Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού – Ερευνητή
Αλλαγές κυοφορούνται στη δομή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που θα επηρεάσουν, κυρίως, τα ΤΕΙ. Η ύπαρξή τους δεν κρίθηκε επιτυχημένη, καθώς δεν κατάφεραν να συνδεθούν σωστά με την αγορά εργασίας και δεν έγιναν ποτέ ελκυστικά στους υποψηφίους, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις οι υποψήφιοι προτιμούν τα Πανεπιστήμια, γεγονός που αποτυπώνεται στις βάσεις και στις προτιμήσεις των υποψηφίων όταν συμπληρώνουν το μηχανογραφικό τους δελτίο. Ευτυχώς υπάρχουν και εξαιρέσεις όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ο ιδρυτικός νόμος των ΤΕΙ, το μακρινό 1983, προέβλεπε το πολύ έξι μήνες μετά την ίδρυσή τους να οριστούν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους. 34 χρόνια μετά ξεκίνησαν, για μία ακόμη φορά, οι συνεδριάσεις των επιτροπών που θα συζητήσουν τα επαγγελματικά δικαιώματα μερικών τμημάτων ΤΕΙ, όπως ανακοίνωσε ο Υπουργός Παιδείας. Και στο παρελθόν έγιναν προσπάθειες να οριστούν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των ΤΕΙ, αλλά οι προσπάθειες αποδείχτηκαν άκαρπες, αφού προσέκρουαν στα συμφέροντα των αποφοίτων των Πολυτεχνείων, όπως εκφράζονταν από το ΤΕΕ (Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας). Έτσι οι απόφοιτοι πολλών τμημάτων ΤΕΙ δεν έχουν επαγγελματικά δικαιώματα μέχρι σήμερα. Η προβληματική σύνδεση με την αγορά εργασίας αποτελεί μια από τις αιτίες που κάνει τα ΤΕΙ μη ελκυστικά στους υποψηφίους.
Αν σκεφτούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει και ένα ανώτερο επίπεδο σπουδών, που συνήθως είναι Οικονομική, Γεωπονική ή Πολυτεχνική σχολή είναι λογικό να προσπαθούν οι υποψήφιοι να πιάσουν τον υψηλότερο στόχο, θεωρώντας υποδεέστερες τις σπουδές στα ΤΕΙ. Όταν οι υποψήφιοι γνωρίζουν ότι οι σπουδές Μηχανολόγου Μηχανικού στο Πολυτεχνείο διαρκούν 5 χρόνια και οι αντίστοιχες σπουδές στο ΤΕΙ διαρκούν 3,5 χρόνια και ένα εξάμηνο για πρακτική άσκηση και διπλωματική εργασία, σύνολο 4 χρόνια σπουδών, όταν γνωρίζουν ότι οι Μηχανολόγοι του Πολυτεχνείου εγγράφονται στο ΤΕΕ και έχουν όλα τα δικαιώματα του Μηχανικού, ενώ οι απόφοιτοι των ΤΕΙ δεν τα έχουν, είναι λογικό να μην προτιμούν τα ΤΕΙ, αλλά τα Πολυτεχνεία. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν μαθητές που δεν είναι κατάλληλοι για το υψηλότερο επίπεδο σπουδών που έχει το Πολυτεχνείο σε σχέση με το ΤΕΙ, γιατί οι σπουδές στα ΤΕΙ συνδυάζουν θεωρία και πράξη, αλλά υπάρχουν και παιδιά που είναι περισσότερο πρακτικοί τύποι και λιγότερο θεωρητικοί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι σπουδές στο ΤΕΙ είναι καταλληλότερες, αλλά πολλοί παρασύρονται και στοχεύουν στο Πολυτεχνείο, αγνοώντας τις κλίσεις και τις ικανότητές τους.
Υπάρχουν, βέβαια, και ΤΕΙ που έχουν πολύ υψηλή βάση και συγκεντρώνουν τις προτιμήσεις πολλών υποψηφίων. Το ΤΕΙ Φυσικοθεραπείας Αθήνας αποτελούσε τη σχολή των ονείρων 528 υποψηφίων που το δήλωσαν ως πρώτη προτίμηση το 2017, διαθέτοντας μόλις 73 θέσεις για τους αποφοίτους γενικού λυκείου. Η υψηλότατη ζήτηση οδήγησε τη βάση του τμήματος στα 17.236 μόρια, πολύ υψηλότερα από δεκάδες πανεπιστημιακά τμήματα. Ευτυχώς δεν είναι το μόνο πετυχημένο ΤΕΙ. Ευτυχώς υπάρχουν και άλλα. Τι κάνει τη διαφορά; Το συγκεκριμένο ΤΕΙ οδηγεί άμεσα σε επάγγελμα, έχει ξεκάθαρα επαγγελματικά δικαιώματα που δεν εμπλέκονται με άλλων επαγγελματιών. Αν αυτό συνέβαινε και σε όλα τα ΤΕΙ θα ήταν ελκυστικά στους υποψηφίους.
Η αποτυχία της λειτουργίας των ΤΕΙ οφείλεται, λοιπόν, στον κακό σχεδιασμό και την ελλιπή υλοποίηση του εγχειρήματος από το Υπουργείο Παιδείας, σχεδόν 35 χρόνια τώρα. Οι λύσεις είναι δύο: επανεκκίνηση των ΤΕΙ ή αλλαγή του χαρακτήρα τους.
Η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, με τις προτάσεις του οποίου πρέπει να συμμορφωθεί η Ελλάδα, όπως απαιτεί το τελευταίο μνημόνιο, διατυπώνει τη γνώμη για μια σειρά ιδρυμάτων στα ΤΕΙ ότι προσπαθούν να μιμηθούν τα πανεπιστήμια και δημιουργούν μία αδιαφοροποίητη όμως δεύτερης κατηγορίας Πανεπιστήμια, αντί να έχουν ξεκάθαρη δική τους αποστολή. Προτείνει, λοιπόν, την επιστροφή των ΤΕΙ στη λογική των παλαιών ΚΑΤΕΕ, δηλαδή σε διετείς σπουδές που θα παράγουν βοηθούς των επιστημονικών επαγγελμάτων, ορίζοντας ως αποστολή των ΤΕΙ να παρέχουν τις επαγγελματικές δεξιότητες στους αποφοίτους τους που ζητά η αγορά εργασίας. Δηλαδή προτείνει τη λειτουργία των ΤΕΙ ως αναβαθμισμένα ΙΕΚ.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ επικαλείται έρευνα του CEDEFOP, που αναφέρει ότι στην Ελλάδα του 2020 το 60% των θέσεων εργασίας θα απαιτούν διετείς σπουδές κατάρτισης. Η πρόβλεψη αυτή ισχύει και για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27. Αποτελεί έκπληξη αυτή η εκτίμηση καθώς έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που έχουμε για το μέλλον της Ευρώπης και τους στόχους που έχουν τεθεί για το 2020 όπου πρέπει τουλάχιστον το 40% των νέων μέχρι 34 ετών να είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Φυσικά δεν γνωρίζουμε αν η πρόβλεψη θα επαληθευτεί, αλλά στηριζόμενος σε αυτή την πρόβλεψη του CEDEFOP και την προβληματική λειτουργία των ΤΕΙ, θεωρεί λάθος ο ΟΟΣΑ την προσπάθεια ανωτατοποίησης των ΤΕΙ. Γι’ αυτό προτείνει τη λειτουργία διετών κύκλων σπουδών μέσα στα Πανεπιστήμια, κάτι που έχει ήδη δεχτεί και έχει ανακοινώσει ο Υπουργός Παιδείας, που θα είναι μία αναβάθμιση των ΙΕΚ και υποβάθμιση των ΤΕΙ.
Φυσικά τα ΤΕΙ που έχουν κερδίσει την προτίμηση των υποψηφίων, δηλαδή είναι καταξιωμένα στη συνείδηση του κόσμου, όπως είναι για παράδειγμα τα περισσότερα από τα λεγόμενα παραϊατρικά ΤΕΙ και προφανώς απαιτούν εκπαίδευση παραπάνω από δύο χρόνια, πιστεύω ότι δεν είναι δυνατόν να γίνουν διετούς φοίτησης, να γίνουν δηλαδή αναβαθμισμένα ΙΕΚ, όπως προτείνει ο ΟΟΣΑ. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα ΤΕΙ που κρίνονται επιτυχημένα θα γίνουν Πανεπιστήμια και τα υπόλοιπα θα γίνουν προγράμματα διετούς φοίτησης. Το μέλλον θα δείξει την πορεία τους.