έκτη της κατάταξης, Ρόμα. Ιδιοκτήτης του συλλόγου των «Τζαλορόσι» είναι ο Νταν Φρίντκιν, που ανέλαβε τους πρωτευουσιάνους από τον Αμερικανό συμπατριώτη του Τζέιμς Παλότα.

Στην πέμπτη θέση, ανάμεσα σε Αταλάντα και Ρόμα, βρέθηκε η εντυπωσιακή Μπολόνια που επέστρεψε στο Champions League μετά από εξήντα χρόνια. Η ιδιοκτησία είναι καναδική και ανήκει στον Τζόι Σαπούτο, επιχειρηματία στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων και από μηχανής Θεό της επιστροφής των «Ροσομπλού» στις διακρίσεις.

Η Λάτσιο του Κλάουντιο Λοτίτο ήταν η πρώτη ομάδα υπό πλήρη ιταλική ιδιοκτησία, έβδομη στη βαθμολογία, λίγο πιο μπροστά από τη Φιορεντίνα. Ο Ρόκο Κομίσο, μεγιστάνας των τηλεοπτικών εκπομπών από τη Νέα Υόρκη, είναι ο ιδιοκτήτης των «Βιόλα» που έχασαν τον δεύτερο συνεχόμενο τελικό Conference League, από τον Ολυμπιακό στην Αθήνα.

Η Ιταλία ήταν παρθένο έδαφος σε πολλά μέτωπα: ιδιόκτητα γήπεδα, οικονομικά ισορροπημένη διαχείριση συλλόγων, βιομηχανικές και επενδυτικές προοπτικές για αύξηση των εσόδων, δυνατότητα εισόδου σε αυξανόμενα μερίδια διαφημιστικών δικαιωμάτων.

Τα κόστη των ιταλικών συλλόγων είναι χαμηλότερα από τα πολύ λιγότερο κλιμακούμενα αγγλικά αντίστοιχά τους και το ποδόσφαιρο της χώρας δεν έχει τους αυστηρούς κανονισμούς που απαιτούνται σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία.

Βελτίωση των οικονομικών

Τα οικονομικά αποτελέσματα των ξένων ιδιοκτησιών είδαν Μίλαν και Αταλάντα να «προστατεύουν» τον ισολογισμό τους με κέρδη την περασμένη σεζόν και να ανακτούν πολλές από τις απώλειες που συσσωρεύτηκαν τα προηγούμενα χρόνια.

Οι δέκα ξένοι ιδιοκτήτες στις είκοσι ομάδες της Serie A αποτελεί ρεκόρ στο πρωτάθλημα 2024-25.

Η ιδέα της πώλησης της Μόντσα, ιδιοκτησίας της Fininvest, σε ξένο επενδυτή, μετά από δύο συνεχόμενες αθόρυβες «διασώσεις» και παραμονή στην κατηγορία, δεν φαίνεται να προχωρά αυτή τη στιγμή.

Οι μικρότερες κατηγορίες

Συνολικά, η τάση των πωλήσεων συλλόγων σε ξένη ιδιοκτησία δεν αφορά μόνο τη Serie A. Εκτός από την Παλέρμο, που ανήκει στον γαλαξία της City Football Group (ιδιοκτήτρια της Μάντσεστερ Σίτι), κοιτάζοντας τη Serie B υπάρχουν τουλάχιστον άλλες τρεις ομάδες που ανήκουν σε αμερικανικά κεφάλαια στο επόμενο πρωτάθλημα: η Σπέτσια, η Πίζα και η νεοπροαχθείσα Τσεζένα.

Άλλες τέσσερις ένδοξες ομάδες έχουν επίσης ξένη ιδιοκτησία στη Γ΄ Εθνική: Πάντοβα (γαλλική) και Τριεστίνα (ΗΠΑ) προστίθενται στις Σπαλ και Ανκόνα. Οι «Φεραρέζι» βρίσκονται στα χέρια του δικηγόρου του Ντόναλντ Τραμπ, Τζο Τακοπίνα, ενώ στη σκιά του «Κονέρο» εγκαταστάθηκε ο πρώτος Αυστραλός ιδιοκτήτης στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου, ο Τόνι Τιόνγκ.

Σε αυτές έρχεται να προστεθεί η Καμπομπάσο του Αμερικανού Ματ Ριτσέτα, θεμελιωτή και ιδιοκτήτη του North Sixth Group. Συνολικά δεκαεννέα ξένες ιδιοκτησίες στα τρία κορυφαία πρωταθλήματα της γειτονικής χώρας, από το κέντρο ως την περιφέρεια του ιταλικού ποδοσφαίρου.

Η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου και ταυτόχρονα η άφιξη ενός διαφορετικού μοντέλου, πιο προσανατολισμένου στην αθλητική διαχείριση, του οποίου η «κατάκτηση» έφερε συχνά μια μορφή επανεκκίνησης των αγωνιστικών προοπτικών, και όχι μόνο.

naftemporiki.gr