Tου Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ άνοιξε το Σκοπιανό ξανά μετά από 22 χρόνια αδράνειας (από την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 που δεν εφαρμόστηκε από τη γειτονική χώρα) μετά την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα από το ταξίδι του στις ΗΠΑ και αφού στα Σκόπια είχε αναδειχθεί μία νέα κυβέρνηση, αυτή του κ. Ζάεφ, που έδειξε ότι ακολουθεί διαφορετική γραμμή στο θέμα από την προηγούμενη του κ. Γκρουέφσκι.
Όντως αρκετά πίσω στις δημοσκοπήσεις και με εικόνα παγίωσης της διαφοράς υπέρ της ΝΔ, ο κ. Τσίπρας και το επιτελείο του είδαν στο Σκοπιανό το θέμα που εφόσον άνοιγε, ακόμα και αν δεν προχωρούσε σε λύση, θα ανακάτευε την τράπουλα στο εσωτερικό σκηνικό. Ένα εθνικό θέμα, ήπιας κρισιμότητας σε σύγκριση με τα ανοικτά εθνικά θέματα όπως το τουρκικό ή το κυπριακό, με το οποίο η κυβέρνηση θα μπορούσε να ανανεώσει τη στήριξη του διεθνούς παράγοντα, δηλαδή των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων που θέλουν λύση και ένταξη των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, να προκαλέσει προβλήματα στις σχέσεις τη Νέας Δημοκρατίας με τους διεθνείς συνομιλητές της, να δημιουργήσει αναταραχή στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας αλλά και στο Κίνημα Αλλαγής.
Υπολογίστηκε από την αρχή η παράμετρος «Πάνος Καμμένος, ΑΝΕΛ και κυβερνητική κρίση», αλλά επιλέχθηκε το σχέδιο να προχωρήσει, εκτιμώντας ότι σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, κραδασμοί στη ΝΔ και ενδεχομένως και στο Κίνημα Αλλαγής θα ήταν πιο δύσκολα διαχειρίσιμοι.
2 + 1 σενάρια
Εξ’ αρχής τα σενάρια, σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό, ήταν δύο συν ένα.
Στο πρώτο σενάριο, ο κ. Τσίπρας καταφέρνει να φέρει συμφωνία στη Βουλή στη βάση της εθνικής γραμμής του Βουκουρεστίου (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό έναντι όλων και αφαίρεση από το Σύνταγμα των Σκοπίων των αλυτρωτικών διαθέσεων των γειτόνων). Με την πίεση των ΗΠΑ να ήταν και να είναι μεγάλη, το κυβερνητικό επιτελείο πιστεύει ότι η νέα κυβέρνηση των Σκοπίων θα δεχθεί μία τέτοια συμφωνία και η κυβέρνηση, ακόμα και χωρίς την συγκατάθεση του κ. Καμμένου και των ΑΝΕΛ θα πετύχει οριζόντια και ευρεία στήριξη μέσα στη Βουλή, μεταφέροντας το πρόβλημα στον βασικό της αντίπαλο, τη Νέα Δημοκρατία. Η «Ν» έχει ήδη γράψει για τα σενάρια της στήριξης από 193 ή 170 βουλευτές, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συμφωνία, χωρίς τη στήριξη της ΝΔ.
Στο δεύτερο σενάριο, οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε συμφωνία με τα Σκόπια, αλλά η κυβέρνηση πείθει τόσο τις ΗΠΑ όσο και τους Ευρωπαίους ότι υπεύθυνη για το νέο αδιέξοδο είναι η νέα κυβέρνηση των Σκοπίων, πετυχαίνοντας να διατηρήσει την πίεση προς τη πλευρά των γειτόνων, όπως και την ανανέωση της στήριξης των διεθνών δυνάμεων.
Τρίτο σενάριο –απευκταίο για την κυβέρνηση– οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε συμφωνία, αλλά το νέο αδιέξοδο μοιράζεται σε Αθήνα και Σκόπια ή βαραίνει τη δική μας πλευρά.
Η κυβέρνηση αποσκοπούσε και αποσκοπεί σε επίτευξη συμφωνίας και ευρεία στήριξή της στη Βουλή, ώστε από τη μία πλευρά να εμφανίσει απομονωμένη την αξιωματική αντιπολίτευση και από την άλλη να ξεφύγει από τη δική της πολιτική απομόνωση και να ανοίξει νέους διαύλους επικοινωνίας με το Κίνημα Αλλαγής ή με βουλευτές του, εκμεταλλευόμενη διαφωνίες στο εσωτερικό του.
Το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης
Η επιλογή ενός εθνικού θέματος, όπως το Σκοπιανό, δεν ήταν τυχαία προκειμένου να καταφέρει η κυβέρνηση να διχάσει το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και να εγκλωβίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη ανάμεσα σε δύο γραμμές και να τον εμφανίσει αδύναμο να επιβάλλει την άποψή του. Σκοπός της κυβέρνησης, ήταν και είναι να αναδείξει εσωτερικά προβλήματα στη Νέα Δημοκρατία, αναμένοντας και τις επιπτώσεις μίας τέτοιας εξέλιξης στις δημοσκοπήσεις. Αν η αξιωματική αντιπολίτευση θα στήριζε τις κυβερνητικές προσπάθειες, τότε θεωρούσαν βέβαιο ότι ο κ. Μητσοτάκης θα είχε πρόβλημα με τον Αντ. Σαμαρά και άλλες φωνές στο εσωτερικό της ΝΔ, αν όχι, τότε θα κατηγορείτο ο κ. Μητσοτάκης για εξάρτηση από την ακροδεξιά ή εθνικιστική πτέρυγα του κόμματός του. Παράλληλα, η κυβέρνηση θα επιχειρούσε να αξιοποιήσει ενδεχόμενη δυσαρέσκεια του διεθνούς παράγοντα έναντι της ΝΔ για τη στάση της και συνεχίζει να το κάνει αναδεικνύοντας – για παράδειγμα – δηλώσεις όπως αυτή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος κ. Ντολ ο οποίος «ελπίζει το παράθυρο ευκαιρίας για αμοιβαία αποδεκτή λύση να οδηγήσει σε απτά αποτελέσματα».
Το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, το οποίο η κυβέρνηση αρχικά υποτίμησε αναμένοντας όχι πάνω από 50.000 πολίτες, λειτουργεί μέχρι στιγμής ως ο απρόβλεπτος παράγοντας.
Η κυβέρνηση βλέπει μπροστά της μία μεγάλη και υπολογίσιμη αντίδραση στα σχέδιά της που δεν ανέμενε, αντίδραση που στέλνει τον Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ οριστικά στη μεριά της άρνησης και μπορεί να αλλάξει τη στάση κομμάτων και βουλευτών. Η μεγάλη συμμετοχή του κόσμου θορύβησε την κυβέρνηση. Αν συνεχιστεί στο συλλαλητήριο της Αθήνας στις 4 Φεβρουαρίου, τότε μπορεί να ανατραπούν οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί και να αδυνατίσει η προοπτική της επίτευξης συμφωνίας.
Η θέση και τα σχέδια της ΝΔ
Οι αρχικές καταγγελίες της Νέας Δημοκρατίας εναντίον της κυβέρνησης ότι ανοίγει ένα εθνικό ζήτημα με μικροπολιτικές διαθέσεις άρα και ανεύθυνα, δεν κατάφεραν να καλύψουν την αρχική αμηχανία και το μούδιασμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έναντι του Σκοπιανού. Οι παράλληλες προσπάθειες του κυβερνητικού μηχανισμού να διαρρέουν συστηματικά σενάρια σχηματισμού νέου κόμματος στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, εξαιτίας των εξελίξεων στο Σκοπιανό, φέρνουν σε δύσκολη θέση τον Κυριάκο Μητσοτάκη που είχε να επιλέξει:
- Να στηρίξει τις προσπάθειες της κυβέρνησης για συμφωνία με τα Σκόπια στη γραμμή του Βουκουρεστίου (σύνθετη ονομασία με χρήση του όρου Μακεδονία και γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό έναντι όλων και αλλαγή στο Σύνταγμα των Σκοπίων των αλυτρωτικών διαθέσεων των γειτόνων) διακινδυνεύοντας να ανοίξει εσωτερικό ρήγμα στο κόμμα του.
- Να μη στηρίξει τις προσπάθειες της κυβέρνησης, δίνοντας το δικαίωμα στην κυβέρνηση να υποστηρίξει ότι επηρεάζεται και εξαρτάται από την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματός του, κάτι που επηρεάζει και το φιλελεύθερο προφίλ του προέδρου της ΝΔ.
- Να περιγράψει τη συμφωνία την οποία θεωρεί λύση, αλλά να ξεκαθαρίσει ότι δεν θεωρεί την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου ικανή να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα και παράλληλα να δώσει γενικό αντικυβερνητικό χαρακτήρα στη στάση του.
Ο πρόεδρος της ΝΔ και το επιτελείο του επιλέγουν την τρίτη λύση και ποντάρουν πολλά στο ενδεχόμενο οι αντιδράσεις για το Σκοπιανό να λάβουν χαρακτηριστικά συνολικής αντίδρασης ενάντια στην κυβέρνηση. Με τη στάση Καραμανλή και Σαμαρά να μην ευνοούν –τουλάχιστον μέχρι τώρα– διχαστικά σενάρια για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η Πειραιώς ποντάρει στο ότι η κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να έρθει σε συμφωνία με την κυβέρνηση Ζάεφ, αναμένοντας τότε να δικαιωθεί η στάση τους και οι εξελίξεις να γυρίσουν μπούμερανγκ για τον κ. Τσίπρα. Αν αυτό δεν συμβεί, στη Νέα Δημοκρατία ανησυχούν για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέου κόμματος στα δεξιά τους και δεν θεωρούν τυχαία ούτε την ανάδειξη ούτε τη στάση του πρώην στρατηγού Φραγκούλη Φράγκου. Αν δεν καταφέρουν να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη ωστόσο, κάποιοι μέσα στη Νέα Δημοκρατία σκέπτονται ήδη πως μία τέτοια προσπάθεια θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά στους ΑΝΕΛ και τη Χρυσή Αυγή, παρά στη Νέα Δημοκρατία.
Το Κίνημα Αλλαγής
Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι το Κίνημα Αλλαγής θα στηρίξει μία ενδεχόμενη συμφωνία με τα Σκόπια και με αυτόν τον τρόπο διάβασαν και την πρόσφατη τοποθέτηση της κ. Γεννηματά υπέρ της σύνθετης ονομασίας. Κυβερνητικές πηγές θεωρούν ότι στα εθνικά θέματα η κ. Γεννηματά ακούει τον Γ. Παπανδρέου που έχει σταθερή θέση υπέρ της συμφωνίας με τα Σκόπια, ενώ γνωρίζει ότι το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη έχει δεσμευθεί δημοσίως ότι θα στηρίξει μία συμφωνία με τα χαρακτηριστικά της εθνικής γραμμής, εφόσον αυτή υπάρξει. Πρόσφατα η κ. Γεννηματά σημείωσε δημοσίως πως η στάση του Κινήματος Αλλαγής έναντι του Σκοπιανού δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, κατηγορώντας παράλληλα ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ για μικροπολιτική εκμετάλλευση ενός εθνικού ζητήματος.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν Γεννηματά και Θεοδωράκης –αύριο το απόγευμα γίνεται η πρώτη σύσκεψη του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής για το θέμα– καταλήξουν στη στήριξη ενδεχόμενης συμφωνίας, τι θα πράξουν μία σειρά βουλευτών του Κινήματος Αλλαγής, προερχομένων από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη κυρίως, που θα διαφωνήσουν με οποιαδήποτε στάση στήριξης της κυβέρνησης Τσίπρα
Το δεύτερο ερώτημα είναι ποια θα είναι η στάση του Κινήματος Αλλαγής ή βουλευτών του, αν όντως οι αντιδράσεις για το Σκοπιανό λάβουν γενικότερο αντικυβερνητικό χαρακτήρα.