Από το 1984 μέχρι το 1992, ο Τζιανλούκα Βιάλι μεγαλούργησε με τη φανέλα της Σαμπντόρια. Το αγαπημένο παιδί του συλλόγου έφυγε νικημένο από τον καρκίνο στα 58 του χρόνια και η ομάδα από την Γένοβα του είπε το δικό της μοναδικό, ξεχωριστό και από καρδιάς ”αντίο”.
Αναλυτικά:
«Υπάρχουν ήδη κάποιοι που σε φαντάζονται ανάμεσα στον Paolo και τον Vuj , χαρούμενοι που θα σε αγκαλιάσουν ξανά αλλά και έκπληκτοι που θα σε ξαναδούν τόσο σύντομα. Ναι, σύντομα Λούκα. Πολύ σύντομα. Λένε ότι ποτέ δεν είσαι έτοιμος να αποχαιρετήσεις έναν συνταξιδιώτη και, δυστυχώς, αυτό είναι αλήθεια. Ο συνταξιδιώτης σου -όπως είχες αποφασίσει να τον αποκαλείς- σε ανάγκασε να κατέβεις από το τρένο στα 58, αρπάζοντας περιβόητα το εισιτήριό σου για νέους ορίζοντες και στόχους. Ένα εισιτήριο για τη ζωή που, άλλωστε, άξιζε κάτι για όλους τους οπαδούς της Σαμπντόρια.
Διανύσαμε μαζί ένα μακρύ δρόμο, μεγαλώνοντας και ψάχνοντας, κερδίζοντας και ονειρευόμενοι… Έφτασες μικρό αγόρι, σε αποχαιρετήσαμε άνδρα. Θα σε θυμόμαστε σαν παιδί και σαν αδυσώπητο σέντερ φορ, γιατί οι ήρωες είναι όλοι νέοι και όμορφοι και εσύ, από εκείνο το καλοκαίρι του 1984, ήσουν ο ήρωάς μας. Δυνατός και όμορφος, με αυτό το 9 τυπωμένο στην πλάτη και την ιταλική σημαία ραμμένη στην καρδιά. Ισχυρότερος ηγέτης της Σαμπντόρια, μαζί με τον δίδυμό σου I Gemelli del Gol.
Με τρεις λέξεις: ένας από εμάς. Μια αντίληψη που παρέμεινε έτσι αφού αποχαιρέτησε με δάκρυα τη Γένοβα και τον Νότο. Σωστά: ενώ σήκωνε τρόπαια σε όλη την Ευρώπη με διαφορετικά χρώματα, φόρμες και ρούχα, ο Τζιανλούκα Βιάλι ήταν Σαμπντοριανός και οι Σαμπντοριανοί ήταν με τον Τζιανλούκα Βιάλι. Μαζί σας, στη νίκη και στην ήττα, στην υγεία και στην αρρώστια. Στη Βέρνη όπως και στο Γκέτεμποργκ, στο Μαράσι στις 19 Μαΐου 1991 όπως και στο Γουέμπλεϊ ένα χρόνο και μια μέρα αργότερα. Ή όπως και πάλι στο Γουέμπλεϊ αλλά τον Ιούλιο του 2021: ήμασταν όλοι εκεί σε εκείνη την αγκαλιά στο Μαντσίνι, σε εκείνο το κλάμα που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
Δεν θα ξεχάσουμε τα 141 γκολ σου, τις κεφαλιές σου, τα κασμιρένια πουκάμισά σου, το σκουλαρίκι σου, τα πλατινέ ξανθά μαλλιά σου, το μπουφάν των Ultras. Μας έδωσες τόσα πολλά, σου δώσαμε τόσα πολλά: ναι, ήταν αγάπη, αμοιβαία, άπειρη. Μια αγάπη που δεν θα πεθάνει σήμερα μαζί σου. Θα συνεχίσουμε να σε αγαπάμε και να σε λατρεύουμε γιατί – όπως πολύ καλά γνωρίζεις – είσαι καλύτερος από τον Πελέ. Και επειδή, πάνω απ’ όλα, η όμορφη εποχή μας είναι γραφτό να μην τελειώσει ποτέ. Θα συνεχίσει να λάμπει σε αυτόν τον ουρανό που είναι κυκλωμένος με μπλε χρώμα και στον οποίο εσύ, Λούκα, έχεις υπογράψει για πάντα. “Για ποιον;”. “Για εμάς!”.»
naftemporiki.gr