Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Η εξαγορά της Chipita από τη Mondelez International θα γραφτεί στην ιστορία του εγχώριου επιχειρείν ως μια από τις μεγαλύτερες συμφωνίες στον κλάδο των τροφίμων – ποτών.
Το πολύχρονο επίμονο «φλερτ» των αμερικανικών κεφαλαίων, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερα υψηλό τίμημα του 1,6 δισ. ευρώ είναι αρκετό για να αποδώσει σημαντική αξία στην πώληση μιας ελληνικής εταιρείας που είχε γράψει μια σημαντική διαδρομή στην παγκόσμια αγορά των σνακ. Παρά το γεγονός ότι οι οίκοι αξιολόγησης όπως η Moody’s έσπευσαν να εκφράσουν σκεπτικισμό απέναντι στην κίνηση της Mondelez, χαρακτηρίζοντας τη συναλλαγή ως «credit negative», καθώς εκτιμάται ότι θα διατηρήσει τη μόχλευση στο υψηλότερο επίπεδο του αναμενόμενου εύρους, για την εγχώρια πραγματικότητα η πώληση της Chipita αποτελεί ένα σημαντικό milestone στον κλάδο τροφίμων.
Όμως, στο πέρασμα των χρόνων ο εγχώριος κλάδος τροφίμων και ποτών έχει βιώσει κι άλλες δυνατές επιχειρηματικές «στιγμές» με πρωταγωνιστές ισχυρούς ξένους επενδυτές, που ανάλογα με την εποχή που τελέστηκαν συγκέντρωσαν εξίσου το ενδιαφέρον της αγοράς.
Ανατρέχοντας πίσω στον χρόνο η «Ν» συγκεντρώνει μερικά από τα πλέον «ηχηρά» deals που έλαβαν χώρα και είχαν ως αποτέλεσμα αμιγώς ελληνικές εταιρείες να αλλάξουν ιδιοκτησιακό καθεστώς εισχωρώντας σε μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους.
Ελαιόλαδο
Ξεκινώντας από το ισχυρότερο, ίσως, εγχώριο bench mark, το ελαιόλαδο, η πώληση της Ελαΐδος και της Μινέρβα είναι αδιαμφισβήτητοι σταθμοί στην ιστορία του εγχώριου κλάδου τροφίμων.
Η Ελαΐς δημιουργήθηκε το 1920 και σαράντα χρόνια μετά η Unilever κάνει το πρώτο βήμα εισόδου εξαγοράζοντας το 1962 το 20% του μετοχικού της κεφαλαίου. Το 1982 η Unilever απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας Ελαΐς Α.Ε. Με στρατηγική απόφαση του μητρικού ομίλου γίνεται το 2008 η πρώτη απόπειρα εξόδου της Ελαΐδος από τη δραστηριότητα του ελαιόλαδου και των μαργαρινών, η οποία ωστόσο πραγματοποιείται το 2018, όταν το χαρτοφυλάκιο ελαιόλαδου και μαργαρινών της Ελαΐς – Unilever Hellas πέρασε στον έλεγχο της KKR, η οποία δραστηριοποιείται στην κατηγορία των spreads μέσω της Upfield, στο πλαίσιο της συμφωνίας του πολυεθνικού ομίλου Unilever με το fund για την εξαγορά της παγκόσμιας επιχείρησης των spreads.
Αντίστοιχα η υπεραιωνόβια Μινέρβα ελαιουργική έχει προσελκύσει δις επενδυτικά σχήματα. Το 1904 η εταιρεία Γιαννάκου – Καρακώστα, δύο βιοπαλαιστών που δραστηριοποιούνταν ήδη από το 1877 στο εμπόριο «εδώδιμων και αποικιακών», ξεκινά και το εμπόριο ελαιόλαδου σε τενεκέδες κάτω από δύο ονομασίες της θεάς Αθηνάς: Μινέρβα και Ρεγγίνα. Έως το 1977 η πορεία της Μινέρβα είναι ανοδική και καινοτόμα. Το 1977 ήταν η χρονιά-σταθμός καθώς εξαγοράστηκε από την ελληνικών συμφερόντων πολυεθνική PZ Cussons. Έπειτα από 42 χρόνια, το 2019 η PZ Cussons ενημερώνει το Χρηματιστήριο του Λονδίνου, στο οποίο είναι εισηγμένη, ότι ήρθε σε συμφωνία για την πώληση του συνόλου των μετοχών της θυγατρική της Μινέρβα έναντι τιμήματος 41,5 εκατ. ευρώ στη Mirties Enterprises Company Limited, εταιρεία που ελέγχεται από την Diorama της Deca Investment.
Ενάμιση χρόνο μετά τον Δεκέμβριο του 2020 κάτω από τη σκέπη της Deca Investments περνάει και το χαρτοφυλάκιο του κλάδου των τοματικών προϊόντων της Ελαΐς-Unilever Hellas. Με την εξαγορά της Pummaro ενδυναμώνεται περαιτέρω η Μινέρβα.
Γλυκισματοποιείον
Η πιο «γλυκιά» εξαγορά αφορά αναμφισβήτητα τη σοκολατοποιία Παυλίδης.
Το 1841, στη συμβολή των οδών Βύσσης και Αιόλου στην Αθήνα, άνοιξε το πρώτο ζαχαροπλαστείο στην Ελλάδα. Το γνωστό «Γλυκισματοποιείον Παυλίδου» από τον Σπυρίδωνα Παυλίδη. Το 1876 δημιουργείται το εργοστάσιο «Παυλίδη» στην οδό Πειραιώς στα Πετράλωνα.
Στο πέρασμα των χρόνων η Παυλίδης αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα εγχώρια brand. Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Παυλίδη, το 1986, τελευταίου μέλους της οικογένειας που ανέλαβε την ιστορική εταιρεία, η σοκολατοβιομηχανία θα περάσει στον έλεγχο του ομίλου της Jacobs Suchard και μετέπειτα της Kraft General Foods. Η ιστορία της Παυλίδης συνδέεται με την πρόσφατη εξαγορά της Chipita, αφού η Mondelez International έχει τις «ρίζες» της στην εξίσου ιστορική Kraft Foods, η οποία ιδρύθηκε το 1923 στο Σικάγο.
Η παρούσα πολυεθνική ιδρύθηκε το 2012 όταν η Kraft διαχώρισε τις επιχειρήσεις παντοπωλείων και σνακ από τα υπόλοιπα προϊόντα, με την τελευταία να υιοθετεί το όνομα Mondelez. Το εργοστάσιο της Παυλίδης εξάλλου αποτελεί τη μόνη παραγωγική παρουσία της Mondelez στην Ελλάδα.
Ζυμαρικά
Μια ακόμα σπουδαία εξαγορά αφορά το ιστορικό σήμα της «ΜΙΣΚΟ» στον ιταλικό κολοσσό της Barilla. H ΜΙΣΚΟ ιδρύεται το 1927 από τις οικογένειες Μιχαηλίδη και Κωνσταντίνη. Η ιστορία γράφεται σε ένα εργαστήρι παραγωγής ζυμαρικών στον Πειραιά, ενώ 64 χρόνια μετά, το 1991, η εταιρεία εντάσσεται στην οικογένεια Barilla, της μεγαλύτερης εταιρείας ζυμαρικών στον κόσμο.
Γαλακτοκομικά
Και η κατηγορία των παγωτών αποτελεί δέλεαρ πολυεθνικών παικτών τα τελευταία χρόνια. Το 2005 ανακοινώνεται η εξαγορά από τη Nestle Ελλάς της Δέλτα Παγωτού έναντι 240 εκατ. ευρώ, ενώ το 2017 γνωστοποιείται η διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου παγωτού στον Ταύρο (παγωτά ΔΕΛΤΑ) από τη Froneri Hellas που αποτελεί κοινοπραξία της Nestle και της R&R.
Μια πενταετία αργότερα, το 2010, το ιστορικό σήμα παγωτών της ΕΒΓΑ, η πρώτη που παρήγαγε τυποποιημένο παγωτό το 1936, περνάει στα χέρια του ομίλου της Unilever.
Ο ευρύτερος κλάδος των γαλακτοκομικών εξάλλου φέρεται να βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο, καθώς οι εξαγορές, οι συνεργασίες και τα κυοφορούμενα νέα deals «ανακατεύουν» συνεχώς την τράπουλα. Ενδεικτικό είναι η πρόσφατη επισφράγιση του deal της πώλησης της Vivartia στη CVC Capital Partners, που ξεπερνά σε αξία τα 630 εκατ. ευρώ, με το fund να «φλερτάρει» με περαιτέρω κινήσεις εξαγορών στον κλάδο των γαλακτοκομικών. Η CVC Capital Partners από την αρχή έδειξε ιδιαίτερα επιθετική στρατηγική εισόδου στον κλάδο προχωρώντας αμέσως μετά την απόκτηση της Δέλτα και του 43% της Μεβγάλ -μέσα από το deal της εξαγοράς της Vivartia- στην εξαγορά του πλειοψηφικού ποσοστού της Δωδώνης.
Το σήμα της Δέλτα έχει μεγάλη θέση στο θυμικό των εγχώριων καταναλωτών τα τελευταία 70 σχεδόν χρόνια. Η ιστορία της Δέλτα ξεκινά το 1952 όταν ο Αριστείδης Δασκαλόπουλος δημιουργεί μια οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής και διάθεσης γαλακτοκομικών προϊόντων. Το 2000 η Δέλτα μετατρέπεται σε εταιρεία χαρτοφυλακίου και το 2006 ιδρύεται η Vivartia έπειτα από συγχώνευση με απορρόφηση των εταιρειών Δέλτα Πρότυπος Βιομηχανία Γάλακτος, Chipita International, Goody’s Και Γενική Τροφίμων Α.Ε. Τον Ιούλιο του 2007 η Marfin Investment Group αποκτά το 34% της Vivartia, φτάνοντας τον Δεκέμβριο του 2011 το 86% και μέχρι την πρόσφατη πώλησή της στη CVC κατέχει πάνω από το 92% της Vivartia.
Σε ό,τι αφορά το success story της Ηπείρου: τη «Δωδώνη», που ξεκίνησε από μία μικρή μονάδα παστερίωσης φρέσκου γάλακτος, στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, εξυπηρετώντας αποκλειστικά τις ανάγκες των κατοίκων της πόλης των Ιωαννίνων, και εξελίχθηκε σε μία από τις κορυφαίες εταιρείες γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ελλάδα και ηγέτιδα εταιρεία στις πωλήσεις φέτας ΠΟΠ στη χώρα μας, ιδιωτικοποιήθηκε το 2012 με την πώληση των μετοχών της στη SI Foods Ltd, τον επιχειρηματικό επενδυτικό όμιλο στον οποίο μετέχει και η Lime Capital Partners Ltd.
Ιχθυοκαλλιέργεια
Στις ιστορικές εξαγορές δεν μπορεί να μη συμπεριληφθεί το μεγάλο κεφάλαιο των ισχυρών της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, Νηρεύς, Σελόντα (που εξαγόρασε τη Δίας) που μετά από μια δεκαετία συνεχούς προσπάθειας «νοικοκυρέματος» πέρασαν μετά τη διαδικασία εξυγίανσης, το γνωστό «project nemo» των συστημικών τραπεζών, στα χέρα του ομίλου Andromeda Seafoods την οποία διαχειρίζεται το fund AMERRA Capital Management και η Mubadala Investment Company. Το νέο σχήμα με τη νέα επωνυμία «AVRAMAR» βρίσκεται σήμερα στη φάση της ενοποίησης των τριών εταιρειών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι έντονο ενδιαφέρον για να αποκτήσει τα ισχυρά ελληνικά σήματα της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας είχε εκφράσει νωρίτερα ο Γεωργιανός πολιτικός και επενδυτής Kakha Bendukidze, βασικός μέτοχος του Linnaeus Fund, ο οποίος ωστόσο απεβίωσε το 2014.
Ποτά
Έντονη κινητικότητα καταγράφεται και στον κλάδο των ποτών όπου ψηλά στη λίστα με τις ιστορικές εξαγορές «φιγουράρει» η πώληση του ιστορικού σήματος ΜΕΤΑΧΑ, το οποίο αποτελεί ένα από τα ελάχιστα brand που παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένα με την Ελλάδα. Το Μεταξά δημιουργήθηκε από τον Σπύρο Μεταξά το 1888. Η μοναδικότητα του Μεταξά γρήγορα «κερδίζει» τους καταναλωτές σε όλο τον κόσμο αναπτύσσοντας παγκόσμια παρουσία και η ιστορία της εταιρείας γράφεται με χρυσά γράμματα. Η εταιρεία άλλαξε χέρια μόλις έκλεισε τα 100 χρόνια λειτουργίας της, ήτοι το 1989, όταν μεταβιβάστηκε στην τότε Grand Metropolitan. Από το 2000 είναι μέλος του ομίλου της Remy Cointreau.
Στην κατηγορία ποτών πολύ ηχηρές εξαγορές αφορούν τον κλάδο της ζυθοποιίας, καθώς οι δύο ισχυρότεροι παίκτες της εγχώριας αγοράς βρίσκονται στον έλεγχο πολυεθνικών ομίλων.
Αρχής γενομένης με το success story της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας που προσέλκυσε γρήγορα το ενδιαφέρον των ξένων κεφαλαίων. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ιδρύθηκε το 1963 από μια ομάδα Ελλήνων επιχειρηματιών: Διογένης Χούρσογλου, Γιώργος Χατζηβασιλείου και Λεονάρδος Μερκάτης. Λειτουργεί με έδρα την Αθήνα. Το πρώτο εργοστάσιο της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας λειτούργησε στην Αθήνα το 1965 και παρήγαγε την μπίρα Amstel. Το 1975 εγκαινιάστηκε το δεύτερο εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη και λίγο πριν από τη συμπλήρωση των 20 χρόνων λειτουργίας, το 1982, ο έλεγχος της εταιρείας περνάει στα χέρια του ομίλου της Heineken, ενώ τρία χρόνια αργότερα, το 1985, δημιουργείται το τρίτο εργοστάσιο στη ΒΙ.ΠΕ. Πάτρας.
Η ιστορία της Μύθος γράφεται σχεδόν παράλληλα, καθώς το 1968 δημιουργείται η Henninger Hellas S.A. και είκοσι ένα χρόνια αργότερα το 1989 η ελληνική θυγατρική θα εξαγοραστεί από τη γαλλική πολυεθνική BSN, όμως το 1992 ο Όμιλος Μπουτάρης κάνει το ελληνικό come back κι εξαγοράζει την πλειοψηφία των μετοχών της Henninger Hellas S.A. Πέντε χρόνια μετά θα λανσαριστεί το brand Mythos που το 2000 θα δώσει και το όνομά του στον όμιλο. Δύο χρόνια αργότερα η πολυεθνική Scottish & Newcastle αποκτά μερίδιο 47% της Μύθος Ζυθοποιία Α.Ε., ενώ το 2006 θα αποκτήσει το σύνολο των μετοχών. Δύο χρόνια αργότερα πραγματοποιείται η εξαγορά της Scottish & Newcastle, έναντι 15,4 δισ. δολαρίων (7,8 δισ. στερλίνες) από την κοινοπραξία Carlsberg και Heineken, έπειτα από τρεις μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων.
Δέκα χρόνια αργότερα το 2018 o δανέζικος όμιλος Carlsberg προχώρησε και στην εξαγορά του 100% της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας, της οποίας από το 2014 κατείχε το 49%. Η Ολυμπιακή Ζυθοποιία συγχωνεύεται με τη Μύθος Ζυθοποιία και ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τον όμιλο της Carlsberg Group.
Στην ευρύτερη αγορά του κλάδου των ποτών ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορία της Β. Σ. Καρούλιας η οποία ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1940, στην Αθήνα, από τον Βλάση Καρούλια, έναν δραστήριο Έλληνα της διασποράς. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του ιδρυτή της το 1992 η αγγλική εταιρεία BERRY BROS & RUDD (ιδιοκτήτρια του Cutty Sark Scotch Whisky) εξαγοράζει την πλειοψηφία των μετοχών της Β.Σ. ΚΑΡΟΥΛΙΑΣ. Το 2011 η Berry Bros & Rudd, μετά την πώληση του Cutty Sark Scotch Whisky, αποφασίζει να αποχωρήσει από την εταιρεία διανομών στην Ελλάδα -τη Β.Σ. Καρούλιας ΑΒΕΕΠ- που έχει γίνει στο μεταξύ μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες οίνων και ποτών στην Ελλάδα και έχει αναπτυχθεί τα τελευταία 20 χρόνια από τη διοίκησή της, με επικεφαλής τον διευθύνοντα σύμβουλο Χρήστο Αργυρού. Ο τελευταίος, μέσω της ΙΜΑ Α.Ε., προχωρά στην εξαγορά της Β.Σ.Κ. με αποτέλεσμα η εταιρεία να επιστρέψει σε ελληνικά χέρια.
Τα ισχυρά εγχώρια ιστορικά σήματα με τεράστιες αναπτυξιακές προοπτικές που έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών επιβεβαιώνουν ότι τα ελληνικά success stories στον κλάδο των τροφίμων και ποτών «απασχολούν» το διεθνές επιχειρείν και θα συνεχίσουν να το κάνουν, παρά το γεγονός ότι τα μεγέθη στην Ελλάδα δεν μπορούν να συγκριθούν πάντα με αυτά άλλων αγορών.
Η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων – ποτών ανεξάρτητα από τις συγκυρίες δείχνει ότι καταφέρνει να παραμένει στον «αφρό» και αυτή η εξέλιξη αν μη τι άλλο υποδεικνύει ότι τα εγχώρια προϊόντα έχουν σημαντική δυναμική… γεγονός που μάλλον θα πρέπει να αξιοποιηθεί ακόμα περισσότερο από τους Έλληνες παίκτες.
Ο καφές
Και ο «ελληνικός» καφές έχει πολυεθνικό άρωμα, καθώς και τα δύο τα ιστορικά σήματα Bravo και ο Λουμίδης έχουν περάσει εδώ και δεκαετίες στον έλεγχο ισχυρών ομίλων.
Σε ό,τι αφορά τον Bravo, η ιστορία του ξεκινά το 1922, στην οδό Αθηνάς, όταν o Χρήστος Σαμούρκας άνοιξε το πρώτο οικογενειακό καφεκοπτείο. Γρήγορα η δραστηριότητα επεκτάθηκε και για πολλές δεκαετίες κυριαρχεί στην εγχώρια αγορά. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 η πολυεθνική εταιρεία Sara Lee αγοράζει το μερίδιο της εταιρείας BRAVO στην αγορά του ελληνικού καφέ, που ανερχόταν στο 60%. Το 2011 αποφασίστηκε ο διαχωρισμός του ομίλου Sara Lee σε δύο ανεξάρτητες εταιρείες. Από τον διαχωρισμό αυτό δημιουργήθηκε η D.E Master Blenders 1753, η οποία πλέον φέρει την επωνυμία Jacobs Douwe Egberts, στην οποία εντάχθηκε και η Bravo Greece.
Σε ό,τι αφορά τη διαδρομή του «Λουμίδη», το ταξίδι ξεκινά το 1910, όταν τρία αδέλφια από την Κάρυστο, ο Αντώνης, ο Νίκος και ο Ιάσων Λουμίδης, αφήνουν τη γενέτειρά τους αναζητώντας εργασία στον Πειραιά. Καταπιάνονται με τη δύσκολη διαδικασία της παρασκευής και του καβουρδίσματος του καφέ, χρησιμοποιώντας τα «πρωτόγονα» μέσα της εποχής. Το 1928 ιδρύουν την εταιρεία «Α. Λουμίδης και ΣΙΑ» και σχεδόν 60 χρόνια αργότερα, το 1987, η εταιρεία εξαγοράζεται από τη Nestle S.A.
Η ιστορία της ΗΒΗ
Η ΗΒΗ-Παναγόπουλος ιδρύθηκε το 1926, όταν ο Νίκος Παναγόπουλος δημιούργησε μία μικρή βιομηχανία αναψυκτικών στο Μαρούσι και την ονόμασε HBH για να θυμίζει τη μικρή θεά που δρόσιζε τους Ολύμπιους θεούς με το νέκταρ. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 διαμορφώνεται μία ολοκληρωμένη επιχείρηση εξαγοράζοντας το εργοστάσιο εμφιαλώσεως του φημισμένου νερού πηγής Καραντάνη στο Λουτράκι και δημιουργώντας τις εγκαταστάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. To 1973, η εταιρεία ΗΒΗ-Παναγόπουλος αποκτάει το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής της Pepsi Cola στην Ελλάδα και το 1989 εξαγοράζεται από την PepsiCo και μετονομάζεται σε PepsiCo-HBH.
Η εξαγορά της «Τσακίρης»
Το 1954 ο Γ. Τσακίρης δημιουργεί την πρώτη μονάδα πατατοτσίπς κι αυτό ήταν η αφετηρία για τα πρώτα πατατάκια τσιπς που φτιάχτηκαν στην Ελλάδα. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1969, η οικογένεια Τσακίρη αναγκάζεται να πουλήσει το 69% της «Τσακίρη» στον όμιλο PLIAS, ενώ τον Ιανουάριο του 2002 μεταβιβάζει και το υπόλοιπο 31%. Το 2004 η «Τσακίρης» εξαγοράζεται από την Coca Cola 3E.
Σημαντικές προοπτικές
Το ενδιαφέρον των ξένων κεφαλαίων τα τελευταία χρόνια βαίνει συνεχώς αυξανόμενο για τον κλάδο των τροφίμων. Τα πρόσφατα παραδείγματα εισόδου ξένων κεφαλαίων είναι πολλά, με αρκετές μικρομεσαίες εταιρείες με σημαντικές αναπτυξιακές προοπτικές να βρίσκονται στο στόχαστρο και εν τέλει να αλλάζουν ιδιοκτησιακό χαρακτήρα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το κυοφορούμενο deal «ζυμώνεται» μεταξύ του ινδικού ομίλου SwitzGroup με την ελληνική αλυσίδα «Κουλουράδες». Να υπενθυμιστεί ότι το «ντεμπούτο» των Ινδών έγινε το 2019 με την εξαγορά της Κρητών Άρτων.
Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε το 2019 και η εξαγορά της Στέλιος Κανάκης από τη νορβηγική ιδιωτική μετοχική εταιρεία Orkla Food Ingredients, καθώς επίσης και η εξαγορά του 44,73% της Unismack από τη Lime Capital Partners.
Το 2019 σίγουρα αποτέλεσε τη χρονιά της Creta Farms, που σύντομα θα μετονομαστεί σε «Αλλαντοβιομηχανία Ρεθύμνου». Το σίριαλ της πώλησης διήρκησε πολλούς μήνες και εν τέλει η εταιρεία πέρασε στον έλεγχο της Impala Investments.
Οι εξαγορές στον ευρύτερο κλάδο των τροφίμων φαίνεται ότι δεν σταματούν ποτέ καθώς λίγα εικοσιτετράωρα έχουν περάσει από τη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η πρόθεση της τουρκικής εταιρείας Dardanel Onentas να εξαγοράσει την «πολύπαθη» Καλλιμάνης. Το επιχειρούμενο deal φαίνεται να έχει deadline καθώς οι τράπεζες εμφανίζονται να έχουν δώσει διορία στην Dardanel για υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης βάσει των άρθρων 106 β και δ του Πτωχευτικού Κώδικα έως τις 15 Ιουνίου. Στον βαθμό που τελεσφορήσει η συναλλαγή, η ιστορία της Καλλιμάνης, η οποία ιδρύθηκε το 1956 στο Αίγιο από τους αδερφούς Γεώργιο και Θεόδωρο Καλλιμάνη, θα συνεχίσει να «γράφεται» στα τούρκικα.