«Ανακάλυψα τον Ντιέγκο πολύ νέο και σχεδόν τυχαία. Ήταν τόσο καλός, που τον πρόσφερα αμέσως στην Μπαρτσελόνα».
Η φράση ανήκει στον Γιόζεπ Μαρία Μινγκέγια, έναν ιστορικό ποδοσφαιρικό παράγοντα που βίωσε μια Οδύσσεια για να φέρει τον «Ντιεγκίτο» από το αργεντίνικο ποδόσφαιρο στην Ευρώπη. Το ντεμπούτο του στην ομάδα των «Μπλαουγκράνα» έγινε πριν από 41 χρόνια, στις 4 Σεπτεμβρίου 1982.
Η ιστορία της μεταγραφής
Ο Μινγκέγια έφτασε στη χώρα του ταγκό το 1977 για να παρακολουθήσει αγώνες της Αρχεντίνος Τζούνιορς. Συγκεκριμένα, ήθελε να δει έναν δεξιό εξτρέμ ονόματι Χόρχε Πέρες, αλλά αμέσως μαγεύτηκε από το βιρτουόζικο παιχνίδι του παίκτη που έμελλε να επηρεάσει όσο ελάχιστοι το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
«Τότε, αυτός ο νεαρός ήρθε από τον πάγκο με απίστευτη σωματική διάπλαση, με σορτς που έμοιαζε σαν να ήταν για παραλία και με πολλά μαλλιά», αποκάλυψε ο Μινγκέγια μιλώντας στο BBC Mundo.
«Ερωτεύθηκα τον τρόπο που άγγιζε την μπάλα, τον τρόπο που κινούνταν. Ερωτεύθηκα τον ποδοσφαιριστή Μαραντόνα και, όντας πάντοτε φίλαθλος της Μπαρτσελόνα, κατάλαβα ότι έπρεπε να τον φέρω πάση θυσία».
Παρά τις προθέσεις του, ο Μαραντόνα ήταν πολύ νέος για τη διοίκηση των «Μπλαουγκράνα» και οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή του ξεκίνησαν μόλις το 1980. Για χάρη του έγινε ένας φιλικός αγώνας στη Βαρκελώνη, ενώ ο πρόεδρος Χοσέ Λουίς Νούνιεθ παρακολούθησε αγώνα της Εθνικής Αργεντινής.
Ύστερα, 15 ή 20 μέρες αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνο του Μινγκέγια. Ήταν ο Χούλιο Ουμπέρτο Γκροντόνα, τότε πρόεδρος της AFA, της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Αργεντινής.
«Μου είπε ότι υπήρχαν προβλήματα με τη μεταγραφή και ότι έπρεπε να επιστρέψω στην Αργεντινή για να συναντήσω τον υπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης, ναύαρχο Λακόστ, ο οποίος είχε λάβει τη θέση για την καλή του δουλειά στη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ΄78», θυμήθηκε ο παλαίμαχος μάνατζερ.
Τότε, ήταν μια περίοδος δικτατορίας και διάχυτου φόβου. Οι στρατιωτικοί δεν ενδιαφέρθηκαν να φύγει ο Μαραντόνα από την πατρίδα τους παρά μόνο μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας, το 1982.
«Τώρα δεν μπορεί να τον υπογράψει (η Μπαρτσελόνα). Τον χρειαζόμαστε για το Μουντιάλ», ήταν η απάντηση. Η ομάδα του Μενότι έφτασε στο Παγκόσμιο Κύπελλο ως πρωταθλήτρια κόσμου και έπρεπε να υπερασπιστεί τον τίτλο της, οπότε το νούμερο 10 της «Αλμπισελέστε» ήταν θέμα τού κράτους.
Εν μέσω της διελκυστίνδας, η Αρχεντίνος Τζούνιορς έδωσε δανεικό το «Χρυσό Αγόρι» στην Μπόκα Τζούνιορς για δύο σεζόν, ώστε να συνεχίσει να παίζει στο τοπικό πρωτάθλημα ως πρωταγωνιστής.
Στο τέλος του δανεισμού του ο Μινγκέγια επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες για να ενεργοποιήσει ξανά το ενδιαφέρον της Μπαρτσελόνα και συνάντησε τον νέο πρόεδρο των Αργεντινών, τον επίτροπο Ντομίνγκο Τεσόνε, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Πρόσπερο Κονσόλι.
Ο μεταξύ τους διάλογος έγινε στο τραπέζι ενός εστιατορίου της αργεντίνικης πρωτεύουσας και άνετα θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος του σεναρίου μιας… γκανγκστερικής ταινίας.
«Ελπίζω να μην σε πειράζει αν αφήσω το όπλο μου στο τραπέζι. Όχι για άλλο λόγο, αλλά είναι βαρύ και άβολο στη μεταφορά», είπε ο Τεσόνε. «Φίλε, αν δεν εκπυρσοκροτεί από μόνο του, από εμένα είναι εντάξει», απάντησε ο Μινγκέγια, με έναν κόμπο στο λαιμό.
Έτσι επισφραγίστηκε η άφιξη του Μαραντόνα στη Μπαρτσελόνα, σε μια συμφωνία που επισημοποιήθηκε στις 4 Ιουνίου 1982.
Η «Μπάρτσα» θα μπορούσε να τον είχε αγοράσει για 100.000 δολάρια το 1977, αλλά αποφάσισε να τον περιμένει να «απογειωθεί» και τέσσερις σεζόν αργότερα κατέβαλε περίπου 1,2 δισ. πεσέτες (7,2 εκατ. ευρώ), αριθμός ρεκόρ για την εποχή στην αγορά της Γηραιάς Ηπείρου.
«Ήταν η πρώτη μεγάλη υπογραφή που έκανα και επίσης η μεγαλύτερη και πιο περίπλοκη», συμπλήρωσε ο ατζέντης, ο οποίος δεκαετίες αργότερα επέστρεψε στα πρωτοσέλιδα επειδή σφράγισε την άφιξη ενός άλλου Αργεντινού αστέρα, του Λιονέλ Μέσι.
naftemporiki.gr