Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων εξυπηρέτησης των νοικοκυριών (ΜΚΙΕΝ) σημείωσε ονομαστική ετήσια μεταβολή -3,27% το τρίτο τρίμηνο 2015, καταγράφει η Eurobank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία».
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, σε πραγματικούς όρους (με βάση τον εθνικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή – ΔΤΚ) το αντίστοιχο μέγεθος ήταν -1,47% (από -2,38% το 3ο τρίμηνο 2015). Σημειώνουν δε ότι το 4ο τρίμηνο 2015 αναμένεται περαιτέρω πτώση του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω της αρνητικής επίδρασης των δημοσιονομικών μέτρων και της αποκλιμάκωσης της αποπληθωριστικής διαδικασίας.
Επιπρόσθετα, συνεχίζουν οι αναλυτές της Eurobank, τα τελευταία 8 χρόνια (2007-2015) ο λόγος του εισοδήματος – πόρων των νοικοκυριών από κοινωνικές παροχές ως προς το αντίστοιχο εισόδημα εξαρτημένης εργασίας έχει αυξηθεί κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι από το 78% στο 98%. Αυτή η μεταβολή αποκωδικοποιείται ως εξής: η σχετική βαρύτητα των κοινωνικών παροχών ως πηγή εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της ελληνικής μεγάλης οικονομικής ύφεσης. Η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας (+20 ποσοστιαίες μονάδες) αποτελεί τον κυρίαρχο ερμηνευτικό παράγοντα αυτού του φαινομένου. Ακολουθούν – με μικρότερη βαρύτητα – οι δημογραφικές εξελίξεις.
Σύμφωνα με το οικονομικό δελτίο της τράπεζας, το 3ο τρίμηνο 2015 ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στο -6,49% (κινητός μέσος 4 τριμήνων). Σε σύγκριση με το υψηλό (2006-2015) του 2ου τριμήνου 2007, ήτοι 8,84%, η πτώση προσεγγίζει τις -15,33 ποσοστιαίες μονάδες. Η αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (από το 28,3% το 2007 στο 36,0% το 2014), δημογραφικές εξελίξεις όπως η γήρανση του πληθυσμού, η πτώση των επιτοκίων των αποταμιευτικών λογαριασμών, οι ισχυρές καταναλωτικές συνήθειες και οι διαταραχές στην αποτελεσματικότητα του εγχώριου θεσμού της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, αποτελούν πιθανούς ερμηνευτικούς παράγοντες της πτώσης του ρυθμού αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών. Ωστόσο τονίζεται ότι το συγκεκριμένο θέμα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, οι αναλυτές της τράπεζας καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μέσα στα επόμενα χρόνια η ανάκαμψη των επενδύσεων απαιτεί ισχυρή χρηματοδότηση με κεφάλαια από το εξωτερικό. Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος και η μείωση του δείκτη αντίληψης της διαφθοράς (Corruption Perception Index, Transparency International) αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, τονίζει η τράπεζα, και στέκεται στην ανάγκη επιτυχούς ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης σε σύντομο χρονικό διάστημα.