Skip to main content

Η UEFA ακύρωσε τις πειθαρχικές διαδικασίες για τη Super League και άσκησε έφεση

Η UEFA ακύρωσε όλες τις πειθαρχικές διαδικασίες, τις οποίες ούτως ή άλλως είχε αναστείλει, εναντίον των «ανταρτών» συλλόγων που είχαν προχωρήσει στη διακήρυξη της ευρωπαϊκής Super League.

«Οι πειθαρχικές κυρώσεις σε σχέση με το σχέδιο “Super League” κηρύσσονται άκυρες, χωρίς καμία προκατάληψη, σαν να μην είχε αρχίσει ποτέ η διαδικασία», αναφέρει η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας.

Ουσιαστικά, η απόφαση ελήφθη για Ρεάλ, «Μπάρτσα» και «Γιούβε», αφού οι υπόλοιποι εννέα σύλλογοι (Τότεναμ, Άρσεναλ, Μάντσεστερ Σίτι, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Τσέλσι, Λίβερπουλ, Ατλέτικο Μαδρίτης, Ίντερ, Μίλαν) είχαν αποχωρήσει από το πρότζεκτ 48 ώρες μετά την αρχική ανακοίνωση.

Στις 7 Μαΐου η UEFA ανακοίνωσε κυρώσεις, κυρίως οικονομικές, κατά των εννέα συλλόγων, οι οποίοι είχαν αποσυρθεί, με τους οποίους είχε δηλώσει ότι είχαν καταλήξει σε συμφωνία μετά την απολογία τους και την αναγνώριση του «λάθους» τους.

Δικαστήριο της Μαδρίτης την 1η Ιουλίου ζήτησε από την UEFA να ακυρώσει αυτό που θεωρούσε ως «συγκαλυμμένη κύρωση», εναντίον αυτών των εννέα ποδοσφαιρικών συλλόγων.

Μεταξύ των «μέτρων αποκατάστασης» που έγιναν αποδεκτά από αυτούς τους εννέα συλλόγους και τελικά εγκαταλείφθηκαν, ήταν η κατάσχεση του 5% των εσόδων τους από την UEFA για μία περίοδο, μια «παγκόσμια» δωρεά 15 εκατομμυρίων ευρώ στο «κοινοτικό τοπικό» ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ή πρόστιμο 100 εκατομμυρίων ευρώ εάν επιδιώξουν ποτέ να συμμετάσχουν σε μία «μη εξουσιοδοτημένη» διοργάνωση.

Ο δικαστής της Μαδρίτης, είχε επίσης καλέσει την UEFA να ακυρώσει τις πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης, της Μπαρτσελόνα και της Γιουβέντους, οι οποίες είχαν ανασταλεί μέχρι νεοτέρας από τις 9 Ιουνίου από τον ευρωπαϊκό οργανισμό, θεωρώντας ότι «επρόκειτο για κατάφωρη παράβλεψη», της δικής του απόφασης τον περασμένο Απρίλιο, που απαγόρευε τις κυρώσεις.

H UEFA έκανε δεκτή, λοιπόν, την απόφαση του δικαστή Μανουέλ Ρουίθ ντε Λάρα, την ίδια στιγμή όμως άσκησε έφεση στην Ισπανία και αιτείται την αντικατάσταση του συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού.