«Όταν μας είπε ο γιατρός τι περιμένει το παιδί κι εμάς από την επόμενη ημέρα που μάθαμε την ασθένεια, άσπρισαν τα μαλλιά μου και πέσανε τα δόντια».Τον Γολγοθά που έζησε βλέποντας τον γιό του Τάσο, να παραδίδεται σε μια σπάνια ασθένεια έχει εξιστορήσει ο αθλητικογράφος Γιώργος Γεωργίου που πέθανε σήμερα σε ηλικία 71 ετών, σε δύο de profundis συνεντεύξεις του, στον Αντώνη Σρόιτερ και στην Ελεονώρα Μελέτη.
«Ο γιος μου έφυγε από τη ζωή εξαιτίας μιας σπάνιας νόσου. Όταν η πρώτη μου γυναίκα έμαθε ότι η ασθένεια του γιου μας δεν έχει επιστροφή, πήγε να αυτοκτονήσει. Σηκώθηκα το πρωί, είδα τα μαλλιά μου άσπρα, έτρωγα ψίχα ψωμί και έσπαγαν τα δόντια μου, από τη στενοχώρια. Η μεγάλη πληγή για μένα ξέρεις ποια ήταν; Τον κοίταζα κι έλεγα… τι αισθάνεται αυτό το παιδί μέσα του. Δεν τον ρώτησα ποτέ. Ούτε αυτός μου το είπε, αλλά καταλάβαινα τι ψυχολογικά είχε μέσα του».
Η ασθένεια του Τάσου – «αταξία του Φρίντριχ», μία σπάνια, κληρονομούμενη, νευροεκφυλιστική νόσος εντοπίστηκε όταν εκείνος ήταν 11 ετών, το 1992, έπειτα από εξετάσεις που έκανε στην Αγγλία.
«Μου λέγανε “ρε Γιώργο τα δόντια σου”… τι να κάνω όμως, τι να απαντήσω. Κανείς δεν ξέρει τι κρύβει από πίσω της μια οικογένεια. Είχα καταλάβει πως ήταν τελειωμένη ιστορία», είχε εξομολογηθεί ο Γιώργος Γεωργίου.
Ο ίδιος, είχε περιγράψει επίσης, την ημέρα που ο γιός του “εφυγε”.
Η πρώην σύζυγός μου ήταν ηρωίδα, ζούσε επί 15 χρόνια έναν Γολγοθά, είπε. Είχα πάει στο νοσοκομείο κι έκανα επέμβαση προστάτη. Είχα τους ορούς, τα ράμματα… Με πήρε η Μαρία, Σάββατο βράδυ, και μου είπε ότι το παιδί είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση και είναι στο νοσοκομείο.
Τη Δευτέρα το πρωί, βγάζω τους ορούς μόνος μου, λέω στον γιατρό να μου κόψει τα ράμματα κι έφυγα και πήγα στο Τζάννειο, ήταν στην εντατική. Στις 5 το απόγευμα μου λέει ο γιατρός «δεν είναι θέμα ημερών, είναι θέμα ωρών πια», στις 8 παρά 20 πέθανε. Πήγα στις 5, ήταν σε κώμα, απλά τον είδα και 8 παρά 20 πέθανε.
Έξι μήνες μετά το θάνατο του γιου μου έπαθα ανακοπή. Όταν ξύπνησα στο νοσοκομείο το πρώτο πρόσωπο που είδα ήταν της κόρης μου που με παρακαλούσε να μην πεθάνω».